"Ο άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στη Ρωσία πρέπει, χωρίς δισταγμό, να πάει στον Παράδεισο".
Το 1934, στο 1ο
Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών
Συγγραφέων, ο Ζντάνοφ διατύπωσε τις
αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και
με το σύνθημα «Κάψτε τον Ραφαήλ» έριξε
το ανάθεμα στην τέχνη του παρελθόντος. Στο
ίδιο συνέδριο, ο Μαξίμ Γκόρκι, ο άλλοτε αφοσιωμένος υπερασπιστής της
καλλιτεχνικής ελευθερίας και μετέπειτα τυφλός οπαδός του σταλινισμού, ανακοίνωσε ότι ο ρόλος της αστικής τάξης στην
παγκόσμια λογοτεχνία είχε μεγαλοποιηθεί
υπερβολικά και η παγκόσμια κουλτούρα
είχε παρακμάσει
μετά την Αναγέννηση. Ακόμη και το έργο του Τζόυς θεωρήθηκε "σωρός κοπριάς γεμάτης σκουλήκια".
Ο Ζντάνοφ χαρακτήρισε τους αστούς λογοτέχνες "θύματα του
μυστικισμού και του κληρικαλισμού,
καλλιτέχνες που έχουν πουλήσει την πένα
τους στο κεφάλαιο, κλέφτες, χαφιέδες,
πόρνες, αγύρτες". Στον αντίποδα αυτών τοποθέτησε τους ήρωες της σοβιετικής λογοτεχνίας: "τους εργάτες και τις εργάτριες, τους κολχόζνικους και τις κολχόζνικες, τους μηχανικούς, τους νέους κομμουνιστές, τους πιονιέρηδες".[1]
Σ' εκείνα τα χρόνια πάνω κάτω, κάπου ανάμεσα στην άγρια σταλινική περίοδο και τα άθλια χρόνια του Μπρέζνιεφ (δηλαδή κατά τη χορτοφαγική θητεία του Χρουστσόφ), ο ήρωάς μας -γιος δασκάλας που αγαπούσε με πάθος την Αχμάτοβα- φοράει το σήμα της Κομσομόλ στο πέτο του σακακιού του και ορίζεται κριτής λογοτεχνικών έργων στην Γκλαβλίτ. Είναι η μαγική εποχή της αποσταλινοποίησης (που ξανασταλινοποιήθηκε πολύ γρήγορα), η εποχή που ο Τσουχράι σκηνοθετεί τον Τεσσαρακοστό πρώτο και ο Παστερνάκ προτείνεται για το Νόμπελ.
Χωρίς την αποσταλινοποίηση, ο Κατούτσκοφ θα περνούσε τη ζωή του ξεμαθαίνοντας στα κρυφά, απομονωμένος, κι ακόμα πιο εργατικός. Η αποσταλινοποίηση του επέτρεψε να οργανώσει τη θέση του στον κόσμο. Κι όταν θέλησε να υποκαταστήσει το κενό σ' έναν άλλο κόσμο, ο Κατούτσκοφ ανακάλυψε ότι είχε ήδη χτίσει έναν ναό στον σκεπτικισμό, γύρω από τον οποίο είχε υψώσει ένα οχυρό γεμάτο οδοντωτές πολεμίστρες, απ' όπου μπορούσε να παραμονεύει την πορεία του κατακτητή. Ο Κατούτσκοφ ήταν θερμός υποστηρικτής του Χρουστσόφ. Και αυτή η προσπάθεια του τελευταίου να ξεμάθουν οι πάντες σε ολόκληρη την Ένωση έβρισκε ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στον Κατούτσκοφ, που ήταν έξυπνος, διορατικός και είχε φτάσει πια στην ηλικία που ξεμαθαίνουμε προσπαθώντας να γνωρίσουμε.[2]
Ο Κατούτσκοφ απαγορεύει στη μητέρα του να βάλει στο σπίτι τους το Δόκτωρ Ζιβάγκο, αλλά το καταβροχθίζει μετά μανίας σε μια τριήμερη άδειά του, μένοντας με την απορία που κατέλαβε και τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, για ένα έργο που απορρίφθηκε χωρίς πραγματικό λόγο. Η καχυποψία του πρωταγωνιστή για τα λογοτεχνικά γούστα της μητέρας του αυξήθηκε, αλλά αυτό ακριβώς γιγάντωσε την εκτίμηση και την αγάπη που έτρεφε για κείνη.
