Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

Τα 13 ρολόγια

Ο χρόνος πάγωσε εκεί πέρα. Είναι πάντοτε Τότε.

"Δεν ξέρω τι είναι τα δεκατρία ρολόγια, αλλά ό,τι κι αν είναι, είναι το μόνο που έγινε", λέει ο Νιλ Γκέιμαν στον πρόλογο που έγραψε για το παραμύθι του Τζέιμς Θέρμπερ. Δηλαδή, σαν να λέμε "τίποτε άλλο δεν έχει γίνει". Όσα προβλέψιμα, λογικά κι αναμενόμενα συμβαίνουν στην καθημερινότητά μας δεν συνέβησαν ποτέ στ' αλήθεια. Τα παράλογα και φανταστικά γεγονότα που αφηγείται ο Θέρμπερ είναι τα μόνα πραγματικά. Κι έτσι να μην είναι, "δεν βλέπω πώς μπορεί να ελπίζει ο σύγχρονος άνθρωπος πως θα διατηρήσει τα λογικά του, αν δεν λοξοδρομεί κάπου-κάπου σ' αυτά τα μονοπάτια", μας θυμίζει ο συγγραφέας, κι έχει το δίκιο του ο άνθρωπος. Τρελαθείτε λιγάκι, γιατί χανόμαστε.

Τα Δεκατρία ρολόγια είναι ένα μοναδικό βιβλίο. "Κάνει τους ανθρώπους πιο ευτυχισμένους, όπως το παγωτό". Υπάρχει πειστικότερη φράση για να παρατήσεις ό,τι έχεις κανονίσει ένα βροχερό και δυσάρεστο απόγευμα και να κουρνιάσεις στον καναπέ σου μ' ένα τέτοιο βιβλίο; 

Η ιστορία πάει κάπως έτσι: Μια φορά κι έναν καιρό σ' ένα λόφο μακρινό ζούσε ένας κακός Δούκας με την ανιψιά του. Ήταν παγωμένος, φορούσε πάντοτε γάντια,  είχε χάσει το ένα του μάτι από τα γαμψά νύχια μιας τσίχλας, είχε πόδια που το ένα ήταν πιο μακρύ από το άλλο, κούτσαινε και περνούσε μέρες και νύχτες κάνοντας κακές σκέψεις. Η ανιψιά του, όμως, η Σαραλίντα, ήταν ολόζεστη, πανέμορφη και όλοι ήθελαν να την παντρευτούν. 

Ήταν ψηλή, με φρέζιες στα μαλλιά της, κι η γαλήνη την κύκλωνε σαν ουράνιο τόξο. Δεν ξεχώριζες εύκολα το στόμα της απ' το τριαντάφυλλο, το μέτωπό της απ' την άσπρη βιολέτα. Η φωνή της ήταν απόμακρη μουσική, τα μάτια της κεριά που λάμπουν σε ήσυχη νύχτα. 

Από τον φόβο του μη χάσει τη Σαραλίντα ο Δούκας δολοφόνησε τον χρόνο, για να μην έρθει το Τώρα ποτέ.

Τα ρολόγια ήταν νεκρά, και στο τέλος, όσο το σκεφτόταν, ο Δούκας αποφάσισε πως είχε δολοφονήσει τον χρόνο, τον είχε σφάξει με το σπαθί του κι είχε σκουπίσει τη ματωμένη λαβή πάνω στα γένια του, και τον άφησε εκεί, να αιμορραγεί ώρες και λεπτά, με τα ελατήρια σπασμένα, σκουριασμένα, και το εκκρεμές σε αποσύνθεση.

Δεκάδες ιππότες φτάνουν στον πύργο που ζει η Σαραλίντα για να ζητήσουν το χέρι της, αλλά κανείς δεν μπορεί να φέρει σε πέρας τους άθλους που τους ζητά ο Δούκας. Κανείς δεν μπορεί να βρει πράγματα που ποτέ δεν υπήρξαν, κανείς δεν μπορεί να χτίσει εκείνα που δεν γίνεται να χτιστούν. Κάποτε, όμως, φτάνει εκείνος που 'ναι γραφτό να νικήσει την κακία, να ξεπαγώσει τον χρόνο, να κάνει τους δείκτες των ρολογιών ν' αρχίσουν πάλι να κυνηγούν ο ένας τον άλλον. "Το παιχνίδι τελείωσε, ο κύβος ερρίφθη, ο κόμπος έφτασε στο χτένι και το φίδι βγαίνει από την τρύπα".

Κι έτσι, ένας τραγουδιστής, ένα ψιθυριστής, ένας αφουγκραστής, ένας ονόματι Γκόλουξ (που μπορεί να είναι και κάποιος απ' τους τρεις προηγούμενους) και η Χάγκα θα συνεργαστούν για να λυθούν τα μάγια κι η Σαραλίντα θα φύγει μακριά απ' την παγωνιά. Γιατί, τελικά, κανένας δεν μπορεί να σκοτώσει τον χρόνο. "Κι ακόμα κι αν μπορεί, υπάρχει και κάτι άλλο: ένα ρολόι στην καρδιά μιας κοπέλας, που χτυπά τις ώρες της αγάπης και της νιότης". 

Εικονογράφηση Daniel Egneus, Καλειδοσκόπιο

Όπως και να 'χει, τα Δεκατρία ρολόγια δεν είναι ένα απλό παραμύθι. Και ο Τζέιμς Θέρμπερ δεν είναι ένα απλός συγγραφέας. Δημοσιογράφος, γελοιογράφος του Νιου Γιόρκερ, και όχι μόνο, ο Θέρμπερ στα κείμενά του κινείται στο σύνορο φαντασίας και πραγματικότητας. Αλλάζει διαρκώς πλευρά, ώσπου τα όρια ανάμεσα στο πραγματικό  και το φανταστικό χάνονται. Άφταστο χιούμορ, μαεστρική γλώσσα, σπάνιο κέφι, διάθεση για παιχνίδι, και μια ποιητική πνοή που σαν λεπτή δαντέλα χαϊδεύει κάθε φράση. Πανέμορφο, πανέμορφο, πανέμορφο παραμύθι που είχε την τύχη να κερδίσει μια θέση στα έργα καταξιωμένων εικονογράφων.  



***

James Thurber, Τα 13 ρολόγια (Εικόνες Daniel Egneus, μτφρ. Δήμητρα Σίμου, εισαγωγή Neil Gaiman), Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2018. 


Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2018

Η "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" της Lisbeth Zwerger


Δεν μπορώ να φανταστώ καν σε πόσες διαφορετικές εκδόσεις, εικονογραφήσεις, θεατρικές και κινηματογραφικές διασκευές έχει κυκλοφορήσει η "Χριστουγεννιάτικη ιστορία" του Τσαρλς Ντίκενς. Υπάρχει άραγε παιδί που να μην έχει ακουστά τον γεροτσιγγούνη Σκρουτζ; Υπάρχει παιδί που να μην τον αντιπαθεί ή ενήλικας που να μην τον λυπάται;

























Ο Σκρουτζ είναι πια ένας εμβληματικός σπαγκοραμμένος. Έχει γίνει συνώνυμο της γκρίνιας, της κακίας, της αντικοινωνικότητας. Ένας άνθρωπος που σιχαίνεται τα Χριστούγεννα γιατί δουλεύει λιγότερο, μειώνονται τα κέρδη του και είναι υποχρεωμένος να βλέπει στους δρόμους τις χαρούμενες φάτσες των φτωχών γειτόνων του. 


Ο Σκρουτζ εκμεταλλεύεται σκληρά τον υπάλληλό του, που δουλεύει σε ένα παγωμένο δωμάτιο, και ειρωνεύεται μέχρις εσχάτων των ανιψιό του που χαίρεται τις ημέρες των γιορτών. Μισεί θανάσιμα κάθε άνθρωπο που εύχεται "Καλά Χριστούγεννα" στους παγωμένους δρόμους της πόλης, που ανυπομονεί για τη βραδιά που θα μαζευτεί με την οικογένειά του γύρω από το τραπέζι να μοιραστούν το δείπνο τους με αγάπη. 


Στις ιστορίες του Ντίκενς, όμως, το καλό πάντοτε νικά στο τέλος. Άλλωστε, ο Ντίκενς λίγο πολύ πίστευε πως αν όλοι γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι ο κόσμος θα αλλάξει. Και για τον Σκρουτζ αλλάζουν τα πάντα όταν τρία φαντάσματα τον επισκέπτονται τη νύχτα της παραμονής, για να τον ταξιδέψουν στο παρόν, το παρελθόν και το μέλλον. Πρόκειται για μια ανελέητη πολιορκία.


Η σκληρή καρδιά του μίζερου Σκρουτζ σιγά σιγά μαλακώνει. Πρώτα από φόβο και ύστερα επειδή λίγο λίγο ανακαλύπτει τη χαμένη αθωότητα που κάθε ανθρώπινη ψυχή κρύβει. Και κάπως έτσι, αναγκάζεται να αναθεωρήσει όλα όσα πίστευε μέχρι τότε και το πνεύμα των Χριστουγέννων κερδίζει την καρδιά του.

Τα Χριστούγεννα μπορεί να πέρασαν, αλλά η μπογιά αυτής της μαγικής ιστορίας λύτρωσης και καλοσύνης δεν πρόκειται ποτέ να ξεθωριάσει. 

* * * 

[1] Στα βιβλιοπωλεία μπορεί να βρει κανείς αμέτρητες εκδόσεις της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας. Οι ακουαρέλες της Lisbeth Zwerger μάς μεταφέρουν υπέροχα το κλίμα της εποχής, παραμένοντας μακριά από τη σύγχρονη τηλεοπτική αισθητική. 


Τετάρτη 26 Δεκεμβρίου 2018

Ο καρυοθραύστης της Dagmar Berková


Ο Καρυοθραύστης είναι ένα από τα πιο διάσημα παραμύθια του Χόφμαν και αυτές τις μέρες έχει την τιμητική του. Το έργο άρεσε πάρα πολύ στον Αλέξανδρο Δουμά, που το διασκεύασε και απ' αυτή τη διασκευή ο Τσαϊκόφσκι εμπνεύστηκε το λιμπρέτο για το μπαλέτο του. Θα ήταν πολύ ωραίο να μπορούσαμε να μεταφερθούμε στην παγωμένη Αγία Πετρούπολη τη γιορτινή μέρα της πρεμιέρας, μια Κυριακή πριν από τα Χριστούγεννα του 1892. 





















Το παραμύθι έχει γνωρίσει πάμπολλες διασκευές και έχει κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες μεταφράσεις, ενώ ο κανονικός τίτλος του είναι "Ο Καρυοθραύστης και ο βασιλιάς των ποντικών". Μια από τις πιο καλαίσθητες εκδόσεις του είναι εκείνη της Τσέχας εικονογράφου Dagmar Berková, που επιχείρησε να εικονογραφήσει το έργο δύο φορές. Η πρώτη έκδοση κυκλοφόρησε το 1964 και από αυτήν επέλεξα τις εικόνες της ανάρτησης. Η επόμενη κυκλοφόρησε το 1971, είχε παρόμοια αισθητική, αλλά περισσότερο και εντονότερο χρώμα.






















Η ιστορία λοιπόν έχει ως εξής. Σε μια μικρή γερμανική πόλη ζει ένα κορίτσι, η Κλάρα. Την παραμονή των Χριστουγέννων ο νονός της της φέρνει για δώρο έναν μικρό ξύλινο στρατιώτη που λειτουργεί και ως καρυοθραύστης. Εκείνη τη νύχτα το σπίτι της Κλάρας είναι γεμάτο καλεσμένους, όταν όμως φύγουν όλοι και το σαλόνι αδειάσει, η Κλάρα μπαίνει στο ήσυχο και άδειο δωμάτιο για να κοιμίσει τον καρυοθραύστη της. 


Το ρολόι του σαλονιού σημαίνει μεσάνυχτα, η Κλάρα έχει αποκοιμηθεί και ξαφνικά όλα γύρω της ζωντανεύουν. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο μεγαλώνει, τα παιχνίδια αρχίζουν να κινούνται, ο καρυοθραύστης ξυπνά και όλοι μαζί ρίχνονται σε μια ανελέητη μάχη με τα ποντίκια που εισβάλλουν στο δωμάτιο. 





















Μετά την αίσια έκβαση του αγώνα, ο καρυοθραύστης μετατρέπεται σε πανέμορφο πρίγκιπα και ξεκινούν με την Κλάρα ένα θαυμάσιο ταξίδι όπου γνωρίζουν τη βασίλισσα του Χιονιού και τη νεράιδα Ζαχαρένια. Μέχρι που ξημερώνει η μέρα των Χριστουγέννων, και η μικρή Κλάρα ξυπνά πλάι στην οικογένειά της, κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της τον μικρό ξύλινο καρυοθραύστη που της χάρισε ο νονός της. 


Το λιμπρέτο στο μπαλέτο του Τσαϊκόφσκι χωρίζεται σε δύο πράξεις: μία για τη μάχη που διεξάγεται ανάμεσα στα ποντίκια και όλα τα παιχνίδια και αντικείμενα του σπιτιού και μια δεύτερη που αφιερώνεται στο μαγικό ταξίδι της Κλάρας και του πρίγκιπα στη χώρα των Ζαχαρωτών. Η ιστορία παίζεται κάθε Χριστούγεννα στις μουσικές σκηνές και μαγεύει μικρούς και μεγάλους που ονειρεύονται ζωντανά παιχνίδια, ζαχαρωτά ταξίδια και φανταστικές περιπέτειες. 

***



Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Παραμύθια για παιδιά με αλλόκοτη μορφή


Τις μέρες που η καρδιά είναι σφιγμένη από τη λύπη, τα βιβλία παύουν να αποτελούν καταφύγιο. Μόνο τα παραμύθια μπορούν ν' ανοίξουν τις αγκάλες τους και να προσφέρουν ό,τι κατά καιρούς αναζητήσαμε. Στο ζεστό τους κουκούλι, βρίσκει κανείς την παρηγοριά και τη σοφία. Κάπως έτσι επέστρεψα στη συλλογή της Αγνής Στρουμπούλη "Ο δέντρος", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο τον χειμώνα που μας πέρασε και περιλαμβάνει 37 λαϊκά παραμύθια για δέντρα και φυτά. 

Έναν καιρό ήτο μια άκληρη που 'βλεπε τα παιδάκια των αλλωνών. Ελυπείτο πολλά που δεν είχε κι εκείνη κανένα, κι επαρακάλει το Θεό να της δώσει κι εκείνης παιδία, κι ας ήτο ό,τι κι αν ήτο. Στα πολλά της παρακάλια, ο Θιος ήριψεν μπροστά της ένα δαφνόκουκκον.[1]

Κάποια από τα παραμύθια της συλλογής ανήκουν στην ειδική κατηγορία παραμυθιών που αφορούν "παιδιά με αλλόκοτη μορφή". Σ' αυτά, ένας γέρος και μια γριά ζούνε μαζί χρόνους πολλούς, αλλά δεν έχουνε παιδάκια και παρακαλούν τον Θεό να τους δώσει παιδιά κι ας είναι όπως κι αν είναι. Ο Θεός ακούει την επιθυμία τους και τους στέλνει άλλοτε ένα κουκί, άλλοτε ένα δαφνόκουκο, άλλοτε ένα κολοκύθι.  Κι εκείνοι πάντοτε το προσέχουν και το φροντίζουν σαν αληθινό παιδάκι, αγνοώντας τη χλεύη των γειτόνων τους.

Επήρε το δαφνόκουκκον, εφίλησέν το, ετύλιξέν το καλά καλά σε πολλά πανιά σαν μωρουδάκι, ήβαλέν το σε κούνια ολόασπρη κι εκούνιαν το κι εναννάριζέν το. Οι γειτόνισσές της, πού 'ξεραν πως δεν είχε παιδί κι ήκουσαν τα ναννουρίσματά της, την αρώτηξαν από περιέργειά τως ίντα ναννάριζε. ["Το δαφνόκουκκον"]

Η συνέχεια του παραμυθιού είναι πάντοτε ακριβοδίκαια για το ζευγάρι των γερόντων που αγάπησε και φρόντισε έναν καρπό, ένα φυτό ή ένα δέντρο ωσάν να 'τανε παιδί. Σε κάποια παραμύθια ο καρπός χάνεται αλλά από τα δάκρυά των γονιών του φυτρώνει ένα μεγάλο δέντρο και μέσα από τα κλώνια του πετάγεται μια πανέμορφη κόρη. Άλλοτε, πάλι, τα κουκιά σκάνε και γίνονται παιδιά και πάει λέγοντας. 

Σαν έφτασε η ώρα τους γέννησαν μαζί. Η βασίλισσα απόχτησε ένα όμορφο κοριτσάκι και το παλάτι φόρεσε τα γιορτινά του. Χαρές και γέλια και τραγούδια για τον ερχομό της βασιλοπούλας. Κείνη η γελαδαρού γέννησε ένα κολοκύθι, μα τι να κάνει, μάνα ήταν. Το πήρε στην αγκαλιά της, το φάσκιωσε και το 'βαλε στη σαρμανίτσα [κούνια] να κοιμηθεί. ["Το κολοκύθι"]
 
