Ποιος ήταν ο Έλληνας λογοτέχνης που υπέφερε σχεδόν σε όλη του τη ζωή από βαρηκοΐα; Που έχασε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του στην κρίση των "Λαυρεωτικών"; Που υπήρξε θερμός υποστηρικτής του Χαρίλαου Τρικούπη και διετέλεσε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης τον καιρό της πρωθυπουργίας του; Ποιος ήταν ο εκδότης της πολιτικής και σατιρικής εφημερίδας "Ασμοδαίος", ο μεγάλος εχθρός του Άγγελου Βλάχου και του εξαντλημένου αθηναϊκού ρομαντισμού, ο υπονομευτής του ρομαντικού αφηγηματικού κώδικα, ο υπέρμαχος της δημοτικής και αριστοτέχνης της καθαρεύουσας, ο άνθρωπος που ασχολήθηκε με το μυθιστόρημα, το διήγημα, την κριτική, την πολιτική μελέτη, τη μετάφραση, το δοκίμιο, το χρονογράφημα; Ήταν ο Εμμανουήλ Ροΐδης.
***
"Στα 1877 ο Φιλολογικός Σύλλογος "Παρνασσός" (που είχε ιδρυθεί το 1865 και τον αποτελούσαν κυρίως νέοι) καθιέρωνε έναν δικό του δραματικό διαγωνισμό και καλούσε ως κριτή τον γνωστό μας από την Πάπισσα Ιωάννα Εμμανουήλ Ροΐδη. Η κριτική του, απορριπτική για όλα τα έργα που είχαν υποβληθεί, ήταν συνάμα και ένα βαρυσήμαντο δοκίμιο: Περί συγχρόνου ελληνικής ποιήσεως. Ο εισηγητής διαπίστωνε πως η ποίηση τότε στην Ελλάδα δεν υπήρχε, αλλά και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει· έλειπε το κατάλληλο, κατά τη θεωρία του Taine, milieu (που ο Ροΐδης το έλεγε "περιρρέουσα ατμόσφαιρα"). Η Ελλάδα βρισκόταν σ' ένα κρίσιμο μεταίχμιο, είχε εγκαταλείψει την πατροπαράδοτη ζωή, αλλά και δε συμμετείχε ακόμα στο διανοητικό βίο των νεώτερων εθνών· ένα μεταίχμιο διόλου ευνοϊκό για την ποίηση. Από τους ποιητές που ζούσαν, ο Ροΐδης ξεχώριζε μόνο τον Βαλαωρίτη και (περιέργως) τον Παράσχο.
Στο επικριτικό δοκίμιο του Ροΐδη απάντησε ο Άγγελος Βλάχος. Οι δύο συνομιλητές διακρίνονταν και οι δύο για την οξύνοια, την πολυμάθεια και την καλλιέργειά τους. Αλλά ο Βλάχος (1838-1920) είχε περισσότερη εκτίμηση στα κατακτημένα και λιγότερη κριτική οξυδέρκεια. Του έλειπε και η ικανότητα, που την είχε ο Ροΐδης, να οσφραίνεται το καινούριο που πλανιόταν ασχημάτιστο στην ατμόσφαιρα. Εξέφραζε περισσότερο το πνεύμα της παλαιότερης γενιάς· αισθανόταν πως ανήκε στον κόσμο που είχε οργανώσει, στα πενήντα χρόνια που πέρασαν, με κάποια συνέπεια την κοσμοθεωρία του, τη γλώσσα του, την ποίησή του, και δεν είχε τη διάθεση να καταστρέψει τον κόσμο αυτό στον οποίο ανήκε. Νεώτατος, το 1857, είχε δημοσιεύσει την πρώτη του ποιητική συλλογή· ακολούθησαν άλλες το 1860, το 1875. Αλλά ποιητής δεν ήταν· η λογοτεχνία ήταν πιο αδύνατη πλευρά του, ήταν πιο πολύ λόγιος. [...]
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης (1836-1904) ήταν προσωπικότητα διαφορετική. Γεννημένος στη Σύρο, έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Γένοβα, και ανατράφηκε και μορφώθηκε, ως το 1863 που γύρισε οριστικά στην Αθήνα, στο εξωτερικό. Ο κοσμοπολιτισμός σφραγίζει ιδιαίτερα την προσωπικότητά του, το αναμφισβήτητο γούστο του έχει θραφεί σε ξένα πρότυπα. Η λογοτεχνία δεν είναι ασφαλώς η ισχυρότερη πλευρά της προσωπικότητας αυτής, είναι ίσως μάλιστα χαρακτηριστικό πως δεν έγραψε ποτέ του ποιήματα. Είδαμε την πρώτη του νεανική εμφάνιση, την Πάπισσα Ιωάννα· περισσότερο από τη δημιουργική πνοή στο έργο κυριαρχεί μια διάθεση σαρκαστική και ένας ορθολογισμός που φτάνει ως την απιστία· το ύφος είναι σπινθηροβόλο, αλλά και κουραστικό στην επίδειξη πνεύματος. Τα χαρακτηριστικά αυτά και το σκανδαλιστικό θέμα εξασφάλισαν στο έργο μεγάλη επιτυχία· μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, προκάλεσε όμως, όπως και στην περίπτωση του Λασκαράτου, τη βίαιη αντίδραση των συντηρητικών κύκλων και της Εκκλησίας, αντίδραση που ο συγγραφέας δεν την άφησε βέβαια αναπάντητη.
Λογοτεχνικά πιο άρτια είναι μερικά διηγήματα που έγραψε ο Ροΐδης στο τέλος της ζωής του (μετά το 1890), όταν οικονομικές ατυχίες και η βαρηκοΐα του τον οδηγούν σε μιαν απομόνωση και του απαλαίνουν την υπεροπτική του στάση. Δεν είναι διηγήματα "ηθογραφικά", όπως τα περισσότερα της εποχής εκείνης, μολονότι εμπνέονται από τις αναμνήσεις της παιδικής του ζωής στη Σύρο. Η ιδιαίτερη δύναμη του Ροΐδη βρίσκεται όμως στην κριτική, και ως κριτικός άσκησε αναμφισβήτητη επίδραση σε όλη τη νεώτερη γενιά, που τον αναγνώριζε πνευματικό οδηγό. Ύστερ' από την οξύτατη διαμάχη του με τον Βλάχο το 1877, θα είναι από τους πρώτους που θα χαιρετίσει το 1888 το Ταξίδι του Ψυχάρη· και το 1893, για να υποστηρίξει τη δημοτική, θα γράψει (στην καθαρεύουσα!) μια γλωσσική μελέτη, Τα Είδωλα. Ωστόσο, σωστά παρατηρήθηκε πως, με όλη την οξύνοια και το καλλιεργημένο γούστο, λείπει από την κριτική του Ροΐδη η συνθετική ικανότητα, και ακόμα (βασικό προσόν του κριτικού) η συμπάθεια. Ελέγχει χωρίς να οικοδομεί. Αλλά για τους καιρούς εκείνους ο αμείλικτος έλεγχος ήταν, έστω και αυτός μόνο, ευεργετικός".
Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ι' Έκδοση, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1999
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου