Το ιστορικό πλαίσιο
«Για την ανάγνωση και μελέτη της αφηγηματικής πεζογραφίας του Ροΐδη πρέπει να λαμβάνονται πάντοτε υπόψη οι πολύπλευρες διαστάσεις της σύνθετης προσωπικότηττας του συγγραφέα: ο κριτικός και ο σατιρικός λόγος, το ενδιαφέρον για το δημόσιο βίο και την πολιτική, και τα ποικίλα εκφραστικά ενδιαφέροντα, συνθέτουν μαζί με την πρωτότυπη λογοτεχνική δημιουργία, την ενιαία ταυτότητα αυτού του κορυφαίου πεζογράφου μας. Στην περίπτωση δηλαδή του Ροΐδη είναι δύσκολο -και προφανώς άστοχο- να απομονώσει κανείς το πεζογραφικό του έργο, και να το "διαβάσει" αυτόνομα, χωρίς να δώσει ανάλογη σημασία σε όλες αυτές τις διαστάσεις, που εκδηλώνονται άμεσα ή έμμεσα στο μυθιστόρημα και στα διηγήματα. Στο περιεχόμενο της Πάπισσας Ιωάννας, για παράδειγμα, ο Ροΐδης διοχετεύει αντιλήψεις που συνιστούν σχολιασμό και κριτική της σύγχρονής του ελληνικής πραγματικότηττας σε κάθε της μορφή: πολιτική, κοινωνική και πνευματική. [...]
Όταν λοιπόν κυκλοφορεί, το 1866, η Πάπισσα Ιωάννα, επιδιώκει και κατορθώνει να έρθει σε σύγκρουση με τους κυρίαρχους ιδεολογικούς άξονες στους οποίους έχει θεμελιωθεί, από το 1850 και μετά, το επίσημο καθεστώς και η φυσιογνωμία του ελληνικού βασιλείου. Τους άξονες αυτούς ορίζουν κυρίως η διατύπωση του τρισδιάστατου σχήματος της ελληνικής ιστορίας, με την προσπάθεια αποκατάστασης του Βυζαντίου και του μεσαιωνικού ελληνισμού, η παράλληλη ενίσχυση της εξουσίας της εκκλησίας και η διατύπωση του ελληνοχριστιανικού δόγματος. Ταυτόχρονα, η επιτακτική αναζήτηση εθνικής ταυτότητας και ο αποδεικτικός αγώνας έναντι της Ευρώπης, σε συνάρτηση με τις αλλεπάλληλες προσβλητικές εμπειρίες που επιφυλάσσει στο νεαρό κράτος η Δύση (Παρκερικά, κριμαϊκός πόλεμος, θεωρίες Φαλμεράυερ), έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενός αντιδυτικού και ελληνοκεντρικού πνεύματος.[1]
Την ίδια εποχή, στην πνευματική ζωή δεσπόζει ο θεσμός των πανεπιστημιακών διαγωνισμών (Ράλλειος: 1851-186ο και Βουτσιναίος: 1862-1877), οι οποίοι κατευθύνουν τη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού κράτους. Πολύ σύντομα, οι επιλογές των πανεπιστημιακών κριτών παγιώνονται σε συγκεκριμένες προδιαγραφές για τα ποιήματα που υποβάλλονται και βραβεύονται στους διαγωνισμούς. Ο ελληνοκεντρικός προσανατολισμός επιβεβαιώνεται με την επίσημη προτροπή για επιλογή ηρωικών θεμάτων από την ελληνική ιστορία (αρχαία, βυζαντινή, νεότερη). Εξίσου επίμονη είναι η προτροπή για έργα που σέβονται την Εκκλησία και τη θρησκεία [...]
Ο Ροΐδης παρακολουθεί τις αντιπαλότητες και τις εξελίξεις στον ελληνικό πολιτικό και πνευματικό χώρο, βιώνει την εμπειρία της επανάστασης του 1862 και της έξωσης του Όθωνα, το διάστημα της Μεσοβασιλείας, αλλά και τη διάψευση των ελπίδων που είχαν βασιστεί στο πρόσωπο του νέου ηγεμόνα. Σ' αυτό το κρίσιμο διάστημα συντελείται η ριζική αναθεώρηση των έως τότε ιδεολογικών του προσανατολισμών, όπως κυρίως αυτοί ανιχνεύονται στον πρόλογό του (και με τη μεταφραστική επιλογή) του Οδοιπόρου του Chateaubriand (1860).[2] Πολύ σύντομα, όμως, αυτές οι αρχικές προτάσεις και επιλογές θα αναθεωρηθούν ριζικά και θα οδηγηθούν στην απόλυτη ανατροπή τους με την Πάπισσα Ιωάννα.
Με το πρόσχημα της μεσαιωνικής υπόθεσης, ο Ροΐδης επιζητεί να υπονομεύσει την εικόνα του μεσαίωνα, δυτικού και ανατολικού, και επίσης το κύρος της Εκκλησίας, πρωτίστως βέβαια της καθολικής, χωρίς όμως να παραβλέπει και της ορθόδοξης τα μειονεκτήματα, τα σφάλματα και τις παρεκτροπές".
[1] Για την ιδεολογική υποδομή του νεοελληνικού κράτους στα χρόνια 1830-1850, βλ. το σχετικό κεφάλαιο στο Κ.Θ.Δημαράς, Ελληνικός Ρωμαντισμός, Ερμής, Αθήνα 1985, σσ. 325-404.
[2] Αθηνά Γεωργαντά, Εμμανουήλ Ροΐδης. Η πορεία προς την Πάπισσα Ιωάννα, Ιστός, Αθήνα 1993, σσ.160-161
Το αυτοβιογραφικό στοιχείο
[...] Στα διηγήματα του Ροΐδη αναγνωρίζονται και στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής των δύο τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Στα περισσότερα εκδηλώνεται ως κύρια πηγή έμπνευσης η μνήμη, καθώς ο αφηγητής εμφανίζεται να ανακαλεί γεγονότα και καταστάσεις που έχει ο ίδιος βιώσει στο παρελθόν. Μάλιστα, με βάση τις ευδιάκριτες αυτοβιογραφικές αναφορές, δημιουργούνται κύκλοι διηγημάτων: αναμνήσεις από τη Σύρα, τη Γερμανία, την Αίγυπτο και τη Γένοβα. Ο αφηγητής παρουσιάζεται ως αυτόπτης ("Κυνομυομαχία") ή αυτήκοος ("Το παράπονο του νεκροθάπτου") μάρτυρας των ιστοριών που εκθέτει. Για τον Ροΐδη ο πεζογράφος οφείλει να καταγράψει και να εκθέσει στον αναγνώστη πραγματικά γεγονότα, ενώ στη σκέψη του η φαντασία ταυτίζεται με τη λειτουργία της μνήμης:
"ὁ ποιητής οὐδέν πράγματι δημιουργεῖ, ἀλλά μόνον ἐνθυμεῖται καί συνδυάζει". Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια εποχή που στο ηθογραφικό διήγημα θα συνδυαστεί η "βασική πηγή έμπνευσης της ελληνικής ηθογραφίας, η μνήμη, με τη βασική πηγή του ευρωπαϊκού νατουραλισμού, την εμπειρία και την παρατήρηση. [1]
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές στα διηγήματα του Ροΐδη ερμηνεύτηκαν από τον Κλ. Παράσχο ως πρόθεση του συγγραφέα να αφηγηθεί τη ζωή του, και ιδιαίτερα τα παιδικά του χρόνια, όχι μέσα από ένα ενιαίο έργο, αλλά σκορπίζοντας το υλικό του στα διηγήματα, που θα μπορούσαν έτσι να οριστούν με το γενικό τίτλο "εντυπώσεις" ή "αναμνήσεις" [2].
