Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθανάσιος Γκράβαλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αθανάσιος Γκράβαλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 25 Ιουνίου 2014

Χαλάσματα


Σάν ἕνα σπίτι ρημάξει καί γκρεμνιστεῖ καί φυτρώσουν χορτάρια στά θεμέλιά του καί δέν μείνει πέτρα πάνω στήν πέτρα, τό λένε χάλασμα. Τότες οἱ γειτόνοι ρίχνουν τά σκουπίδια τους μέσα σ΄αυτό καί μαζεύουνται καί τά μωρά καί παίζουν. Τά θεμέλια δεν λένε τίποτε ποτές κι οὔτε ρωτοῦν τίποτε τά μωρά πού παίζουν μέ δυνατές φωνές καί τό κάνουν τό χάλασμα νά ζωντανεύει κι αὐτό, ὅπως τά μάγουλά τους πού γίνουνται κατακόκκινα, κνικάτα. [...]
Ἔτσι ἔσβησε τό σπίτι τῆς Ματζουράνενας κι ἔγινε ἀλάνι καί χάλασμα. Μάδησε πέτρα προς πέτρα ὥς τά θεμέλια κι ἔγινε ἴσιωμα καί φύτρωσαν χορτάρια ἀπάνω του, κι ἔγινε τόπος γιά νά πετᾶν τά σκουπίδια οἱ γειτόνοι καί νά παίζουν μέσα τ'ς ἀμάδες τά μωρά μέ τά κόκκινα μάγουλα. 
Μόνο τή νύχτα τό χάλασμα τῆς Ματσουράνενας ἦταν βουβό. 
Σάν περνοῦσαν τότε ἀπό κεῖ τά μωρά κάναν τό σταυρό τους καί λέγανε "Ἰησούς Χριστός νικᾶ", καί τραγουδούσανε φωναχτά γιά νά πιστέψουν  πώς δέν φοβᾶνται. 

Η επαρχία έχει γεμίσει χαλάσματα. Σπίτια γκρεμισμένα, σωριασμένες πέτρες εδώ κι εκεί θυμίζουν πως κάποτε μέσα τους έζησε μια οικογένεια. Μπορεί να τύχει, ανάμεσα σε κλαδιά, σκουπίδια και περιττώματα, να βρεις μέσα μια παλιά εφημερίδα, ένα σεντούκι, ένα κλειδί, ένα φυτίλι, μια εικόνα. Καλύβια για τα ζώα έχουνε γίνει σωροί από πέτρες, ξυλόφουρνοι χάσκουν μ' ανοιχτό το στόμα κι ένα ξύλινο πορτάκι πεσμένο στο χώμα. 
Και δεν υπάρχουν πια μωρά να τα τρομάξει το γκρεμίδι, να τραγουδήσουν δυνατά περνώντας απ' έξω μια σκοτεινή νύχτα. Κανείς δε σταυροκοπιέται έξω απ' τα χαλάσματα. Περαστικοί και τουρίστες τα φωτογραφίζουν.


Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο:

Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ἡ βασιλές


Ζοῦσε μιά φορά στήν πατρίδα μου ἕνας βασιλές πού τόν ἀγαποῦσαν οὗλοι οἱ ἀνθρῶποι καί οὗλα τά μωρά, πού πάγαινε στό δρόμο μοναχός, δίχως ἀκολουθίες καί τούμπανα. Τοῦτος ὁ δικός μου "βασιλές" ὅριζε ἕνα βασίλειο μεγάλο ὅσο ἡ σκέψη. Γιά σκέπασμα στό θρόνο του εἶχε τόν ἀληθινό οὐρανό καί γιά δύναμή του τῶν ἀνθρώπων τήν ἀγάπη.  [...]

Ὅλη τή ζωή του "ἡ βασιλές" τήν πέρασε ἀπάνου στή θάλασσα. Ἀνάμεσα στα βράχια τῶν γκρέμνων ἀκρογιαλλιῶν πού τά δέρνει πάντα τό κύμα. Ἀνάμεσα στά βράχια καί στές γοῦβες τίς γεμάτες ἀπό καλόγνωμες καί στρείδια και μύδια καί κάθε εἶδος θαλασσινά.
Σπίτι του καί χαρά του μιά βάρκα. 
Μέσα σ'αὐτή ἔζησε ὅλη του τή ζωή. Ἴσως καί νά γεννήθηκε σ'αὐτή, ἴσως καί να γεννηθήκανε κι οἱ δυό τους μαζί. Δέν ξέρω. [...]

Ἡ βασιλές νερό δέν ἔπινε ποτές. Τραβοῦσε μόνο μέ τήν τσότρα κρασί, πού τό 'παιρνε κάθε βράδυ δίνοντας γιά πληρωμή κοροχύλια καί καβούρια και χάβαρα. 
Ὁ Μανώλης ἡ βασιλές πέθανε ὅπως πεθαίνουν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ἀπαράλλαχτα ὅπως πεθαίνει κάθε ζωντανό. 
Ἄπλωσε τή νύχτα κάτω ἀπ' τήν ἀστροφεγγιά τοῦ χειμωνιάτικου οὐρανοῦ τά ποδάρια του, τέντωσε τά χέρια του μέ τίς παλάμες ἀνοιχτές πρός ὅλο τόν κόσμο, ἔσφιξε τά μάτια του καί κοκάλιασε μέ μιά πιθαμή ἀνοιχτό τό στόμα.
Ἡ βάρκα του τόν κουνοῦσε ἔτσι ὅλη τή νύχτα ἀπαράλλαχτα ὅπως τόν κουνοῦσε πάντα ἔτσι καί ζωντανό. 
Τό πρωί τόν βρήκανε κάτι μωρά πού πῆραν σβάρνα τίς ακρογιαλιές γιά νά μαζέψουν κοροχύλια.

Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο: Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[1] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974. 

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Κοντραμπατζήδες




Μέ τόν Μιχάλη τόν Μπούμπα εἴμαστε φίλοι. Τόν ἀγαπῶ ὅπως τόν πλησίον μου καί μ' ἀρέσει νά κουβεντιάζω μαζί του γιά τα παλιά. 
Ὁ Μιχάλης εἶναι παράξενος. Ἔτσι παράξενοι ἤτανε στήν πατρίδα μου ὅλοι οἱ κοντραμπατζῆδες [1]
Γιά τόν Μιχάλη νόμος θα πεῖ ἀταξία. Αφύσικο πράγμα. Μπουνάτσα, κάλμα!
Ὅποιο πράμα τό κυνηγοῦν οἱ χωροφυλάκοι κι ὅποιο πράμα τό Κράτος το τιμωρεῖ, εἶναι πάντα γιά τόν Μιχάλη τό παλικαρίσιο καί τό σωστό. 
Ἡ φυλακή γιά τά παλικάρια. 
Ἔτσι γεννήθηκαν οἱ ἄνθρωποι αὐτοί, ἔτσι πέθαναν, ὅσοι  πέθαναν, κι ἔτσι θά πεθάνουν τό δίχως ἄλλο ὅσοι ἀκόμα ζοῦν.  

[1] κοντραμπατζήδες = λαθρέμποροι της θάλασσας.

Ἀθανάσιος Θ. Γκράβαλης, Τῆς Ματζουράνενας τό χάλασμα καί ἄλλα αφηγήματα, Στιγμή, Αθήνα 1988.


[2] Ο Αθανάσιος Γκράβαλης γεννήθηκε στο Αϊβαλί το 1890. Το 1915 καταδιώχθηκε από το Νεοτουρκικό Κομιτάτο και κατέφυγε πρόσφυγας στη Μυτιλήνη. Το 1918 επιτράπηκε η παλιννόστησή του και επέστρεψε στο Αϊβαλί, αλλά μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε στη Μυτιλήνη οριστικά. Εργάστηκε ως αρθρογράφος και σχολιαστής σε εφημερίδες της Λέσβου. Το μοναδικό του λογοτεχνικό βιβλίο, οι Σπασμένες Κολώνες, εκδόθηκε το 1930 και περιλαμβάνει 42 αφηγήματα. Κάποια από αυτά επανεκδόθηκαν σε ένα βιβλίο από τη σειρά των εκδόσεων Στιγμή "Ασυνήθιστες Ιστορίες", την οποία επιμελήθηκε ο Ε.Χ. Γονατάς. Ο Αθανάσιος Γκράβαλης πέθανε το 1974.