Είναι τελείως παράλογο ένας συγγραφέας, που πολέμησε ο ίδιος στη μάχη του Στάλινγκραντ, που ήξερε, στην κορύφωση του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, να μας δίνει εγκωμιαστικά άρθρα για τον στρατό μας, να κατασκευάζει πλέον, υπό το πρόσχημα του "ανθρωπισμού", επαίσχυντους παραλληλισμούς ανάμεσα στα βασανιστήρια που υπέμειναν οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ με εκείνα των ναζί.
...γράφει ο Κατούτσκοφ σε αναφορά του για το Ζωή και πεπρωμένο του Γκρόσμαν. Παρόμοιες εκθέσεις συντάσσονται για κάθε "κίβδηλη κατασκευή που διαστρεβλώνει τη σοβιετική πραγματικότητα". Η επίσημη λογοτεχνία, για να παραμείνει επίσημη, ολοένα και χλομιάζει και ο ήρωας βρίσκει καταφύγιο σε απαγορευμένα κείμενα που κατέληγαν στα "γκουλάγκ των λέξεων", πολύ συχνά με απόφαση εκείνων που πρώτοι τα είχαν απολαύσει.
Εν τω μεταξύ, πύραυλοι που είναι έτοιμοι να εκτοξευτούν απειλούν τις ΗΠΑ και την Κούβα, ο αμερικανός πρόεδρος δολοφονείται και ο Χρουστσόφ, παιδί χωρικών και πρώην σιδεράς, γνωμοδοτεί για την απαγόρευση κάθε αφαίρεσης στην τέχνη. Η ίδια χώρα που απαξίωνε την κριτική επιτροπή που έδωσε το Νόμπελ στον Παστερνάκ, την αποθεώνει όταν, λίγα χρόνια αργότερα, προκρίνει το Σολόχοφ.
Ακόμη και σε μια τέτοια εποχή, ο έρωτας διατηρεί τη δύναμη να αλλάζει τις ισορροπίες. Ο Κατούτσκοφ ερωτεύεται την Αγκραφένα και στα σαράντα του χρόνια φτάνει στο σημείο να μη θέλει πια να παίρνει θέση. Δεν είναι πεπεισμένος για τίποτα κι αυτό τον γεμίζει χαρά. Αναθέτει στους άλλους όλα τα μεγάλα ερωτήματα, ξαπλώνει πλάι στη γυναίκα του και διαβάζουν σαμιζντάτ. Ό,τι δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει, ό,τι δεν επιτρέπεται να διαβαστεί. Το νεαρό ζευγάρι βρίσκει στον κρυμμένο κόσμο των σαμιζντάτ κάτι δυσεύρετο: "έναν πραγματικό σεβασμό για τον αναγνώστη, που δεν υπήρχε πια εδώ και καιρό".
Η Αγκραφένα αγαπούσε τα πράγματα με το ένστικτό της. Ούτε τα πρώτα βραβεία ούτε οι γενικοί γραμματείς ούτε η νομενκλατούρα μπορούσαν να την κάνουν να αγαπήσει αυτά που υποτίθεται πως έπρεπε να αγαπά -τα οποία και δεν αγαπούσε.
Στο μυθιστόρημα του Γκρεβεγιάκ –μια μεγάλη τοιχογραφία της καθημερινής ζωής στη Μόσχα από τον θάνατο του Στάλιν μέχρι και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης– νιώθει κανείς πως πρωταγωνιστούν τα γεγονότα. Ένας ποταμός από ιστορικά γεγονότα κυλάει πλάι στην αφήγηση και μοιάζει να τη δυναστεύει. Μέσα από τη ροή τους, όμως, τελικά αναδύονται τα πρόσωπα. Ο έρωτας, οι φιλίες που δοκιμάζονται από το καθεστώς, τα κρυμμένα μυστικά, τα λόγια της κουζίνας, ο τρόπος που οι άνθρωποι επιλέγουν να αντισταθούν ή να δημιουργήσουν, οι ελπίδες και οι ματαιώσεις τους. Οι αποκαλύψεις που αφορούν την προσωπική ζωή συνταράσσουν τον αναγνώστη περισσότερο κι από τα συγκλονιστικά συμβάντα της συνταρακτικότερης περιόδου του 20ού αιώνα.
***
[1] Αντρέι Ζντάνοφ, Για τη λογοτεχνία
για τη φιλοσοφία και για τη μουσική,
Εκδοτικό «Νέα
Ελλάδα»,
1952.
[2] Paul Greveillac, Κόκκινες ψυχές (μτφρ: Στέλα Ζουμπουλάκη), Πόλις, Αθήνα 2021.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου