Κόσμος παράξενος κυκλοφορεί, σαν να βγήκαν από παραμύθια της Χαλιμάς. Άντρες και γυναίκες ντυμένοι με καφτάνια πολύχρωμα. Κοπέλες με τα μαλλιά πλεγμένα σε αμέτρητες κοτσίδες. Όλοι με λοξά μάτια και εξογκωμένα μήλα. Οι Ουζμπέκοι. Ανάμεσά τους άλλος κόσμος, ξανθοί και γαλανομάτηδες με παλιομοδίτικα ρούχα και οι περισσότερες γυναίκες, φορούν παπούτσια χοντροτάκουνα κι αυτά που φορούσαν στην Ελλάδα πριν από τον πόλεμο. Είναι Ρώσοι.
Εκτός από την κεντρική λεωφόρο και λιγοστούς δρόμους ακόμα που είναι ασφαλτοστρωμένοι, οι υπόλοιποι είναι χωματόδρομοι. Μεγάλα άχαρα κτίρια που μοιάζουν περισσότερο με στρατώνες. Στην κεντρική πλατεία, όμως, ένα τεράστιο δαντελωτό κτίριο, η Όπερα. Πιο πέρα η παλιά πόλη με μικρά σπίτια από πλίνθες, τριγυρισμένα όμως από κηπάκια γεμάτα λουλούδια, κυρίως τριαντάφυλλα και λαχανικά. Ακόμα σε μικρές πλατείες υπάρχουν κάτι ξύλινα περίπτερα με σκεπή και κολόνες. Οι ταϊχανάδες, όπως τους λένε, που αντιστοιχούν με τα δικά μας καφενεία. Κατάχαμα κάθονται άντρες με μακριές γενειάδες, φορούν καφτάνια σφιγμένα στη μέση, ανοιχτά μπροστά, αφήνοντας το στήθος γυμνό, χειμώνα καλοκαίρι. Στο χέρι κρατούν μια κούπα με αχνιστό τσάι και με το άλλο διώχνουν νωχελικά τις μύγες.
Ένα πρωί, ξύπνησαν οι Ουζμπέκοι και είδαν ξαφνικά έναν περίεργο λαό να κυκλοφορεί ανάμεσά τους, πολλοί άντρες, λιγότερες γυναίκες, όλοι ντυμένοι στρατιωτικά να μιλούν μια παράξενη γλώσσα που σε τίποτα δεν θύμιζε όλες όσες είχαν ακούσει, που δεν ήταν και λίγες.
Η Άλκη Ζέη στη Ρώμη (1952-1954) |
Οι περισσότεροι ήταν από χωριά της Ελλάδας, λίγοι από πιο μεγάλες πόλεις και μετρημένοι στα δάχτυλα Αθηναίοι. Τον πρώτο καιρό κυκλοφορούσαν με στρατιωτικά. Τους έδωσαν ρούχα, μα ίσως ένιωθαν πως ντυμένοι στρατιώτες ήταν έτοιμοι να φύγουν με το πρώτο πρόσταγμα, να γυρίσουν στην Ελλάδα. Δεν είχαν παραδεχθεί πως είχαν νικηθεί. Οι γυναίκες, μάλιστα, δεν ήθελαν καθόλου να βγάλουν τα στρατιωτικά και αναγκάστηκαν οι Σοβιετικοί να πούνε στην καθοδήγηση των Ελλήνων της Τασκένδης να δώσει εντολή να φορέσουν το φόρεμα και το πανωφόρι που πρόσφεραν σε κάθε γυναίκα. "Μ' αυτό το φόρεμα γεννήθηκε η γυναίκα μέσα μας", μου διηγήθηκε η Έλλη, μια γυναίκα από τη Νάουσα. "Όσες ήξεραν να ράβουν διόρθωναν πάνω μας τα φουστάνια που μας έδωσαν. Πολλές ήταν στο βουνό δύο και τρία χρόνια. Τα μαλλιά κοτσίδες, πού καιρός για χτένισμα. Αρχίσαμε να κόβουμε τα μαλλιά μας, να τα τυλίγουμε σε ρολά, να περιποιόμαστε".
Η Τασκένδη είχε πολλά εργοστάσια. Οι κάτοικοι ασχολούνταν κυρίως με την παραγωγή και επεξεργασία βαμβακιού. Υπήρχε εργοστάσιο, εκκοκκιστήριο, υφαντουργείο, κλωστοϋφαντουργείο, αλλά και εργοστάσιο για ράδιο, λάμπες αεροπλάνων, υποβρυχίων. Εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας, εργοστάσιο παραγωγής μπύρας, σαμπάνιας και άλλα πολλά. Το Ουζμπεκιστάν είναι πλούσιο σε πρώτες ύλες, φυσικό αέριο, πετρέλαιο, πλούσιο σε γεωργικά προϊόντα.
Εγώ έφτασα στην Τασκένδη τον Απρίλη του 1954. Ύστερα από δύο χρόνια που έμεινα στη Ρώμη περιμένοντας τη σοβιετική βίζα. Πολύ αργότερα κατάλαβα πως αν ήθελε ο Ζαχαριάδης θα μιλούσε στους Σοβιετικούς και θα την έπαιρνα σε λίγες μέρες. Αλλά δεν μίλησε γιατί ο Γιώργος δεν ήτανε από τους κολλητούς του.
Μια φορά τον συνάντησα στη ζωή μου τον Ζαχαριάδη, λίγο αφού έφτασα στην Τασκένδη. Ήρθε για ένα συνέδριο. Καθόμουνα κοντά στον διάδρομο, στην αίθουσα του συνεδρίου. Ο Ζαχαριάδης πέρασε από δίπλα μου. Κάποιος φαίνεται τον πληροφόρησε ποια είμαι. Κοντοστάθηκε, με κοίταξε και είπε: "Σου ψήσαμε το ψάρι στα χείλι για να σε φέρουμε".
***
[1] Έλληνες
πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική
Ευρώπη,
Πρακτικά Ημερίδας, Ίδρυμα της Βουλής
των Ελλήνων,
Αθήνα
2011.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου