Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σοβιετική Ένωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σοβιετική Ένωση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Οι τελευταίοι κόκκινοι

"Την τρανή μας χώρα οι γονείς μας την πούλησαν για τζιν, Μάρλμπορο και τσίχλες".

Ο Γκορμπατσόφ είναι μυστικός πράκτορας των Αμερικανών... Μασόνος... Πρόδωσε τον κομμουνισμό. Πέταξε τους κομμουνιστές στα σκουπίδια και τους κομσομόλους στη χωματερή! Τον μισώ τον Γκορμπατσόφ επειδή μου έκλεψε την πατρίδα μου. Για μένα, το σοβιετικό μου διαβατήριο είναι το πιο πολύτιμο φυλαχτό μου. Ναι, στεκόμασταν στην ουρά για να πάρουμε μπλαβιασμένα κοτοπουλάκια και σάπιες πατάτες, αλλά ήταν η πατρίδα μας. 


Η κουζίνα σε μας δεν είναι απλώς το μέρος όπου ετοιμάζουμε το φαγητό, αλλά και τραπεζαρία και χώρος υποδοχής, και γραφείο και σκηνή. Είναι το μέρος για τις συλλογικές ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Τον δέκατο ένατο αιώνα όλος ο ρωσικός πολιτισμός ζούσε στα κτήματα των αριστοκρατών, τον εικοστό -στις κουζίνες. Και η περεστρόικα ακόμα. Όλη η ζωή της δεκαετίας του '60 είναι ζωή στην κουζίνα. Χάρη στο Χρουστσόφ! Στην εποχή του βγήκαν οι άνθρωποι από τα κοινόβια διαμερίσματα, απέκτησαν ιδιωτικές κουζίνες όπου μπορούσαν να βρίζουν την εξουσία, και κυρίως να μη φοβούνται, επειδή στις κουζίνες όλοι ήταν δικοί μας. 


Ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο στρατόπεδα συγκέντρωσης, ρουφιανιά και σιδηρούν παραπέτασμα, ο σοσιαλισμός είναι ένας δίκαιος, φωτεινός κόσμος: να μοιράζεσαι με όλους, να λυπάσαι τους αδύναμους, να συμμετέχεις στον πόνο του άλλου, και να μην τα μαζεύεις όλα για τον εαυτό σου. Μου λένε: δεν μπορούσες να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο. Αλλά κανείς δεν είχε αυτοκίνητα.


Μια συνηθισμένη κομμουνάλκα... Ζουν μαζί πέντε οικογένειες -είκοσι επτά άτομα. Με μια κουζίνα και τουαλέτα. Δυο γειτόνισσες γίνονται φίλες: η μια έχει μια πεντάχρονη κόρη, η άλλη είναι μόνη της. Στις κομμουνάλκες ήταν συνηθισμένο, ο ένας παρακολουθούσε τον άλλον. Κρυφάκουγαν. Αυτοί που είχαν δέκα τετραγωνικά μέτρα δωμάτιο ζήλευαν αυτούς που είχαν είκοσι πέντε τετραγωνικά. Η ζωή... έτσι είναι... και να που μια νύχτα έρχεται ο "μαύρος κόρακας". Συλλαμβάνουν τη γυναίκα με την πεντάχρονη κόρη. Πριν την πάρουν, πρόλαβε να φωνάξει στη φίλη της: "Αν δεν επιστρέψω, πάρε την κορούλα μου. Μην την αφήσεις στο ορφανοτροφείο". Κι εκείνη πήρε κοντά της το παιδί. Της έγραψαν ένα δεύτερο δωμάτιο... Το κοριτσάκι άρχισε να τη φωνάζει μαμά... "μαμά Άνια"... Πέρασαν δεκαεπτά χρόνια. Μετά από δεκαεπτά χρόνια επέστρεψε η πραγματική μαμά. Φιλούσε τα χέρια και τα πόδια της φίλης της. Τα παραμύθια συνήθως τελειώνουν σε αυτό το σημείο, η ζωή όμως έχει άλλο τέλος. Χωρίς χάπι εντ. Επί Γκορμπατσόφ, όταν άνοιξαν τα αρχεία, ρώτησαν την πρώην κατάδικο: "θέλετε να κοιτάξετε τον φάκελό σας;".  -"Θέλω". Πήρε τον φάκελό της... τον άνοιξε... Πάνω πάνω η καταγγελία... με τον γνώριμο γραφικό χαρακτήρα. Ήταν η γειτόνισσα... Η "μαμά Άνια"...


Στην αρχή της προεδρίας του, ο Γιέλτσιν ορκιζόταν πως θα πέσει στις γραμμές του τρένου αν επέλθει πτώση του επιπέδου ζωής. Το επίπεδο ζωής όχι μόνο έπεσε, κατακρημνίστηκε. Ωστόσο ο Γιέλτσιν δεν έπεσε στις γραμμές του τρένου. Έπεσε διαμαρτυρόμενος το φθινόπωρο του 1992 ο γέρος στρατιώτης Τιμεριά Ζινάτοφ...


Τα τελευταία είκοσι χρόνια η εικόνα άλλαξε κάμποσες φορές ριζικά. Και το αποτέλεσμα; "Έξω ο Πούτιν!" και "Έξω ο Πούτιν!" -σαν λιτανεία το λένε και το ξαναλένε. Δεν πάω σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Θα φύγει ο Πούτιν και θα κάτσει στον θρόνο κάποιος νέος μονάρχης. Όπως έκλεβαν, έτσι και θα συνεχίσουν να κλέβουν. Θα μείνουν πίσω βρόμικες πολυκατοικίες, παρατημένοι γέροι, κυνικοί υπάλληλοι και ξεδιάντροποι τροχονόμοι... και το μπαχτσίσι θα θεωρείται φυσικό πράγμα... Ποιο το νόημα του να αλλάζουμε κυβερνήσεις όταν δεν αλλάζουμε εμείς οι ίδιοι; Δεν πιστεύω σε κανενός είδους δημοκρατία στη χώρα μας. Είμαστε ανατολίτικο κράτος... Φεουδαρχικό... Για διανοούμενους έχουμε παπάδες... 


Οι άνθρωποι στη χώρα μας είναι καλοί, αλλά ο λαός είναι κακός. [...] Αν ρίξεις μια ματιά στο λεξικό του Νταλ, θα δεις πως η λέξη "καλοσύνη" (ντομπροντά) προέρχεται από τη λέξη "καλοπερνώ" (ντομπροβάτ) -ζω στην αφθονία, καλά... που σημαίνει ότι υπάρχει όταν υπάρχει σταθερότητα και αξιοπρέπεια. Και όλα αυτά εμείς δεν τα έχουμε. Το κακό δεν προέρχεται απ' τον Θεό.

***

[1] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου (μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Πατάκης, Αθήνα 2020.
[2] Φωτογραφίες: Bert Teunissen. Από το πρότζεκτ "Domestic landscape". 

Τρίτη 7 Ιουλίου 2020

Σάλτο Κομανέτσι


"Φέρνω τρία χρυσά μετάλλια που τα αφιερώνω στο Κόμμα, 
στην πατρίδα και στον ρουμανικό λαό". 
Νάντια Κομανέτσι, Μόντρεαλ 1976.

Θα σας σκανδαλίσει, γιατί γνωρίζω τις αντιλήψεις των υποτιθέμενων φιλελεύθερων δημοκρατικών σας πάνω στο θέμα, αλλά υπήρχε επίσης και ένα είδος... χαράς στη δεκαετία του '70 κάτι που εξάλλου δεν αλλάζει τα γεγονότα, προφανώς. Σιχαίνομαι εκείνες τις ταινίες και τα μυθιστορήματα που μιλάνε για την Ανατολική Ευρώπη με όλες τις γνωστές κοινοτοπίες: Οι γκρίζοι δρόμοι. Οι γκρίζοι άνθρωποι. Το κρύο. Όταν λέω στους δυτικούς ότι στο Βουκουρέστι το καλοκαίρι σκάμε από τη ζέστη, με κοιτάνε σαν να τα 'χω χαμένα, ακόμα και σήμερα! Ας προσπαθήσουμε να μη φτιάξουμε τη ζωή μου μια κακιά, απλοϊκή και αφελή ταινία. 


Μόντρεαλ, Ολυμπιακοί Αγώνες 1976. 

Ένα δεκατετράχρονο κορίτσι εμφανίζεται στους Ολυμπιακούς Αγώνες και περνάει κατευθείαν στην Ιστορία. Είκοσι δευτερόλεπτα αρκούν στη Νάντια Κομανέτσι για να εγγραφεί για πάντα στη συλλογική μνήμη. Η Λόλα Λαφόν γράφει τη δική της εκδοχή για τη  Μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ.

Το μικρό κοριτσάκι από το Ονέστι απογειώνει τη Ρουμανία με τα καλτσάκια της. Χαϊδεύει γλυκά τον κομμουνισμό, που με αυτήν έγινε καρτ-ποστάλ, με το κόκκινο αστέρι πάνω το κατάλευκο κορμάκι της, με την αγνότητα της αφοσίωσής της στην εργασία, που τόσο εκτιμά η Δύση η Δύση που δεν διαθέτει τέτοια εγκόσμια αγγελούδια. 

Η Νάντια ολοκληρώνει το νούμερό της. Η εκτέλεσή της δεν περιγράφεται. Το μικροσκοπικό της σώμα αδιαφορεί για τον νόμο της βαρύτητας. Όλοι περιμένουν με κομμένη την ανάσα και στον φωτεινό πίνακα όπου αναγράφονται οι βαθμολογίες δεν υπάρχει... τίποτα! Η αγωνία των θεατών κορυφώνεται. Η κερκίδα διαμαρτύρεται, πόδια χτυπούν στο έδαφος, το γήπεδο σείεται ολόκληρο και, τέλος, στον πίνακα φαίνεται ο βαθμός 1,0. Ένα κόμμα μηδέν. Η τράπεζα πληροφοριών τα 'παιξε λόγω καταγραφής ασυνήθιστα υψηλών βαθμών. Η πιτσιρίκα με τα κοτσιδάκια τίναξε τους υπολογιστές στον αέρα. Στην ενόργανη γυμναστική δεν υπήρχε πρόβλεψη για το δεκάρι.


Οι κριτές σηκώνονται όρθιοι και προσπαθούν με νοήματα και χειρονομίες να δείξουν στο μικρό κορίτσι τη βαθμολογία της. Το πρώτο δεκάρι στην ιστορία της ενόργανης γυμναστικής. Ο όρος άθλημα δεν κολλά εδώ, λένε. Παραείναι λίγος γι' αυτό που είδαν. Οι άλλες αθλήτριες μοιάζουν τώρα ένα λάθος. Σαν παραμορφώσεις ενός ιδεώδους. 

Όταν τη ρώτησαν τα σχέδιά της για το μέλλον, η Νάντια απάντησε "Μπορώ και καλύτερα", σφίγγοντας στην αγκαλιά της την υφασμάτινη κούκλα της. Όταν την ρώτησαν πώς ένιωσε: "Το ξέρω ότι ήταν τέλειο, αλλά έχω ξαναπάρει δέκα, δεν ήταν κάτι καινούργιο". Στην ερώτηση πώς γιόρτασε τη νίκη της: "Δεν γιόρτασα τίποτε. Ήμουν σίγουρη ότι θα πάρω τουλάχιστον έναν τίτλο. Κοιμήθηκα". 

Κόκαλα από μετάξι. Μορφολογικά ανώτερη. Τόσο ελαστική. 
Μικρή νεραϊδούλα των Καρπαθίων.
Μικρή κομμουνίστρια νεράιδα. 
Η μικρή κομμουνίστρια-νεράιδα που δεν χαμογελά ποτέ.
Οδυνηρά αξιαγάπητη, ανυπόφορα τρισχαριτωμένη. 
Ρουμανικό νυμφίδιο. Κομμουνιστικό ρομπότ. 


Και τι δεν έγραψαν οι εφημερίδες εκείνη τη νύχτα. Εκατομμύρια μητέρες σε ολόκληρο τον κόσμο ονειρεύτηκαν να είχαν κι εκείνες ένα τέτοιο κοριτσάκι: Φρόνιμο, σοβαρό, αποφασισμένο να πετύχει. Χωρίς ναζάκια, χωρίς καμώματα. Εκατομμύρια κορίτσια εκείνο το καλοκαίρι έφαγαν λιγότερα παγωτά, με την ελπίδα να αποκτήσουν το λιλιπούτειο κορμί της Νάντιας. Το επόμενο φθινόπωρο οργανώθηκαν προγράμματα ενόργανης γυμναστικής σε κάθε χώρα, σε κάθε πόλη, σε κάθε δήμο. 

Η Νάντια ξεκίνησε να προπονείται από πολύ μικρή ηλικία. Πλάι στην Μάρτα και τον Μπέλα Καρόλι, με πολύ σκληρό πρόγραμμα και απερίγραπτες θυσίες, κατέκτησε το ακατόρθωτο. Δύο χρόνια πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες, κέρδισε το κύπελλο στη Γαλλία. Ήταν μόλις δώδεκα χρονών. Πήρε μέρος στου αγώνες της γαλλικής ομοσπονδίας μετά από μια σειρά ευτράπελα και, τελικά, προκειμένου να διακριθεί, ο προπονητής της της ζήτησε να εκτελέσει χωρίς προθέρμανση μια σειρά από επικίνδυνες φιγούρες. Η Λαφόν επιμένει να υπογραμμίζει πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό για ένα μικρό παιδί, πόσο ενδεικτικό της υποταγής κάθε μικρής αθλήτριας στους προπονητές της. Από την άλλη, η Κονανέτσι, εξακολουθεί να υπερασπίζεται το καθεστώς που υπηρέτησε στα εφηβικά της χρόνια. Το "σάλτο Κομανέτσι" επιχειρήθηκε αργότερα από ελάχιστες αθλήτριες.

"Λάτρευα εκείνο το άλμα ακριβώς επειδή ήταν επικίνδυνο, ήθελα συνέχεια να το κάνω. Δεν χρειάστηκε καθόλου να με πείσουν. [...] Για μένα το επεισόδιο δείχνει κυρίως σε ποιο βαθμό η Γαλλία δεν υπολόγιζε τη Ρουμανία. [...] Είναι ένα συμβόλαιο που κάνουμε με τον εαυτό μας. Δεν είναι υποταγή σε έναν προπονητή. Εγώ έβρισκα υποταγμένες τις άλλες κοπέλες, εκείνες που δεν ήταν αθλήτριες. Γιατί εκείνες γινόντουσαν όπως οι μητέρες τους, όπως όλες οι άλλες". 


Λίγο πριν από τους Ολυμπιακούς, και ενώ το καθεστώς Τσαουσέσκου εγκρίνει την έκδοση βίζας για τις μικρές Ρουμάνες αθλήτριες, το πρόγραμμα γίνεται εξαντλητικό: καθημερινή ανάλυση αίματος και ούρων, μέτρηση της αναπνοής, δοκιμασίες και ασκήσεις αντοχής που φτάνουν το σώμα στα όριά του. Επικίνδυνα άλματα δοκιμάζονται με κίνδυνο να σπάσουν κόκαλα, να σκιστούν τένοντες, να θρυμματιστεί η σπονδυλική στήλη στην περίπτωση που κάτι δεν πάει καλά στην εκτέλεση της αθλήτριας. 

-Μέσα από εσάς, η εξουσία προωθούσε ένα σύστημα, την απόλυτη επιτυχία του κομμουνιστικού καθεστώτος, την αποθέωση της Νέας Παιδούλας, Υπερταλαντούχας, Όμορφης, Φρόνιμης και Αποτελεσματικής. 
- Α ναι, βέβαια! Οι Ρουμάνοι πουλούσαν τον κομμουνισμό. Αντίθετα, οι Άγγλοι, οι Γάλλοι κι οι Αμερικανοί αθλητές σήμερα, δεν εκπροσωπούν κανένα σύστημα, έτσι δεν είναι; Καμία μάρκα!...


Μετά το Μόντρεαλ η Νάντια αλλάζει. Είναι αδύνατον να παραμείνει δεκατεσσάρων χρονών. Δεν μπορεί να διατηρήσει το βάρος της στα σαράντα κιλά. Παχαίνει, της έρχεται περίοδος, μοιάζει γυναίκα. Στους αγώνες ενόργανης γυμναστικής, όμως, κανείς δεν θέλει να βλέπει γυναίκες και το κοριτσάκι που το ρουμανικό καθεστώς βάφτισε βασίλισσα σύντομα θα αρχίσει να χάνει τη θέση του. Στη Ρουμανία απαγορεύονται οι αμβλώσεις για να ενδυναμωθεί το έθνος με νέους απογόνους του κομμουνιστικού καθεστώτος και η "αστυνομία της εμμηνόρροιας" επιθεωρεί τη Νάντια,  σημειώνει η Λαφόν. Η φωνή της Κομανέτσι του σήμερα επεμβαίνει για να υπενθυμίσει πως οι αθλητές αποτελούσαν πάντοτε πολιτικά σύμβολα που προωθούσαν συστήματα· τον κομμουνισμό τότε, τον καπιταλισμό τώρα. 


Αναγκάζεται να εγκαταλείψει το Ονέστι, την επαρχιακή πόλη που μεγάλωσε και τον προπονητή που την ανέδειξε. Το κράτος αποφασίζει πως στο εξής η Νάντια θα προπονείται στο Βουκουρέστι. Την απομακρύνουν από τον Μπέλα, την παρακολουθούν μέσω της Securitate και εκείνη ξεστρατίζει για να ακολουθήσει το ατίθαση πεπρωμένο της έφηβης: ποτό, ξενύχτι, σεξ. Καταλήγει ένα κουρέλι, την παραδίδουν στο "βασιλόπουλο", μοναχογιό του Τσαουσέσκου και η ζωή ξεφεύγει πια ολότελα από τον έλεγχό της. Το 1984, στους Ολυμπιακούς του Λος Άντζελες δεν θα της επιτραπεί να πλησιάσει καν τον Μπέλα. 

Μια δεκαετία αργότερα, θα ζήσει την πτώση του καθεστώτος και, προκειμένου να αποφύγει τη διαπόμπευση, θα αναζητήσει πολιτικό άσυλο στη Δύση. Είναι εντυπωσιακό που σήμερα, παρά την προσωπική της πορεία, παρά το γεγονός πως επιδίωξε  με κίνδυνο της ζωής της να διαφύγει, εξακολουθεί να υπερασπίζεται ένα παρελθόν που όλοι έχουν βαλθεί να απομυθοποιήσουν. 


"Θυσιασμένη παιδική ηλικία;" σάρκασε. "Α... Δηλαδή τι ακριβώς έχασα το τόσο καταπληκτικό; Το να σέρνομαι στα καφενεία; Το να κάνω shopping; Το να βγαίνω με αγόρια προτού είμαι έτοιμη να το κάνω; Τα video games; Το facebook; Τι είναι αυτό που κάνουμε μεταξύ έξι και δεκαέξι χρονών που έχασα; Αν είχα τη δική σας φυσιολογική ζωή, τι θα ήμουν σήμερα;"

Αν θελήσατε να γράψετε την ιστορία μου, πάει να πει ότι θαυμάσατε τη διαδρομή μου. Κι εγώ είμαι προϊόν εκείνου του συστήματος. Αλλιώς, στις δικές σας χώρες, δεν θα είχα γίνει ποτέ πρωταθλήτρια. Οι γονείς μου δεν θα είχαν τα μέσα. Για μένα όλα ήταν δωρεάν. Ο εξοπλισμός, η προπόνηση, οι φροντίδες! [...] Στη δεκαετία του '90 ήταν της μόδας να σιχαινόμαστε το παρελθόν μας, λες και δεν υπήρξε τίποτα καλό στο κομμουνιστικό καθεστώς, λες και δεν είχαμε ποτέ παρελθόν. Όμως υπήρξαμε! Και μάλιστα γελάσαμε, αγαπήσαμε! Δεν είχαμε αλεύρι; Ναι, είναι αλήθεια. Φορούσαμε όλοι στολές; Αλήθεια! Αλήθεια! Αλλά δεν κοροϊδεύαμε τα παιδιά που δεν φορούσαν τα φούτερ "καλής μάρκας" και τα ρούχα μας ήταν ρούχα και όχι σύμβολα. 


Το βιβλίο της Λαφόν είναι ξεχωριστό. Όχι γιατί εξιστορεί τα σημαντικότερα γεγονότα στη ζωή μιας γυναίκας που υπήρξε το απόλυτο σύμβολο για μια ολόκληρη δεκαετία, αλλά γιατί ανασυνθέτει μέσα από την αφήγηση τόσο της συγγραφέως όσο και της πρωταγωνίστριάς της τα κομμάτια ενός κόσμου οριστικά χαμένου. Η Λαφόν, ακολουθεί πιστά ημερομηνίες, τόπους, συμβάντα, ενώ παράλληλα προσπαθεί να υποθέσει ή να αποκαλύψει όσα η Κομανέτσι αποσιωπά. Οι δυο φωνές βρίσκονται σε διαρκή αντίστιξη: η μία υπερασπίζεται αρχές και αξίες της Ανατολικής Ευρώπης που αποδείχθηκαν κίβδηλες. Η άλλη, συγγραφέας του δυτικού κόσμου και φορέας όσων αυτός εκπροσωπεί, προσπαθεί να αποκαλύψει τα μελανά σημεία στην ιστορία της Νάντιας Κομανέτσι· τα μελανά σημεία στην ιστορία της Ρουμανίας, στο καθεστώς του Τσαουσέσκου και συνάμα σε όλο τον κόσμο του ανατολικού μπλοκ. 


***

[1] Λόλα Λαφόν, Η μικρή κομμουνίστρια που δεν χαμογελούσε ποτέ (μτφρ. Καρολίνα Μέρμηγκα), Εκδόσεις Μελάνι, Αθήνα 2019. 

[2] Η μοναδική αθλήτρια που κατόρθωσε να "αποκαθηλώσει" προσωρινά τη Νάντια Κομανέτσι ήταν η Ρωσίδα Γελένα Μούχινα. Η Μούχινα πρωτοεμφανίστηκε κερδίζοντας τρία χρυσά μετάλλια στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα της Πράγας το 1978, όπου πραγματικά επισκίασε την Κομανέτσι. Ακολούθησε το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Τέξας το 1979, στο οποίο η Μούχινα δεν εμφανίστηκε λόγω σπασίματος στο πόδι, και η Ρουμανία κέρδισε ξανά το προβάδισμα. Αθλήτρια του διάσημου Σοβιετικού προπονητή Μιχαήλ Κλιμένκο, η Γελένα άρχισε να ετοιμάζεται για τους Ολυμπιακούς της Μόσχας, παρά τον τραυματισμό της. Ο γύψος αφαιρέθηκε από το πόδι της νωρίτερα από ό,τι θα έπρεπε και χωρίς να έχει επουλωθεί το τραύμα, οι Σοβιετικοί την πίεζαν να εκτελεί επανειλημμένα το "Σάλτο Τόμας", ώστε να είναι έτοιμη για τους Ολυμπιακούς. Δυο βδομάδες πριν από τους Αγώνες, εξαντλημένη από τη δίαιτα και τις διαρκείς προπονήσεις και χωρίς να έχει κάνει την απαραίτητη αποθεραπεία, η Γελένα δεν κατάφερε να εκτελέσει σωστά την άσκηση, προσγειώθηκε με το σαγόνι, έσπασε τον αυχένα της και κατέληξε τετραπληγική. Πέθανε το 2006, καθηλωμένη σε αναπηρικό καρότσι από είκοσι χρονών. Σήμερα πολλά από τα άλματα που είχαν εκτελέσει οι δύο αθλήτριες, απαγορεύονται δια ροπάλου από τις επιτροπές των Ολυμπιακών Αγώνων. 

Τρίτη 19 Μαΐου 2020

Επιστολές στον Στάλιν


Δεν θέλω να ζω με επιδόματα, να χαρακτηριστώ ανάπηρος και, ακόμα περισσότερο δεν θέλω να πάρω πολιτική σύνταξη. Όλη την ενήλικη ζωή μου ήμουν συγγραφέας. Αυτό ήταν το μόνο που σκεφτόμουν, αυτό ήταν το μόνο που με κρατούσε στη ζωή. Συγγραφέας λοιπόν θα παραμείνω μέχρι τέλους. Από την πολιτική απομακρύνθηκα μια και καλή όσο ήμουν ακόμη νέος, και δεν πρόκειται να τραφώ τώρα από αυτό που μου είναι πλέον τόσο ξένο και άχρηστο. Στα νιάτα μου αφιερώθηκα στην πολιτική, τώρα όμως δεν έχω άλλα πάρε δώσε μ’ αυτήν. Έχουμε πατσίσει. Τελεία και παύλα.

                                                                                                                                                                           Αλεξάντρ Γκριν[1]

Δουλειά μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό προσανατολισμό και το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον τομέα της λογοτεχνίας δεν είμαι σύμφωνος με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ, ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν σήμερα, την ελευθερία λόγου τόσο για την προσωπική μου δημιουργία, όσο και για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην ίδια λογοτεχνική ομάδα.

Δανιήλ Χαρμς[2]


Στο βιβλίο Επιστολές στον Στάλιν οι λογοτέχνες Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και Γεβγκένι Ζαμιάτιν απευθύνουν έκκληση στον "πατερούλη" να τους επιτρέψει την προσωρινή έξοδο από τη χώρα, προκειμένου να ζήσουν για ένα χρονικό διάστημα στο εξωτερικό και επιστρέφοντας να αφοσιωθούν στην τέχνη τους. Έχουν περιπέσει και οι δύο σε δυσμένεια. Ο πρώτος μεταχειρίζεται στο έργο του τον σαρκασμό και τη σάτιρα με τρόπο που δεν αρέσει στην εξουσία, ενώ ο δεύτερος με το δυστοπικό του μυθιστόρημα Εμείς, που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1921, παρουσιάζει μια ζοφερή κοινωνία που παραπέμπει στο καθεστώς των μπολσεβίκων. Ο Μπουλγκάκοφ κατηγορήθηκε γιατί με το έργο του καλλιεργούσε στον αναγνώστη "διάθεση δυσπιστίας απέναντι στις δημιουργικές δυνατότητες της επανάστασης, διάθεση κοινωνικής απαισιοδοξίας".

Στον απολογισμό της Γκλαβλίτ, του 1931, αναφερόταν: “Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ καιρό με συγγραφείς όπως, για παράδειγμα, ο Μπουλγκάκοφ. Όλοι υπολογίζαμε πως ο Μπουλγκάκοφ με κάποιο τρόπο θα κατάφερνε να περάσει σε νέα τροχιά, να προσεγγίσει το σοβιετικό οικοδόμημα και να πορευτεί μαζί μας ως συνοδοιπόρος, αν όχι ως αριστερός, τουλάχιστον ως δεξιός ή κεντρώος ή ως κάτι άλλο. Η πραγματικότητα όμως μας έδειξε ότι ένα μέρος των συγγραφέων ήρθε μαζί μας, όμως ένα άλλο μέρος, σαν τον Μπουλγκάκοφ, δεν ήρθε μαζί μας και παρέμεινε η πιο εχθρική μερίδα του πληθυσμού έως και σήμερα".

Η επιστολογραφία αποτελούσε παράδοση στην τσαρική Ρωσία που επιβίωσε και στη Σοβιετική Ένωση. Λέγεται ότι ο Καλίνιν έλαβε ενάμισι εκατομμύριο επιστολές μέσα σε μια διετία. Ο Ζαμιάτιν εισακούστηκε και κατάφερε να διαφύγει. Ο Μπουλγκάκοφ αφέθηκε στη νευρασθένεια και τις ψευδαισθήσεις που του δημιούργησαν οι ψεύτικες υποσχέσεις και η αναμονή –πάγια τακτική του Κόμματος.

Έγραψαν για μένα πως ήμουν “παραδουλεύτρα της λογοτεχνίας”, που μαζεύω τα αποφάγια του “εμετού μιας ντουζίνας μουσαφίρηδων”. 

Επιστολή Μπουλγκάκοφ

Αν δεν είμαι εγκληματίας, παρακαλώ να μου επιτρέψετε να φύγω στο εξωτερικό, προσωρινά, έστω και για έναν χρόνο, ώστε να μπορώ να επιστρέψω μόλις καταστεί δυνατό στη χώρα μας να υπηρετήσω τη λογοτεχνία με μεγάλες ιδέες χωρίς να υπηρετώ μικρούς ανθρώπους, μόλις στη χώρα μας, έστω και μερικώς, αλλάξουν οι απόψεις για το ρόλο του λογοτέχνη.

Επιστολή Ζαμιάτιν


Αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η σοβιετική ηγεσία αποφάσισε να αξιοποιήσει την τέχνη ως μέσο κρατικής προπαγάνδας. Η λογοτεχνία αποτέλεσε το σημαντικότερο μέσο διαπαιδαγώγησης των μαζών και όφειλε να τους εμφυσήσει επαναστατική συνείδηση. Ήδη από τη δεκαετία του 1920, πολύ πριν την ίδρυση της Σοβιετικής Ένωσης Καλλιτεχνών (1932), την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων και την επικράτηση του δόγματος του σοσιαλιστικού ρεαλισμού (1934), το Κομμουνιστικό Κόμμα ανάγκασε διανοούμενους και καλλιτέχνες να στηρίξουν την εξουσία των Σοβιέτ και να καταδικάσουν με την τέχνη τους οτιδήποτε "αντιδραστικό".

Το 1928 η Κεντρική Επιτροπή του Μπολσεβικικού Κόμματος άρχισε να στέλνει συγγραφείς σε εργοστάσια για να εμπνευστούν μυθιστορήματα που θα υμνούσαν τις μηχανές και τα μέσα παραγωγής. Οι αλλαγές παγιώθηκαν το 1934, όταν στο 1ο Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων ο Ζντάνοφ διατύπωσε τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και με το σύνθημα «Κάψτε τον Ραφαήλ» έριξε το ανάθεμα στην τέχνη του παρελθόντος. 

 Pavel Orinyansky

Το δικαίωμα στην πνευματική ελευθερία δεν υπήρξε ποτέ αυτονόητο, όπως ονειρεύτηκαν οι διανοούμενοι που θέλησαν να διατηρήσουν αυτόνομη κριτική σκέψη στο πλαίσιο της κομμουνιστικής στράτευσης. Όσοι παρέμειναν νηφάλιοι βρέθηκαν απολογούμενοι σε ένα αστυνομικό κράτος, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου υπήρξε ο κομμουνιστικός δογματισμός. Η θεματολογία των λογοτεχνικών έργων ήταν σε μεγάλο βαθμό περιορισμένη και όφειλε να αποτυπώνει τη θετική πλευρά της σοβιετικής πραγματικότητας. Οι τάσεις φυγής, ήρωες που αντιμετωπίζουν υπαρξιακά αδιέξοδα ή διλήμματα, το όνειρο, η φαντασία, οι αισθητικοί πειραματισμοί, η αλληγορία, πολλά από τα βασικά συστατικά της λογοτεχνίας εν γένει, απαγορεύτηκαν.

Το αισθητικά ωραίο ήταν ασύμβατο με το πολιτικά ορθό και αρκετοί συγγραφείς κινδύνευσαν, κυνηγήθηκαν, εξορίστηκαν και τελικά εκτελέστηκαν ή πέθαναν μετά από βασανιστήρια, πείνα και κακουχίες. Ο Δανιήλ Χαρμς, ο Αλεξάντρ Γκριν, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Μπορίς Πιλνιάκ ήταν μερικοί απ’ αυτούς.

Ακριβώς επειδή η λογοτεχνία, με τη Ρωσική Επανάσταση, βρήκε για πρώτη φορά στα ρωσικά χρονικά τόσο ευρεία εκτίμηση από την πολιτική ηγεσία, το κλίμα για πολλούς λογοτέχνες κατέληγε συχνά ασφυκτικό. Από τη στιγμή που η εξουσία στο ανώτατο επίπεδο είχε αποφασίσει ότι η λογοτεχνία θα αποτελούσε σημαντικό εργαλείο κρατικής προπαγάνδας, ήταν αναμενόμενο πως δεν γινόταν να παραμείνουν ανέγγιχτοι και ελεύθεροι οι “πραγματικοί καλλιτέχνες του λόγου” –όσοι δηλαδή θα διατηρούσαν την αναπόφευκτη ειρωνεία, την κριτική απόσταση, τη φρεσκάδα του βλέμματος και τη χαρά της απρόβλεπτης, και γι’ αυτούς του λόγους τρομαχτικής στην εξουσία, δημιουργίας.


Οι λογοτέχνες δεν υπέφεραν μόνο από την πολιτική ηγεσία, αλλά και από τους ομοτέχνους τους. Ο Στάλιν γνώριζε πολύ καλά πως θα έβρισκαν τρόπο να οδηγηθούν στην αλληλοεξόντωση και δημιούργησε μια "γραφειοκρατία της κουλτούρας", με αυστηρή ιεραρχία και εναλλασσόμενους ρόλους. Μαζί με τις επιστολές των δύο λογοτεχνών που αναφέρθηκαν δημοσιεύεται στην έκδοση και το κείμενο του Ζαμιάτιν Φοβάμαι, όπου ο συγγραφέας εκφράζει την ανησυχία του για το μέλλον της ρωσικής λογοτεχνίας, τονίζοντας πως αυτή δεν μπορεί να δημιουργηθεί από υπαλλήλους του Κόμματος που "συνθέτουν ύμνους και πετάνε λάσπη στη διανόηση". 

Η αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες, ονειροπόλοι, επαναστάτες και αμφισβητίες.[...] Φοβάμαι πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική λογοτεχνία όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος. Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη, φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της. 

Στις επιστολές που απευθύνουν οι λογοτέχνες στον Στάλιν, ο αναγνώστης διαβάζει την απελπισία στα λόγια εκείνων που θέλησαν “να υπηρετήσουν μεγάλες ιδέες, χωρίς να υποτάσσονται σε μικρούς ανθρώπους”.

***

[1] N.N Grin, Αναμνήσεις για τον Αλεξάντρ Γκριν, Μόσχα 2015. Στο: Αλεξάντρ Γκριν, Πορφυρά πανιά (μετάφραση: Ιοκάστη Καμμένου, επίμετρο: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Κίχλη, Αθήνα 2013.

[2] Από τα κείμενα ανακρίσεων του Δανιήλ Χαρμς. Στο: Δανιήλ Χαρμς, Γαλάζιο τετράδιο (επιλογή-μετάφραση-χρονολόγιο-σημειώσεις: Ροδούλα Παππά), Νεφέλη, Αθήνα 2017.

[3] Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ - Γεβγκένι Ζαμιάτιν, Επιστολές στον Στάλιν (πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Άγρα, Αθήνα 2020. 


Παρασκευή 28 Φεβρουαρίου 2020

Άλκη Ζέη: Αναμνήσεις από την Τασκένδη ΙΙ

Τασκένδη, 1956


Έγινε το 20ό συνέδριο και ξαφνικά ο κήπος αυτός κι όλο το σπίτι μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Στο 20ό συνέδριο  του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ένωσης ο Στάλιν, που σαν πέθανε το 1953 τον έκλαψε όλη η Σοβιετική Ένωση, για να μην πω όλος ο προοδευτικός κόσμος πάνω στη γη, γκρεμίστηκε από το βάθρο του. Μάθαμε για εγκλήματα, για στρατόπεδα συγκέντρωσης. Βέβαια, στην  Τασκένδη τα νέα έφταναν πιο αργά και τμηματικά. 

Σε ένα μεγάλο θέατρο ετοίμαζαν μια γιορτή για τον Ζαχαριάδη και ξαφνικά θόρυβος και αναμπουμπούλα. Διαδίδεται πως ο Ζαχαριάδης έφυγε κρυφά. Ο κόσμος σκορπίζεται, τρέχει στις πολιτείες του και πολλοί στην 14η, που βρίσκεται η διοίκηση του Κ.Κ Τασκένδης, να μάθουν τι συμβαίνει. Η κεντρική επιτροπή έχει ταμπουρωθεί στο κτίριο που είναι τα γραφεία. Ο κόσμος που είναι μαζεμένος απ' έξω φωνάζει: "Να φύγετε, να φύγετε. Τώρα θα τα μάθουμε όλα, γιατί μας φέρατε ως εδώ". Οι ταμπουρωμένοι πετάνε από τα παράθυρα τούβλα και καρεκλοπόδαρα. Μα και οι κάτω αρχίζουν να δέρνονται μεταξύ τους. Άγριο ξύλο. "Πώς τολμάτε να βρίζετε τον αρχηγό!" Αμέσως χωρίζονται σε ζαχαριαδικούς και αντιζαχαριαδικούς. 

Η Άλκη Ζέη στην Πράγα
Ήρθε στο σπίτι μας ο Ιάκωβος που έμενε στο διπλανό μας δωμάτιο και μας έφερε τα νέα. "Σκοτώνονται στη δέκατη τέταρτη πολιτεία". Κι εκεί, στον ήρεμο κηπάκο μας, παραταχτήκαμε ξαφνικά σε δυο στρατόπεδα. Ζαχαριαδικοί και αντιζαχαριαδικοί, δηλαδή δογματικοί και αντιδογματικοί. Οι μισοί πιστέψαμε πως αρχίζει καινούργια ζωή και οι άλλοι θέλανε με πείσμα να κρατηθούν σε ό,τι και σε όποιον πιστέψανε ως τα τώρα. Ο Γιώργος πήγε στους φίλους μας, τους καθηγητές τους Σοβιετικούς, να μάθει τα νέα και τα έμαθε, για τον Στάλιν, τα στρατόπεδα, και τότε αυτοί ομολόγησαν πως ήταν εξορία στην Τασκένδη. 

Γύρισε γρήγορα γιατί ανησυχούσε. Στους δρόμους οι δικοί μας δέρνονται, η αστυνομία τα έχει χάσει και μαζεύει να περιθάλψει τους δαρμένους. Οι Ουζμπέκοι, αυτοί πια τα έχασαν εντελώς. Είχαν τους Έλληνες για φιλήσυχο λαό, με τα τραγούδια τους και τις γιορτές τους. Τι πάθανε ξαφνικά; Τι πάθαμε; 

Μεσάνυχτα. Στο σπίτι μας μπαινοβγαίνει κόσμος. Ο Ζαχαρίας, ο Γιαννίδης και όλο το θεατρικό τμήμα, που όλοι είναι αντιδογματικοί. Οι πόρτες όλων των δωματίων είναι ανοιχτές. Μπαινοβγαίνει ο ένας στο δωμάτιο του άλλου και βρίζονται. Στο δικό μας έρχονται και βρίζουν. Βρίζουν εμένα δηλαδή. Τον Γιώργο τον σέβονται όλοι. Ήρθε και η Κλάρα που θυμήθηκε πως, όταν ήρθα στην Τασκένδη, της πήρα το δωμάτιό της. Ποια νομίζω ότι είμαι. Αυτή πολέμησε στο βουνό και έχει και τραύμα. Εγώ που κατέφτασα σαν κυρία και ρώτησα πού είναι το μπάνιο; Έκανε να με αρπάξει από τα μαλλιά, μα τη σταμάτησαν οι άλλοι κι ο Γιώργος την έβγαλε από το δωμάτιο. Ξαφνικά η κόρη μου, τεσσάρων μηνών, άρχισε να κλαίει, ξέχασα να τη θηλάσω! Η νύχτα προχωράει, μα κανείς δε λέει να φύγει. 

***

[1] Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής των ΕλλήνωνΑθήνα 2011.

Άλκη Ζέη: Αναμνήσεις από την Τασκένδη Ι


Κόσμος παράξενος κυκλοφορεί, σαν να βγήκαν από παραμύθια της Χαλιμάς. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με καφτάνια πολύχρωμα. Κοπέλες με τα μαλλιά πλεγμένα σε αμέτρητες κοτσίδες. Όλοι με λοξά μάτια και εξογκωμένα μήλα. Οι Ουζμπέκοι. Ανάμεσά τους άλλος κόσμος, ξανθοί και γαλανομάτηδες με παλιομοδίτικα ρούχα και οι περισσότερες γυναίκες, φορούν παπούτσια χοντροτάκουνα κι αυτά που φορούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο. Είναι Ρώσοι. 

Εκτός από την κεντρική λεωφόρο και λιγοστούς δρόμους ακόμα που είναι ασφαλτοστρωμένοι, οι υπόλοιποι είναι χωματόδρομοι. Μεγάλα άχαρα κτίρια που μοιάζουν περισσότερο με στρατώνες. Στην κεντρική πλατεία, όμως, ένα τεράστιο δαντελωτό κτίριο, η Όπερα. Πιο πέρα η παλιά πόλη με μικρά σπίτια από πλίνθες, τριγυρισμένα όμως από κηπάκια γεμάτα λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα και λαχανικά. Ακόμα σε μικρές πλατείες υπάρχουν κάτι ξύλινα περίπτερα με σκεπή και κολόνες. Οι ταϊχανάδες, όπως τους λένε, που αντιστοιχούν με τα δικά μας καφενεία. Κατάχαμα κάθονται άντρες με μακριές γενειάδες, φορούν καφτάνια σφιγμένα στη μέση, ανοιχτά μπροστά, αφήνοντας το στήθος γυμνό, χειμώνα καλοκαίρι. Στο χέρι κρατούν μια κούπα με αχνιστό τσάι και με το άλλο διώχνουν νωχελικά τις μύγες. 

Ένα πρωί, ξύπνησαν οι Ουζμπέκοι και είδαν ξαφνικά έναν περίεργο λαό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, πολλοί άντρες, λιγότερες γυναίκες, όλοι ντυμένοι στρατιωτικά να μιλούν μια παράξενη γλώσσα που σε τίποτα δεν θύμιζε όλες όσες είχαν ακούσει, που δεν ήταν και λίγες. 

Η Άλκη Ζέη στη Ρώμη (1952-1954)
Περίπου δεκαπέντε χιλιάδες υπολογίζουν τους Έλληνες που έφτασαν στην Τασκένδη. Τους μοίρασαν σε 14 πολιτείες όπως τις έλεγαν. Κάθε πολιτεία περιμαντρωμένη σαν στρατόπεδο και μέσα είχε ομοιόμορφα τσιμεντένια κτίρια. Τα είχαν παλιά για Γιαπωνέζους αιχμαλώτους. Τα περιποιήθηκαν όσο μπορούσαν για να δεχτούν δεκαπέντε χιλιάδες κόσμο. Βέβαια έμεναν πολλοί σε κάθε δωμάτιο, μα βρήκαν κρεβάτια με καθαρά σεντόνια. Τα αντρόγυνα έμεναν τρία τρία και χώριζαν τα κρεβάτια και λίγο χώρο ακόμα ίσα ίσα να χωρά μια καρέκλα, με κρεμασμένες κουβέρτες. 

Οι περισσότεροι ήταν από χωριά της Ελλάδας, λίγοι από πιο μεγάλες πόλεις και μετρημένοι στα δάχτυλα Αθηναίοι. Τον πρώτο καιρό κυκλοφορούσαν με στρατιωτικά. Τους έδωσαν ρούχα, μα ίσως ένιωθαν πως ντυμένοι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να φύγουν με το πρώτο πρόσταγμα, να γυρίσουν στην Ελλάδα. Δεν είχαν παραδεχθεί πως είχαν νικηθεί. Οι γυναίκες, μάλιστα, δεν ήθελαν καθόλου να βγάλουν τα στρατιωτικά και αναγκάστηκαν οι Σοβιετικοί να πούνε στην καθοδήγηση των Ελλήνων της Τασκένδης να δώσει εντολή να φορέσουν το φόρεμα και το πανωφόρι που πρόσφεραν σε κάθε γυναίκα. "Μ' αυτό το φόρεμα γεννήθηκε η γυναίκα μέσα μας", μου διηγήθηκε η Έλλη, μια γυναίκα από τη Νάουσα. "Όσες ήξεραν να ράβουν διόρθωναν πάνω μας τα φουστάνια που μας έδωσαν. Πολλές ήταν στο βουνό δύο και τρία χρόνια. Τα μαλλιά κοτσίδες, πού καιρός για χτένισμα. Αρχίσαμε να κόβουμε τα μαλλιά μας, να τα τυλίγουμε σε ρολά, να περιποιόμαστε". 

Η Τασκένδη είχε πολλά εργοστάσια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή και επεξεργασία βαμβακιού. Υπήρχε εργοστάσιο, εκκοκκιστήριο, υφαντουργείο, κλωστοϋφαντουργείο, αλλά και εργοστάσιο για ράδιο, λάμπες αεροπλάνων, υποβρυχίων. Εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας, εργοστάσιο παραγωγής μπύρας, σαμπάνιας και άλλα πολλά. Το Ουζμπεκιστάν είναι πλούσιο σε πρώτες ύλες, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πλούσιο σε γεωργικά προϊόντα. 

Εγώ έφτασα στην Τασκένδη τον Απρίλη του 1954. Ύστερα από δύο χρόνια που έμεινα στη Ρώμη περιμένοντας τη σοβιετική βίζα. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως αν ήθελε ο Ζαχαριάδης θα μιλούσε στους Σοβιετικούς και θα την έπαιρνα σε λίγες μέρες. Αλλά δεν μίλησε γιατί ο Γιώργος δεν ήτανε από τους κολλητούς του. 

Μια φορά τον συνάντησα στη ζωή μου τον Ζαχαριάδη, λίγο αφού έφτασα στην Τασκένδη. Ήρθε για ένα συνέδριο. Καθόμουνα κοντά στον διάδρομο, στην αίθουσα του συνεδρίου. Ο Ζαχαριάδης πέρασε από δίπλα μου. Κάποιος φαίνεται τον πληροφόρησε ποια είμαι. Κοντοστάθηκε, με κοίταξε και είπε: "Σου ψήσαμε το ψάρι στα χείλι για να σε φέρουμε". 

***

[1] Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Ευρώπη, Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, Αθήνα 2011.

Δευτέρα 5 Νοεμβρίου 2018

Δανιήλ Χαρμς

"Η ζωή σαν έργο τέχνης"

Ο Χβιλικέφσκι έτρωγε ξινόμουρα, προσπαθώντας να μην ξινίζει τα μούτρα του. Περίμενε ότι όλοι θα λέγανε:"Τι δυνατός χαρακτήρας!". Αλλά δεν είπε κανείς τίποτε. 

Δανιήλ Χαρμς, ποιητής. Γεννήθηκε στην Αγία Πετρούπολη το 1905. Γιος ευγενών. Απείθαρχος και ανυπάκουος, αποβλήθηκε από το γερμανικό γυμνάσιο όπου φοιτούσε, και τελείωσε το σχολείο στο γυμνάσιο που διηύθυνε η θεία του. Συνελήφθη για πρώτη φορά από το σοβιετικό καθεστώς το 1925 για την απαγγελία ποιήματος του αντιφρονούντος ποιητή Νικολάι Γκουμιλιόφ. Ήρθε σε επαφή με την ποίηση Ζαούμ μια απόπειρα δημιουργίας ποιητικής γλώσσας αποτελούμενης μόνο από φθόγγους και φωνήματα, που είχε στόχο να εκφράσει "τον ίλιγγο του ανθρώπου που προσπαθεί να σκαρφαλώσει στις απότομες πλαγιές των κοινωνικών πειραμάτων". 

Συμμετείχε σε ομάδα αριστερών πρωτοποριακών ποιητών. Στο δοκίμιό του "Αντικείμενα και μορφές" γράφει τη φράση "Η πέμπτη σημασία του ντουλαπιού είναι ντουλάπι" και έτσι προκύπτει το σλόγκαν της ομάδας "Η τέχνη είναι ντουλάπι". Τον Οκτώβριο του 1928 ίδρυσε την "Ένωση Πραγματικής Τέχνης " Ουμπεριού. 

Οι Ουμπεριού είναι άνθρωποι "πραγματικοί και συγκεκριμένοι μέχρι το μεδούλι", "τίμιοι εργάτες της τέχνης τους", που "διευρύνουν και εμβαθύνουν τη σημασία του αντικειμένου και της λέξης", δημιουργούν "όχι μόνο μια καινούργια ποιητική γλώσσα" αλλά και μια "καινούργια αίσθηση της ζωής και των αντικειμένων της". Τονίζεται ως υπέρτατη αρχή η πολυφωνία και η ύπαρξη διαφορετικών τάσεων στο εσωτερικό της ομάδας. Η ομάδα αποστασιοποιείται από το ρεαλισμό που προωθείται από το σοβιετικό κράτος. 

Παρόλο που δεν έχει πραγματοποιηθεί ακόμη το Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, όπου ο Ζντάνοφ διατύπωσε τους κανόνες του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, στις αρχές της δεκαετίας του 1930 η σοβιετική τέχνη δεν θύμιζε σε τίποτα πια το πρωτοποριακό ξεκίνημά της. Ο Χαρμς  δεν μπορούσε να ζήσει από την ποίηση και βιοποριζόταν αποκλειστικά από τη συγγραφή βιβλίων παιδικής λογοτεχνίας.

Παιδικό εικονογραφημένο βιβλίο του Δανιήλ Χαρμς

Η ομάδα Ουμπεριού έκανε την τελευταία εμφάνισή της στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Αργότερα, τα μέλη της κατηγορήθηκαν από το σταλινικό καθεστώς για παραίτηση από τη ζωή, ασυνάρτητη ποίηση, ανόητες δακτυλουργίες που υπονομεύουν τη δικτατορία του προλεταριάτου. "Αντιδραστικοί τσιρκολάνοι", "λογοτέχνες-χούλιγκαν" και ταξικοί εχθροί δεν χωρούσαν στο σοβιετικό καθεστώς. Ο Χαρμς επίσης κατηγορήθηκε για συμμετοχή σε παράνομη ένωση λογοτεχνών και αντισοβιετική δράση:

Δουλειά μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό προσανατολισμό και το ζήτημα που με απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο είναι: η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον τομέα της λογοτεχνίας δεν είμαι σύμφωνος με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ, ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν σήμερα, την ελευθερία του λόγου τόσο για την προσωπική μου δημιουργία, όσο και για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην ίδια λογοτεχνική ομάδα. 

Λίγο αργότερα, ο άλλοτε υπερασπιστής της καλλιτεχνικής ελευθερίας Μαξίμ Γκόρκι έγινε δεξί χέρι του Ζντάνοφ και πρόεδρος της Σοβιετικής Ένωσης Συγγραφέων, διατυπώθηκαν σαφώς οι αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και ο Χαρμς εξορίστηκε στο Κουρσκ.

Ό,τι έγραψα ως τώρα το έγραψε ένας άνθρωπος. Αν ο Θεός δώσει να ζήσω κάτι άλλο, θα ξαναγράψω. Κι ό,τι γράψω θα το γράψει ένας άλλος άνθρωπος. 

Τα επόμενα χρόνια ο Χαρμς υποφέρει από την πείνα και τις κακουχίες και επιβιώνει πουλώντας τα πράγματά του. Στις επιστολές του σε φίλους και συντρόφους του ποιητές παρακαλεί να του στείλει ο Θεός τον θάνατο: "Απορώ με τη δύναμη των ανθρώπων. Ορίστε, είναι κιόλας 12 Ιανουαρίου 1938. Η κατάστασή μας έχει χειροτερέψει πάρα πολύ, κι όμως συνεχίζουμε. Θεέ μου, στείλε μας γρήγορα το θάνατο". 

Έτσι αρχίζει η πείνα:
Το πρωί ξυπνάς καλοδιάθετος, 
Μετά νιώθεις αδύναμος,
Μετά αρχίζει η πλήξη, 
Μετά αρχίζεις να χάνεις
τη δύναμη της γρήγορης σκέψης -
Μετά έρχεται η γαλήνη
Και μετά αρχίζει η φρίκη. 

Παρόλο που δεν είχε διαπράξει καμία ενέργεια κατά της σοβιετικής εξουσίας, ο Δανιήλ Χαρμς πέθανε το 1942 στην ψυχιατρική πτέρυγα των φυλακών Κρεστί, κατά πάσα πιθανότητα από ασιτία. Είχαν προηγηθεί περίπου δέκα χρόνια πείνας, φυλάκισης και εξορίας. 

Στα γραπτά αυτού του τόσο μεγάλου και τόσο διαφορετικού συγγραφέα μπορεί να βρει κανείς ιστορίες, μικρά και μεγαλύτερα διηγήματα, ποιήματα, επιστολές, αφορισμούς και αποσπάσματα ημερολογίων που μιλούν για τα πάντα: τα παιδιά, τη γυναίκα, τη λογοτεχνία, τον θάνατο, τον χρόνο, τον τόπο, το εδώ, το εκεί, το παρελθόν, το παρόν, το υπαρκτό και το μη υπαρκτό, την τέχνη και τη ζωή, την εξυπνάδα και τη βλακεία. 

- Ένας κόσμος που αποτελείται από κάτι ενιαίο, ομοιογενές και συνεχές δεν μπορεί να ονομαστεί υπαρκτός, διότι σε έναν τέτοιο κόσμο δεν υπάρχουν μέρη και, αφού δεν υπάρχουν μέρη, δεν υπάρχει και όλον. 
- Ο χρόνος είναι κατ'ουσίαν ενιαίος, ομοιογενής και συνεχής, και συνεπώς δεν υπάρχει. 
- Ο χώρος είναι κατ'ουσίαν ενιαίος, ομοιογενής και συνεχής, και συνεπώς δεν υπάρχει. 
- Μόλις ωστόσο ο χώρος και ο χρόνος έρθουν σε κάποιου είδους σχέση μεταξύ τους, καθίστανται εμπόδιο ο ένας για τον άλλο και αρχίζουν να υπάρχουν. 

Δεκάδες σελίδες ακροβατικών κι όμως απόλυτα λογικών συλλογισμών οδηγούν τον αναγνώστη στο να ανακαλύψει λίγο λίγο τι είναι ζωή και να καταλήξει στο συμπέρασμα πως το παρόν είναι η μόνη διάσταση που υπάρχει αποκλειστικά ως εμπόδιο που δεν επιτρέπει στο παρελθόν να μετατραπεί σε μέλλον. 

Πολλά διηγήματα αφιερώνονται στην ξετσιπωσιά της γυναίκας, της οποίας ο αφηγητής φαίνεται πως είναι γνώστης, λάτρης και κατήγορος:

"Όμως", είπε ο Ζολοτογκρόμοφ, "η πληθωρικότητα και μια κάποια έλλειψη καθαριότητας είναι ό,τι αξίζει σε μια γυναίκα!"

Έχω μελετήσει επί μακρόν τις γυναίκες και μπορώ πλέον να πω ότι τις ξέρω σαν κάλπικη δεκάρα. Πάνω απ' όλα, στη γυναίκα αρέσει να μην την προσέχουν. Δεν πα να στέκεται μπροστά σου ή να βαριαναστενάζει; Εσύ κάνε ότι τίποτα δεν ακούς και τίποτα δεν βλέπεις, και φέρσου σαν να είσαι μόνος σου στο δωμάτιο. Αυτό ερεθίζει τρομερά τη γυναικεία περιέργεια. Και μια περίεργη γυναίκα είναι ικανή για όλα. 

Γεμάτες πίκρα και σαρκασμό είναι οι αναφορές του ποιητή στα παιδιά. Ένας άνθρωπος που έζησε εκδίδοντας βιβλία παιδικής λογοτεχνίας φαίνεται πως μίσησε τα παιδιά όσο λίγοι. Δεν καταλαβαίνω, γράφει ο Χαρμς, γιατί εκτιμούμε όσους αγαπούν τα παιδιά. Δεν λέμε ποτέ για κάποιον ότι είναι καλός άνθρωπος επειδή του αρέσουν τα έμβρυα, ή επειδή του αρέσει η αφόδευση. Τον λέμε όμως καλό άνθρωπο επειδή του αρέσουν τα παιδιά.  "Είναι πολύ βάναυσο να εξοντώνει κανείς παιδιά. Έλα όμως που κι αυτά κάτι πρέπει να τα κάνεις!"

Μ' ενδιαφέρουν μόνο οι "ανοησίες": μόνο ό,τι δεν έχει καμία πρακτική σημασία. Μ' ενδιαφέρει η ζωή μόνο στις παράλογες εκφάνσεις της. Ηρωισμός, πάθος, γενναιότητα, ηθική, υγιεινή, καθωσπρεπισμός, τρυφερότητα και μανία με τα τυχερά παιχνίδια μού είναι λέξεις και συναισθήματα απεχθή. Κατανοώ όμως και σέβομαι απόλυτα: τον ενθουσιασμό και την έκσταση, την έμπνευση και την απόγνωση, τον πόθο και την εμμονή, την ακολασία και την αγνότητα, τη θλίψη και τον πόνο, τη χαρά και το γέλιο. 

Ο Δανιήλ Χαρμς υπήρξε μια σπάνια μορφή της ρωσικής λογοτεχνίας. Στο "Γαλάζιο τετράδιο" συναντά κανείς λαχταριστούς λογοτεχνικούς πειραματισμούς, σελίδες άλλοτε γραμμένες με πρωτοφανή ευαισθησία και άλλοτε με εντυπωσιακό κυνισμό. Όλες τους όμως αποτελούν δημιουργήματα ενός πρωτοπόρου καλλιτέχνη, καχύποπτου απέναντι σε κάθε είδους βολική και τακτοποιημένη ζωή. Ενός ανθρώπου που δεν βρήκε αληθινό νόημα σε τίποτε άλλο πέρα από την τέχνη. Η τέχνη ήταν στη ζωή του ένας "ελιγμός ευτυχίας, ώστε να υπάρχει κάπως αναπαυτικά δυστυχισμένος"[1]

Χρειάζεται άραγε ο άνθρωπος τίποτε άλλο εκτός απ' τη ζωή και την τέχνη; Πιστεύω πως όχι: δεν χρειάζεται τίποτε άλλο, απ' αυτά τα δύο προκύπτει καθετί αληθινό. 

***


[1] Στίχος από ποίημα του Νίκου Καρούζου. 
[2] Δανιήλ Χαρμς, Το γαλάζιο τετράδιο (μτφρ. Ροδούλα Παππά), Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2010.


Κυριακή 14 Οκτωβρίου 2018

Υπερασπίζοντας την ελευθερία


Τουλάχιστον θα προσπαθήσουμε να μείνουμε πιστοί στην Ουγγαρία, όπως υπήρξαμε στην Ισπανία. Μέσα στη σημερινή μοναξιά της Ευρώπης, δεν έχουμε παρά μόνο έναν τρόπο για να το κάνουμε -δηλαδή, να μην προδώσουμε ποτέ, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, εκείνο για το οποίο πέθαναν οι Ούγγροι μαχητές και να μη δικαιώσουμε ποτέ, έστω κι έμμεσα, είτε στο εσωτερικό είτε στο εξωτερικό, εκείνο που τους σκότωσε. 
Η ακούραστη εμμονή στην ελευθερία και την αλήθεια, η κοινότητα του εργάτη και του διανοούμενου (οι οποίοι εξακολουθούν να αντιμάχονται ηλίθια ο ένας τον άλλο, σύμφωνα με τους σκοπούς της τυραννίας που θέλει να τους κρατάει διαιρεμένους) και, τέλος, η πολιτική δημοκρατία σαν αναγκαία κι αναπόσπαστη (αν κι οπωσδήποτε όχι αρκετή) προϋπόθεση της οικονομικής δημοκρατίας -να τι υπεράσπιζε η Βουδαπέστη. Και κάνοντάς το αυτό, η μεγάλη εξεγερμένη πόλη θύμισε στη Δυτική Ευρώπη την ξεχασμένη αλήθεια και το μεγαλείο της. Ξέφυγε από κείνο το παράξενο αίσθημα κατωτερότητας που εξουθενώνει τους περισσότερους απ' τους διανοουμένους μας, αλλά που εγώ, στα σίγουρα, αρνιέμαι να αιστανθώ.[1]

[Από λόγο του Αλμπέρ Καμύ, 18 Μάρτη 1957]


***

[1] Αλμπέρ Καμύ, Ούτε δήμιοι ούτε θύματα, Ελεύθερος Τύπος, Αθήνα 1979.
[2] Η φωτογραφία είναι του Δανού φωτογράφου Vagn Hansen, που κάλυψε τα γεγονότα της Βουδαπέστης τον Οκτώβριο του 1956.