Το γνωστότερο από τα παραμύθια αυτής της κατηγορίας είναι το  "Τσουκαλάκι", παραμύθι της Καρπάθου που απαντά σε 29 παραλλαγές στο νησί και πολλές άλλες σε όλη την Ελλάδα. "Το παραμύθι έχει ως θέμα του ένα άτεκνο ζευγάρι, το οποίο προσευχήθηκε στον Θεό να του χαρίσει ένα παιδί κι αν ακόμα είναι Τσουκαλάκι. Η επιθυμία του ζευγαριού ικανοποιήθηκε και ο Θεός τούς έστειλε για παιδί ένα Τσουκαλάκι. Το παιδί-Τσουκαλάκι εστάλη στον γάμο μιας αρχοντοπούλας,  απ' όπου έφερε πρώτα φαγητά, κατόπιν λίρες και την τρίτη φορά τα περιττώματα της νύφης. Στο τελευταίο "δώρο" η μητέρα του "παιδιού" θύμωσε και έσπασε το Τσουκαλάκι. Από τα συντρίμμια τότε ακούστηκε η παραπονεμένη φωνή: 

Καλά ρε μαμά! Τα φουφφού φουφφού τα ήθελες, τα λιλλιά λιλλιά τα ήθελες και τα κακκά κακκά δεν τα 'θελες;[2]

Σοφία Καλογεροπούλου
Έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τη λειτουργία που επιτελούσαν αυτού του είδους τα παραμύθια στις τοπικές κοινωνίες και να επιχειρήσει να ερμηνεύσει τις νοοτροπίες, αλλά και τις συνθήκες που δημιούργησαν την ανάγκη να πλαστούν τέτοιου είδους αφηγήσεις. Το "Τσουκαλάκι", μάλιστα, ξεχωρίζει από όλα τα άλλα, μιας και εδώ το παιδί δεν προέρχεται από τον κόσμο των φυτών και των ζώων, αλλά από τον υλικό κόσμο του νοικοκυριού, τον οποίο σε σπάνιες περιπτώσεις ο παραμυθιακός ανιμισμός μετατρέπει σε έμψυχο. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι το Τσουκαλάκι σε ελάχιστες παραλλαγές μεταμορφώνεται τελικά σε άνθρωπο και το πιθανότερο είναι ακόμα και σ΄αυτές, η σκηνή της μεταμόρφωσης να προστέθηκε αργότερα από κάποιους αφηγητές, για να δώσουν το ευτυχισμένο τέλος που θα ικανοποιούσε τον ακροατή. 

Σε εποχές και κοινωνίες που ο προορισμός του ανθρώπου ταυτιζόταν με τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση τέκνων και η τεκνογονία θεωρούνταν ύψιστη στιγμή συνεργασίας Θεού και ζευγαριού, η ατεκνία πιστευόταν για ντροπή και κατάρα. Αποτελούσε μείζον πρόβλημα για το ζευγάρι και για τη λύση του το αντρόγυνο κατέφευγε άλλοτε στη μαγεία και άλλοτε στον Θεό. 

Το πρώτο που αναρωτιέται κανείς είναι αν η μητέρα του παραμυθιού αγαπά το Τσουκαλάκι, καθώς το εκμεταλλεύεται για να της φέρνει καλούδια και φλουριά, και όταν της φέρνει τις ακαθαρσίες της αρχοντοπούλας, εκείνη το τιμωρεί με τον σκληρότερο τρόπο.  Ο Βασίλης Γεργατσούλης υποστηρίζει ότι το παραμύθι μπορεί να ερμηνευτεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: Θα μπορούσε το Τσουκαλάκι να συμβολίζει το κάθε παιδί, που άλλοτε πράττει το καλό -και τότε οι γονείς το παινεύουν- και άλλοτε πράττει το κακό και το τιμωρούν. Η μάνα όμως εδώ, αντί να νουθετήσει το παιδί της, το πετάει,  το εγκαταλείπει. Μοιάζει να αφαιρεί από το παιδί της τη ζωή, που υπήρξε για εκείνη θείο δώρο.

Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, τα δώρα που φέρνει το Τσουκαλάκι στους γονείς του συμβολίζουν την πορεία της ζωής του ανθρώπου: η ανάγκη για φαγητό (φουφφού=το φαγητό), η ανάγκη για πλουτισμό (τα λιλλιά=οι λίρες), η πορεία προς τα γηρατειά (κακκά=τα περιττώματα, η ανημπόρια). Όσο ο άνθρωπος φέρνει φαγητό και χρήματα στην οικογένεια, εκείνη του το ανταποδίδει. Όταν γερνά και κάνει τα κακά του πάνω του, ανήμπορος πια να προσφέρει, τον παραπετούν και τον διώχνουν. Άλλοι υποστήριξαν πως το Τσουκαλάκι είναι το παιδί που δεν είναι αρτιμελές, που παρουσιάζει προβλήματα στην ανάπτυξη και την εξέλιξή του.

Όποια ερμηνεία κι αν σκεφτεί και δώσει κανείς, δεν αναιρείται η αίσθηση για το δίκιο και το άδικο που αποκτά ο ακροατής στο τέλος του παραμυθιού. Η ιδιοτέλεια των γονέων που επιθυμούν να γίνουν τα παιδιά τους ό,τι εκείνοι ονειρεύονται, η περιφρόνηση για τον αδύναμο, η αγάπη που θεωρείται άδολη, ενώ πολλές φορές έχει αποδέκτη μόνο εκείνον του οποίου έχουμε την εύνοια είναι πράγματα που αφορούν και σήμερα τον άνθρωπο. Εξάλλου, αν όλα όσα αναφέρουν τα παραμύθια είχαν προ πολλού τελειώσει, θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούν και σήμερα οι φαινομενικά απλοϊκές ιστορίες τους. Μέσα στις τόσες αλλαγές, ο άνθρωπος έμεινε ίδιος. 

*** 

[1] Αγνή Στρουμπούλη, Ο δέντρος: Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.
[2] Βασίλης Ι. Γεργατσούλης, "Το τσουκαλάκι": ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου, Αθήνα 2003. 
[3] Στις εικόνες της ανάρτησης έργα του Ράλλη Κοψίδη που συνόδευσαν συλλογές λαϊκών παραμυθιών του Γιώργου Ιωάννου και Γ.Α. Μέγα.
 

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

"Το μαγεμένο καβάκι"


Τα δέντρα είναι οι γηραιότεροι οργανισμοί του πλανήτη και, λόγω ηλικίας, είναι σοφά. Κληροδοτούν τη σοφία τους από γενιά σε γενιά, και κάθε τρυφερό δεντράκι που πασχίζει να ριζώσει στο χώμα και να αντέξει χειμερινούς ανέμους και φθινοπωρινές μπόρες έχει στα κλαδιά και τον κορμό του κάτι από τη γνώση των προγόνων του. Τα δέντρα αισθάνονται. Αισθάνονται τον ήλιο και τη βροχή, αισθάνονται τη φροντίδα του ανθρώπου και την αγάπη της φύσης, την υγρασία της νύχτας και το κελάρισμα του νερού. Και χαρακτηρίζονται από δύο ανεκτίμητες αρετές: τη γενναιοδωρία και τη συνέπεια. Πεισματάρικα καρποφορούν, εγκλωβισμένα στα πιο γκρίζα τοπία. Και "αειθαλλούν" και φυλλοβολούν  στου χρόνου τα γυρίσματα.


Στα λαϊκά παραμύθια, τα δέντρα επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Το θρόισμά τους του ψιθυρίζει μυστικά. Η ανάπτυξή τους του διδάσκει τη ζωή. Οι ανάγκες τους του μαθαίνουν την υπομονή και την έγνοια. Τα χρώματά τους του φανερώνουν την ομορφιά. Μέσα τους κρύβουν ζωές που καταδικάστηκαν στην αναμονή. Μαγεμένα βασιλόπουλα και τιμωρημένες κόρες περιμένουν το αντίδοτο της κατάρας, που μόνο η καλοσύνη μπορεί να προσφέρει. 


Στη συλλογή παραμυθιών "Ο δέντρος", η Αγνή Στρουμπούλη συγκέντρωσε παραμύθια για δέντρα και φυτά. "Στον ποιητικό και μεταφορικό τρόπο των παραμυθιών, σ' αυτή τη κουρελού από κουρέλια-μνήμες παλαιότατων εποχών, έρχονται πολύ συχνά τα λουλούδια, τα φυτά, τα δέντρα να εικονίσουν αλλά και να συμβολίσουν αισθήματα, καταστάσεις, σχέσεις, όλα τα άρρητα με τον καθημερινό λόγο". Σε ένα από τα παραμύθια της συλλογής (θα παρουσιαστεί σε επόμενη ανάρτηση στο σύνολό της) γίνεται αναφορά σε ένα έθιμο της Λέσβου. Όταν ένα ζευγάρι αποκτήσει παιδί, πρέπει να φυτέψει κοντά στη θάλασσα ένα καβάκι. Μια λεύκα δηλαδή. Το φτωχό ζευγάρι του παραμυθιού αποκτά μια θυγατέρα, την Ταξιαρχούλα, κι ο πατέρας της φυτεύει στον κήπο του το καβάκι της. 

Ο πατέρας, μάλιστα, είχεν την αιστησάδα πως, εκεί λέει που 'σκαβγε κι επολέμα, ήσκυβγε κι εκείνο κι εχάδευγέν τονε απάνω στην πλάτη.


Το κοπελουδάκι μεγάλωνε μαζί με το καβάκι, κι όσον εμεγάλωνε ήρεσέν του κάθα που το πότιζεν ν' ανοίει τ' αγκαλάκια του και να τ' αγκαλιάζει, να θωρεί αν εχώρειεν ο λιγνός κορμός του μες στ' αγκάλιασμά του. Μιαν ημέραν, εκεί που 'βάστα το κοπελουδάκι το καβάκι αγκαλιασμένο κι ήσφιγγέ το μες στ' αγκαλάκια του, εσείστηκε το καβάκι και χαμηλώνει την κορφούδα του πλάι στο κοπελουδάκι. Κι απέκειο ήπηρε ανθρώπινη φωνή κι εμίλησέν του κι είπεν του:
-Εχαμήλωσα να σου πω τα φχαριστώ μου για πως με ποτίζεις.  
Κι αφού εχάδεψε το κοπελουδάκι με τα κορφοκλαδέλια του, εσήκωσε την κορφούδα του και στήθηκε πάλι όρθιο κι ήπηρεν απάνω. Το κοπελουδάκι  εξεγκάλιασεν το καβάκι κι ήτρεξε μάνι μάνι στο νταμέλι τωνε. 
-Ω μπαμπά κι ω μαμά, εφώναξε των γονιών του, το καβάκι έχει ανθρώπινη μιλιά και μιλεί.  [...]


 -Ω καβάκι, δεν το πιστέψανε οι γονείς μου πως μιλείς ανθρωπινίσια. 
Το καβάκι εχαμήλωσεν κάτω την κορφούδα του κι είπεν του κοπελουδακιού:
-Αν θες να κάμεις κούνια ανέβ' απάνω στα κλαδάκια μου. 
Ενέβηκε το κοπελουδάκι απάνω στης κορφούδας του τα κλαδέλια, κι αφού ενεψηλώθηκε το καβάκι κανένα γόνατο, εκούνειε την Ταξιαρχούλα. 
-Βάστα με γερά και μη δειλιάς, μα δε σε ρίχτω κάτω, τσ' ήλεε πότε πότε όσο την εκούνειε. 
Αφού εχόρτασε να κουνιέται η Ταξιαρχούλα, εδιάβηκε στο ντάμι τωνε· κι εξεχαμηλώθηκε και το καβάκι κι ίσιαξε μες στον αέρα ίσ' απάνω. 
Από κείνην την ημέραν ήπιασεν η Ταξιαρχούλα με το καβάκι μεγάλες φιλίες. Μόλις επάαινεν κοντά του κι αφού το πότιζεν, εχαμήλων' εκείνο κάτω την κορφούλα του κι ενέβαινε απάνω της η Ταξιαρχούλα κι εκουνιότανε ίσαμε που να βαρεθεί.


Ύστερις επιάνασι τα γλεντίσματα κι εγλεντίζασι, κι άλλοτες εκυνηγιότανε κι άλλοτες επάιζασι το κρυφτό ή τις πετράδους. Το καβάκι ήτανε και βγαλητής κι ήβγανεν κοτσάκια [δίστιχα] και ποιήματα, κι ως ήξερε κιόλας κι ετραγούδειε, τα 'λεεν όλα τραγουδιστά της Ταξιαρχούλας. Κι ήχανεν κι η Ταξιαρχούλα το νου της ν' ακούει τις γλυκιζάμενοι σκοποί του και την ταίριασην των λόων του των όμορφων. Ήτονε και παραμυθάς το καβάκι, κι ήλεέ της και παραμυθέλια για βασιλόπουλα μαγεμένα και κακές μάισσες, και πολλές βολές την ήπαιρνεν ο νύπνος απάνω στα κλαδέλια ή απού κάτω στη ρίζα του. 
-Πού τα μαθήτεψες και ξέρεις τα όλα αυτά; ερώτηξε μια ημέρα το καβάκι η Ταξιαρχούλα. Ούτε δάσκαλος να 'σου. 
-Ο αέρας και τα χώματα λέσι μού τα, κι η θάλασσα που βγαίνει και πορπατεί κάτω στο γιαλό, κι ο νήλιος και κείνος μου τα λέει, τσ' εποκρίθηκε το καβάκι. 
[...]


Καμωμένη ήτονε πλιο η Ταξιαρχούλα δεκαπέντε χρονών όντεν ήβγαλε την απόφαση ο μπαμπάς της να κόψουσι το καβάκι για να χτίσουσι το σπιτέλι της. Η Ταξιαρχούλα, όμως όντε το 'κουσεν ήβαλε τα κλάματα κι επερακάλειεν τον μπαμπά της να μην το κόψει, αλλ' εκείνος τσ' ήλεε πως πρέπει. Μες στα δάκρυα πνιγμένη η Ταξιαρχούλα, εδιάβη κι ήκατσε στη ρίζα του καβακιού. 
-Ίντα 'χεις, ω Ταξιαρχούλα μου; την ερώτηξε το καβάκι. 
-Κλαίω γιατί θέλει ο μπαμπάς μου να σε κόψει για να χτίσει, λέει, το σπιτέλι μου. Αλλά εγώ μου δε θέλω σπιτέλια, εγώ θέλω να ζεις εσύ, να σε θωρεί η νήλιος κι ο αέρας και να σε θωρούν τα ματέλια μου. Που φαίνεταί μου πως θα ξεψυχήσω την ώρα που θα σε δω κομμένο. 
-Άκου με επά που θα σε συμβουλέψω, είπε της το καβάκι. Γραμμένο μου 'ναι να κοπώ, για κείνο να μην κλαις και να μη στεναχωρεύεσαι. Άφησ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το λέει ο μπαμπάς σου πρέπει. 
-Η Ταξιαρχούλα εγκάλιασεν τον κορμόν του καβακιού κι είπεν του:
-Γιάντα και πρέπει, γιάντα και θα πρέπει να πρέπει;
Το καβάκι ήπλωσεν τα χαμηλά του κλαδιά κι εγλυκοχάιδεψε την Ταξιαρχούλα.
-Δε θέλω να κλαις να χαλάς τα ματέλια σου τα όμορφα, και ζητώ σου το χάρη μεγάλη και τρανή να μην εμποδίσεις στο κόψιμό μου· άσ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το 'πα είναι γραμμένο μου να κοπώ. 



 - Και πώς μου θα ζω και θα κάνω δίχως να θωρώ σε; Ίντα λοής θα σηκώνομαι το πρωί, να βγαίνει ο νήλιος να μου δώνει και να λιορίζει με κι εσύ να κείτεσαι κομμένο εκεί χάμαι; Πώς θα περνώ τις ώρες της μέρας μου χωρίς να 'ρχομαι κοντά σου να γέρνω το κεφαλάκι μου απάνω στο γλυμηδωτό σου κορμί, δίχως ν' απλώνεις τα κλαδέλια σου να με χαδεύγεις; Ποιος του θα μου τραγουδεί και ποιος του θα βγάνει κοτσάκια και ποιήματα να μου τα λέει; Πώς θ' αδειάσει ο τόπος σου ν' απομείνει αδειανός, τα χώματα δε θα κλαίσι, πώς θα δεχτούσι να λείπεις; Και τα πουλιά που χτίζασι απάνω στα κλαδιά σου τις αφωλιές τωνε ίντα θα γενούσι; Κι ο αυγερινός, που ΄ρχουντα στ' αυγινοπορπατήματά του κι επόσταζε στο κοντοκόρφαρό σου κι εξεκουράζοντα, πού θα σταματά ν' αποξεκουράζεται; Και το φεγγαράκι και κείνο του, που χώνουνταν κι ελούφαζε μες στα φυλλοκλαδέλια σου και το ΄παιρνεν ο νύπνος ο πρωινός κι εξεκούραζε τα ματέλια του τα γυάλινα, ίντα του θα λέει ότι να μη σε βρίσκει;

Τίποτα στη φύση δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητο ακούγοντας τον σπαρακτικό θρήνο της Ταξιαρχούλας. Μα το καβάκι δεν εκόπη κι έζησε με την Ταξιαρχούλα χρόνους πολλούς. Το παραμύθι ξέρει πάντα καλύτερα. 

[Τα αποσπάσματα είναι από το "Μαγεμένο καβάκι", παραμύθι της Λέσβου]


***

[1] Στις φωτογραφίες δέντρα που μου μίλησαν.
[2] Αγνή Στρουμπούλη, Ο δέντρος: Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.
 

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Ανατολικά του ήλιου, δυτικά της σελήνης


Το "East of the sun, west of the moon" ("Ανατολικά του ήλιου, δυτικά της σελήνης") είναι ένα λαϊκό σκανδιναβικό παραμύθι που έχει ταξιδέψει σε όλη την Ευρώπη. Συχνά, σ' αυτόν τον τύπο παραμυθιών η κόρη που πρωταγωνιστεί "ερωτεύεται" ένα ζώο -μεταμορφωμένο άντρα, πρίγκιπα ή σύζυγο. Ενίοτε συνευρίσκεται μαζί του. Αυτό της έχει ζητηθεί άλλοτε από τη μητριά της, άλλοτε από τον πατέρα της, άλλοτε από κάποιο πρόσωπο που προωθεί τη δράση μέχρι να λυθούν τα μάγια και να αποκαλυφθεί η πραγματική ταυτότητα του ζώου.

Μια φορά κι έναν καιρό, στον παγωμένο Βορρά, ένας πολικός αρκούδoς ζήτησε από ένα φτωχό χωρικό να παντρευτεί τη μικρότερη και ομορφότερη κόρη του, και σε αντάλλαγμα θα τον έκανε πλούσιο. Το κορίτσι δεν ήθελε να φύγει απ' το σπίτι του και ο χωρικός ζήτησε απ' τον αρκούδο να επιστρέψει μετά από λίγες μέρες. Εντωμεταξύ, θα είχε πείσει την κόρη.

Αφού επέστρεψε, ο αρκούδος πήρε μαζί του το κορίτσι σ' έναν πλούσιο στοιχειωμένο πύργο. Τις νύχτες, το δέρμα του ζώου έλιωνε, κι ερχόταν σαν άντρας στο κρεβάτι του κοριτσιού. Το φως, όμως,  ήταν λιγοστό, κι εκείνη ποτέ δεν τον είδε.

Το κορίτσι νοστάλγησε το σπίτι του και ζήτησε από τον αρκούδο να γυρίσει. Εκείνος δέχτηκε, με τον όρο η κόρη να μη βρεθεί καμιά στιγμή μόνη με τη μάνα της, αλλά να μιλήσουν μόνο αν είναι κι άλλοι τριγύρω. Από τη στιγμή όμως που η κόρη έφτασε στο σπίτι, η μάνα της προσπαθούσε με κάθε τρόπο να την ξεμοναχιάσει, και τελικά, όταν εμειναν οι δυο τους, την έπεισε πως ο αρκούδος είναι μεταμφιεσμένο τρολ. Της έδωσε και δυο κεριά για να τα ανάψει τη νύχτα και να δει με ποιον μοιράζεται το κρεβάτι της.

Το κορίτσι ακολούθησε τις οδηγίες, τη νύχτα άναψε τα κεριά και είδε τον όμορφο πρίγκιπα. Αλλά τα κεριά έλιωσαν, έσταξαν στο πουκάμισό του και τον ξύπνησαν. Εκείνος της αποκάλυψε πως, αν είχε μείνει μαζί του για ένα χρόνο χωρίς να τον αναγνωρίσει, τα μάγια θα λύνονταν και θα ξαναγινόταν πριγκιπόπουλο. Τώρα, θα έπρεπε να επιστρέψει στη μάγισσα των τρολ, να ζήσει στον στοιχειωμένο πύργο της, ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης, και να παντρευτεί την άσχημη θυγατέρα της. 

Το επόμενο πρωί, η κόρη ξύπνησε, αλλά ο πύργος και ο πρίγκιπας είχαν εξαφανιστεί. Έτσι, ξεκινά το μεγάλο ταξίδι της αναζήτησής τους. Στον δρόμο της, βρήκε πρώτα μια γριά να κρατά ένα χρυσό μήλο. Τη ρώτησε αν ξέρει τον δρόμο για το κάστρο ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης. Εκείνη της απάντησε πως δεν τον γνωρίζει, αλλά της δάνεισε ένα άλογο για να φτάσει μέχρι τον γείτονα, που μπορεί να ήξερε. Της χάρισε και το χρυσό μήλο.

Η κόρη βρήκε τον γείτονα να κρατά ένα χρυσό χτένι. Τον ρώτησε αν ξέρει πού βρίσκεται το κάστρο ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης. Εκείνος δεν ήξερε, αλλά της δάνεισε ένα άλογο για να φτάσει στον επόμενο γείτονα. Της χάρισε και το χρυσό χτένι. Η κόρη βρήκε τον επόμενο γείτονα στην αυλή  του να κρατά μια χρυσή ανέμη. Ούτε εκείνος γνώριζε το δρόμο, αλλά της δάνεισε ένα άλογο για να φτάσει μέχρι τον ανατολικό άνεμο. Της χάρισε και τη χρυσή ανέμη. 


Με το δανεικό άλογο, την ανέμη, το χτένι και το μήλο στο χέρι, η κόρη έφτασε στον ανατολικό άνεμο, που της είπε πως ποτέ δεν έχει φυσήξει μέχρι το κάστρο ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης, και την έστειλε στον αδερφό του, τον δυτικό άνεμο. Εκείνος με τη σειρά του την έστειλε στον Νοτιά, που της είπε να ρωτήσει τον Βοριά, που ήταν και ο δυνατότερος.

Η κόρη έφτασε εξαντλημένη στον Βοριά και τον ρώτησε αν ξέρει τον δρόμο για το κάστρο ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης. Ο Βοριάς τής απάντησε πως κάποτε φύσηξε ένα φύλλο λεύκας μέχρι εκεί, και γύρισε πολύ κουρασμένος. Αλλά αν το θέλει πραγματικά να πάει, θα πνεύσει μαζί της ως εκεί.

Την επόμενη μέρα,  η κόρη έφτασε στο κάστρο, κρατώντας στο χέρι της το χρυσό μήλο, και συνάντησε τη βασίλισσα των τρολ. Η βασίλισσα της ζήτησε να το αγοράσει. Της το έδωσε, αλλά ζήτησε για αντάλλαγμα μια νύχτα με τον πρίγκιπα. Η βασίλισσα δέχτηκε, αφού προηγουμένως έριξε υπνωτικό στο ποτό του, για να μη δει την κόρη. 
Τη δεύτερη μέρα, η κόρη ζήτησε να περάσει άλλη μια βραδιά με τον πρίγκιπα. Για αντάλλαγμα, χάρισε στη βασίλισσα το χρυσό χτένι. Εκείνη τη νύχτα, οι αιχμάλωτοι του κάστρου άκουσαν το κλάμα της και είπαν τα νέα στον πρίγκιπα.
Την τρίτη μέρα, το κορίτσι χάρισε στη βασίλισσα τη χρυσή ανέμη. Αυτή έριξε πάλι το υπνωτικό στο ποτό του πρίγκιπα, αλλά εκείνος δεν το ήπιε. Τη νύχτα, ο πρίγκιπας αποκάλυψε στην κόρη πώς θα μπορούσε να τον σώσει. Θα έλεγε στη βασίλισσα πως θα παντρευτεί εκείνη που θα μπορέσει να πλύνει απ' το πουκάμισό του τις σταλαγματιές απ΄το κερί. Η βασίλισσα και η θυγατέρα της δεν θα τα καταφέρουν. Εκείνη θα τα καταφέρει και θα την πάρει γυναίκα του. 

  
Τα τρολ έσκασαν απ' το κακό τους. Ο πρίγκιπας απελευθέρωσε όλους τους αιχμαλώτους, και πήρε όλο το χρυσάφι και το ασήμι του βασιλείου για τον πατέρα της κόρης, που του είχε υποσχεθεί πως θα τον κάνει πλούσιο. Κι έζησαν ευτυχισμένοι, μακριά από το κάστρο ανατολικά του ήλιου και δυτικά της σελήνης...

Η όμορφη κόρη και ο πρίγκιπας, η κακιά βασίλισσα, οι τρεις βοηθοί, τα μαγικά αντικείμενα, μια μεγάλη δοκιμασία και η προσωποποίηση της φύσης: στοιχεία που λίγο-πολύ συναντάμε σε όλα τα λαϊκά παραμύθια, σε όλο τον κόσμο. Από τον παγωμένο Βορρά μέχρι τον ζεστό Νότο. Από τη ρομαντική Δύση μέχρι τη μαγική Ανατολή. 

Αλλά και διδάγματα για την επιβράβευση του αγώνα, την πάλη με το κακό, την παντοδυναμία της αγάπης, το ταξίδι προς την ενηλικίωση, την αγάπη για τα ζώα, την εξοικείωση με τη φύση, την επιμονή, την υπομονή, την απαντοχή και την αντοχή στις δυσκολίες. 

Τα παραμύθια παρηγορούσαν, συντρόφευαν και ζέσταιναν ανθρώπους που ζούσαν σε τόπους που ο χειμώνας κρατούσε πολύ, το φως ήταν λίγο, και οι κίνδυνοι καραδοκούσαν παντού.


***

Από τους πρώτους εικονογράφους του παραμυθιού ήταν ο Δανός Kay Nielsen.
Η εικονογράφηση αυτής της ανάρτησης είναι της Ουαλής εικονογράφου Jackie Morris
Μπορείτε να παρακολουθήσετε τη διαδικασία της εικονογράφησης του παραμυθιού στο ιστολόγιό της, εδώ.


Τετάρτη 18 Μαρτίου 2015

Βασίλισσες του χιονιού



Στη Βασίλισσα του Χιονιού, ένα από τα πιο σκληρά παραμύθια του Άντερσεν, ο διάβολος φτιάχνει έναν καθρέφτη που παραμορφώνει την ομορφιά του κόσμου. Συρρικνώνει την ομορφιά και την καλοσύνη και μεγεθύνει την ασχήμια. Όταν ο διάβολος προσπαθεί να κοροϊδέψει το Θεό, ο καθρέφτης θρυμματίζεται.

Ένα από τα κομμάτια του τρυπώνει στην καρδιά του μικρού Κάι και την παγώνει. Γεμάτος μίσος και περιφρόνηση για τον κόσμο και την αγαπημένη του Γκέρντα, ο Κάι εγκαταλείπει το σπίτι του και βρίσκει καταφύγιο στην αγκαλιά της Βασίλισσας του Χιονιού, της βασίλισσας του μίσους. 

Η ομορφιά της παγωμένης γυναίκας θυμίζει σταλακτίτη, και μαγεύγει τον Κάι. Ορθώνεται μπροστά του, πανέμορφη και παγωμένη...


Φοράει την άσπρη γούνα της και αγκαλιάζει σαν  χιονοστιβάδα τον μικρό της αιχμάλωτο...



 Ο Κάι αποκοιμιέται στην αγκαλιά του κακού...


Όλο το  ζωικό βασίλειο υποτάσσεται στην παγωμένη βασίλισσα. Λαγοί, αλεπούδες, πολικές αρκούδες και λευκές κουκουβάγιες την υπηρετούν...




Η βασίλισσα κρατά τον Κάι κοντά της και τον κάνει να ξεχάσει την Γκέρντα και κάθε ανάμνηση που είχε από την προηγούμενη ζωή του. Στο πρώτο της φιλί μαγεύεται, στο δεύτερο ξεχνά, στο τρίτο θα πεθάνει...


Η Γκέρντα  αρχίζει την αναζήτηση του αγαπημένου της φίλου...



Τον βρίσκει ακίνητο και παγωμένο...


Όταν αφήνει τον πόνο της να ξεχειλίσει, τα ζεστά της δάκρυα λιώνουν τον πάγο. Ο Κάι θυμάται την προηγούμενη ζωή του και επιστρέφει ...

Η αγάπη νικά. 



Οι εικόνες είναι των: Dugald Stewart Walker, Errol le Cain, Angela Barrett, Jenny Lumelsky, Maria Menshikova, Tomislav Tomic, Ner Tamin, Elena Ringo και Vania Zouravliov.