Τρίτη 3 Μαρτίου 2015

Πρώιμα βάσανα




Ξέρετε τώρα πώς είναι με τις αναμνήσεις: ποτέ δεν είσαι εντελώς σίγουρος.

Η παιδική ηλικία είναι μια αρμαθιά από αναμνήσεις. Μπορεί να πλησιάζουν περισσότερο τη φαντασία και λιγότερο την πραγματικότητα, αλλά είναι οι αναμνήσεις που φτιάξαμε και επιλέξαμε να μας συντροφεύουν ως επιβεβαίωση ότι υπήρξαμε. Ότι υπήρξαμε γενικώς, ότι υπήρξαμε και ως παιδιά.

H παιδική ηλικία δεν είναι όμως μόνο οι αναμνήσεις μας. Δεν είναι μόνο οι ιστορίες, τα πρόσωπα, οι αφηγήσεις τους, οι δικές μας. Είναι και κάτι πολύ πιο χειροπιαστό. Είναι τα αντικείμενα που αγγίξαμε, που αγαπήσαμε, που παίξαμε στα χέρια μας, που σπάσαμε, που καταστρέψαμε, και -πιο συχνά- που χάσαμε. Είναι οι ξύλινοι στρατιώτες, τα αυτοκινητάκια, οι παλιές κούκλες, τα εικονογραφημένα βιβλία, οι μπάμπουσκες, οι συλλογές με τ' αυτοκόλλητα, τα κρυφά ημερολόγια.  

Βελόνες πλεξίματος, πήλινοι και γυάλινοι βόλοι, μια ραπτομηχανή Σίνγκερ, ένα παιδικό βιβλίο, μια άριστη έκθεση, παιδικά παπλώματα, μια παλιά βαλίτσα. Τέτοια αντικείμενα πρωταγωνιστούν στα "Πρώιμα βάσανα" του Ντανίλο Κις.

Ένας ενήλικας αφηγητής δανείζει τη φωνή του στο παιδί που ήταν κάποτε, και αφηγείται το βίαιο τέλος της παιδικής του ηλικίας λίγο πριν από τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Ή μήπως ένα παιδί δανείζει τη φωνή του στο συγγραφέα που θα γίνει μεγαλώνοντας; Ο Άντι Σαμ ξεκινά αναζητώντας στο δρόμο με τις αγριοκαστανιές το σπίτι που έζησε κάποτε η οικογένειά του. Το σπίτι δεν υπάρχει πια, "τις καστανιές τις έχουν κόψει -ο πόλεμος, οι άνθρωποι ή απλώς ο χρόνος".

Ω, μην ανησυχείτε, κυρία μου, οι αναμνήσεις, βλέπετε. Μετά από τόσα χρόνια όλα χάνονται. Για δέστε: στο μαξιλάρι μου φύτρωσε μια μηλιά, ενώ η ραπτoμηχανή έγινε τριανταφυλλιά. Από τις καστανιές, όμως, καλή μου κυρία, ούτε ίχνος. Είναι επειδή οι καστανιές, κυρία, δεν έχουν δικές τους αναμνήσεις.

Στο πρώτο διήγημα παρουσιάζονται όλα τα πρόσωπα της οικογένειας, αναφέρονται τα βασικά χαρακτηριστικά τους και γύρω από τον πυρήνα της οικογένειας κινούνται ομόκεντρα τα υπόλοιπα διηγήματα της συλλογής. Κυρίαρχο, αλλά τις περισσότερες φορές απόν, είναι το πρόσωπο του πατέρα. Ακόμη πιο κυρίαρχος ο φόβος του αποχωρισμού.

Άκουσα φωνές κάτω απ' το παράθυρο και νόμισα πως είχαν έρθει να σκοτώσουν τον πατέρα μου.

Ο Γιουγκοσλάβος Ντανίλο Κις γεννήθηκε στη Σερβία, έζησε τα παιδικά του χρόνια στην Ουγγαρία και είχε εβραϊκή καταγωγή από την πλευρά του πατέρα του. Στο διήγημα "Από το βελούδινο άλμπουμ" ο αφηγητής θυμάται τη θεία Ρεβέκκα να τους διηγείται πώς ο Εβραίος πατέρας βάδιζε στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, σ' εκείνη την πομπή των άμοιρων και των αρρώστων, ανάμεσα σε πανικόβλητες γυναικούλες και κατατρομαγμένα παιδιά, προχωρώντας μαζί τους και δίπλα τους, ψηλός και καμπούρης όπως ήταν, χωρίς τα γυαλιά του και το μπαστούνι του, που του τα είχαν πάρει, τρεκλίζοντας με βήμα ασταθές σ' αυτή την πομπή των έτοιμων για θυσία...