Ωστόσο δεν έχουν διερευνυθεί συστηματικά τα σχετικά ερωτήματα: αν, δηλαδή, και σε ποιο βαθμό αυτοβιογραφείται ο Ροΐδης μέσα από τα διηγήματά του και αν αυτά είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας της μνήμης ή μιας μυθοπλαστικής διάθεσης. Και ακόμη, σε ποιο βαθμό τα διηγήματα αυτά σχετίζονται με τις κατευθύνσεις της εποχής, δεδομένου ότι ο αυτοβιογραφικός τόνος ή κάποια αφηγηματολογικά τους γνωρίσματα, όπως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χαρακτηρίζουν συνολικά τη σύγχρονή τους πεζογραφική παραγωγή. Μια συγκεκριμένη εκφορά του λόγου δεν είναι ασφαλώς ανεξάρτητη από τα ιστορικά συμφραζόμενα. "Αφηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο, γύρω στα 1880, σημαίνει: μιλώ για πραγματικά γεγονότα που τα είδα με τα μάτια μου ή που τα άκουσα με τα αφτιά μου. [3].[ Ενώ ο ρόλος της δημιουργικής φαντασίας "είναι να παράγει πραγματικά ντοκουμέντα, έτσι όπως την ήθελε ο Ροΐδης στα 1900, ταυτισμένη απόλυτα με τη μνήμη"[4]. Με αυτούς του όρους διήγημα την εποχή αυτή σημαίνει αφήγηση ενός επεισοδίου αυθεντικού, συνήθως βιωμένου από τον ίδιο τον αφηγητή[5]. Κύρια πηγή έμπνευσης, όπως είδαμε για το ηθογραφικό διήγημα της εποχής είναι η μνήμη, ενώ η εμπειρία και η παρατήρηση, ως βασικές μέθοδοι, παραπέμπουν στο θετικισμό και στο μοντέλο των νατουραλιστικών αντιλήψεων".
[1] Γ. Βελουδής, "Από την ηθογραφία στο νατουραλισμό", "Το Βήμα", 20.3.1981
[2] Κλ. Παράσχος: Εμμανουήλ Ροΐδης. Η ζωή, το έργο, η εποχή του, τομ.Β', σελ.44
[3] Παν. Μουλάς: "Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός", σελ. ςγ'
[4] όπ.π. σελ. μθ'
[5] Παν. Μουλάς: "Το διήγημα αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη", εισαγωγή στον τόμο Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. κη'
[...] Στα διηγήματα του Ροΐδη αναγνωρίζονται και στοιχεία που χαρακτηρίζουν το σύνολο της πεζογραφικής παραγωγής των δύο τελευταίων δεκαετιών του περασμένου αιώνα. Στα περισσότερα εκδηλώνεται ως κύρια πηγή έμπνευσης η μνήμη, καθώς ο αφηγητής εμφανίζεται να ανακαλεί γεγονότα και καταστάσεις που έχει ο ίδιος βιώσει στο παρελθόν. Μάλιστα, με βάση τις ευδιάκριτες αυτοβιογραφικές αναφορές, δημιουργούνται κύκλοι διηγημάτων: αναμνήσεις από τη Σύρα, τη Γερμανία, την Αίγυπτο και τη Γένοβα. Ο αφηγητής παρουσιάζεται ως αυτόπτης ("Κυνομυομαχία") ή αυτήκοος ("Το παράπονο του νεκροθάπτου") μάρτυρας των ιστοριών που εκθέτει. Για τον Ροΐδη ο πεζογράφος οφείλει να καταγράψει και να εκθέσει στον αναγνώστη πραγματικά γεγονότα, ενώ στη σκέψη του η φαντασία ταυτίζεται με τη λειτουργία της μνήμης:
"ὁ ποιητής οὐδέν πράγματι δημιουργεῖ, ἀλλά μόνον ἐνθυμεῖται καί συνδυάζει". Βρισκόμαστε άλλωστε σε μια εποχή που στο ηθογραφικό διήγημα θα συνδυαστεί η "βασική πηγή έμπνευσης της ελληνικής ηθογραφίας, η μνήμη, με τη βασική πηγή του ευρωπαϊκού νατουραλισμού, την εμπειρία και την παρατήρηση. [1]
Οι αυτοβιογραφικές αναφορές στα διηγήματα του Ροΐδη ερμηνεύτηκαν από τον Κλ. Παράσχο ως πρόθεση του συγγραφέα να αφηγηθεί τη ζωή του, και ιδιαίτερα τα παιδικά του χρόνια, όχι μέσα από ένα ενιαίο έργο, αλλά σκορπίζοντας το υλικό του στα διηγήματα, που θα μπορούσαν έτσι να οριστούν με το γενικό τίτλο "εντυπώσεις" ή "αναμνήσεις" [2].
Ωστόσο δεν έχουν διερευνυθεί συστηματικά τα σχετικά ερωτήματα: αν, δηλαδή, και σε ποιο βαθμό αυτοβιογραφείται ο Ροΐδης μέσα από τα διηγήματά του και αν αυτά είναι αποτέλεσμα της λειτουργίας της μνήμης ή μιας μυθοπλαστικής διάθεσης. Και ακόμη, σε ποιο βαθμό τα διηγήματα αυτά σχετίζονται με τις κατευθύνσεις της εποχής, δεδομένου ότι ο αυτοβιογραφικός τόνος ή κάποια αφηγηματολογικά τους γνωρίσματα, όπως η πρωτοπρόσωπη αφήγηση χαρακτηρίζουν συνολικά τη σύγχρονή τους πεζογραφική παραγωγή. Μια συγκεκριμένη εκφορά του λόγου δεν είναι ασφαλώς ανεξάρτητη από τα ιστορικά συμφραζόμενα. "Αφηγούμαι σε πρώτο πρόσωπο, γύρω στα 1880, σημαίνει: μιλώ για πραγματικά γεγονότα που τα είδα με τα μάτια μου ή που τα άκουσα με τα αφτιά μου. [3].[ Ενώ ο ρόλος της δημιουργικής φαντασίας "είναι να παράγει πραγματικά ντοκουμέντα, έτσι όπως την ήθελε ο Ροΐδης στα 1900, ταυτισμένη απόλυτα με τη μνήμη"[4]. Με αυτούς του όρους διήγημα την εποχή αυτή σημαίνει αφήγηση ενός επεισοδίου αυθεντικού, συνήθως βιωμένου από τον ίδιο τον αφηγητή[5]. Κύρια πηγή έμπνευσης, όπως είδαμε για το ηθογραφικό διήγημα της εποχής είναι η μνήμη, ενώ η εμπειρία και η παρατήρηση, ως βασικές μέθοδοι, παραπέμπουν στο θετικισμό και στο μοντέλο των νατουραλιστικών αντιλήψεων".
[1] Γ. Βελουδής, "Από την ηθογραφία στο νατουραλισμό", "Το Βήμα", 20.3.1981
[2] Κλ. Παράσχος: Εμμανουήλ Ροΐδης. Η ζωή, το έργο, η εποχή του, τομ.Β', σελ.44
[3] Παν. Μουλάς: "Το νεοελληνικό διήγημα και ο Γ. Βιζυηνός", σελ. ςγ'
[4] όπ.π. σελ. μθ'
[5] Παν. Μουλάς: "Το διήγημα αυτοβιογραφία του Παπαδιαμάντη", εισαγωγή στον τόμο Α. Παπαδιαμάντης αυτοβιογραφούμενος, Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. κη'
Μπέζας, Δ., 1997, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, τόμος Ε΄
Στις εικόνες ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο βασιλιάς Όθωνας και ο Εμμανουήλ Ροΐδης.