Ο Ντανίλο Κις σε κάθε του έργο επιστρέφει σ' αυτό τον κόσμο της πρόωρα χαμένης αθωότητας. Ξαναβρίσκει τον πατέρα του, έναν αλαφροΐσκιωτο, ονειροπαρμένο, διαταραγμένο "ποιητή" που χάθηκε στο Άουσβιτς. Γιατί επιστρέφει σε κάτι τόσο επίπονο; Γιατί κουβαλά παντού μαζί του αυτή τη βαριά κι αβάσταχτη αποσκευή, τη γεμάτη από τα παιδικά του χρόνια; Την απάντηση τη δίνει ο ίδιος ο Άντι, που φυλάει σε μια παλιά βαλίτσα ό,τι έχει μείνει από τον πατέρα του: τη ληξιαρχική πράξη της γέννησής του, τα χαρτιά των διορισμών του, την προαγωγή του σε σταθμάρχη, τα εξιτήρια από το ψυχιατρείο. 

Ἀραγε ποια σκέψη με είχε κάνει να φυλάξω, κρυφά από τη μητέρα μου, αυτό το θαυμάσιο αρχείο στη βαλίτσα μας; Ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πρώιμη συνειδητοποίηση ότι αυτά θα ήταν τα μοναδικά απομεινάρια των παιδικών μου χρόνων, η μοναδική χειροπιαστή απόδειξη πως κάποτε υπήρξα και πως κάποτε υπήρξε και ο πατέρας μου.

Η φιλία ανάμεσα σε δύο νεαρά αγόρια, ο "αρραβώνας" του αγοριού με ένα όμορφο κορίτσι στον αχυρώνα, η αναζήτηση μιας γκαστρωμένης αγελάδας που χάθηκε, το ξεψείρισμα μετά από τη δουλειά στο κοτέτσι, ο πιστός σκύλος Ντίνγκο, όλα ζωγραφίζουν έναν παράδεισο, που αποτελεί το μοναδικό καταφύγιο μέσα στην αγριότητα του πολέμου.

Στο διήγημα "Το αγόρι και ο σκύλος" αφηγείται ο Ντίνγκο. Ο πιστός σκύλος της οικογένειας θυμάται τη μητέρα του να ξεψυχά δίπλα του, την οικογένειά του που ξεκληρίστηκε, σαν να ήταν κι εκείνος ένα από τα παιδιά-θύματα του πολέμου.

Ήμουν ξαπλωμένος στη βεράντα του κυρίου Μπέρκι, του καινούργιου αφεντικού μου και σκεφτόμουν τη μοίρα μου, τη δύστυχη μητέρα μου, τους αδερφούς μου και τις αδερφές μου, την κυρία Κνίπερ, τη ζωή γενικώς. Σκεφτόμουν κι έσκουζα, περισσότερο από θλίψη, παρά από το κρύο. 
Τότε εμφανίστηκε ένα αγόρι και άρχισε να με χαϊδεύει και να με ζεσταίνει με τα χέρια του, σαν να ήμουν -ο Θεός να φυλάει- σπουργίτι και όχι σκύλος. Έπειτα με κοίταξε στο πρόσωπο και άρχισε να γελάει. 
"Άννα, Άννα" είπε εκείνος. "Έλα να δεις κάτι. Ένα σπουργιτάκι!"


 
Ντανίλο Κις, Πρώιμα βάσανα (μτφρ. Γκάγκα Ρόσιτς), Καστανιώτης, Αθήνα 2004

Οι φωτογραφίες είναι του Δημήτρη Πιτσάκη, από τη θεατρική μεταφορά του μυθιστορήματος του Ντανίλο Κις "Κήπος, στάχτες", που ανέβηκε το χειμώνα του 2012 σε ένα νεοκλασικό σπίτι στον Κολωνό.  Βρέθηκαν στο www.catisart.gr

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου