Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2024

Η τελευταία αρκούδα του δάσους

Με τον Άκη Παπαντώνη είμαστε στην ίδια πάνω κάτω ηλικία. Μεγαλώσαμε κι οι δυο τη δεκαετία του 1990, στα νότια προάστια της Αθήνας. Δεν αποκλείεται να πηγαίναμε και στα ίδια σχολεία. Ήταν η εποχή των ιδιωτικών καναλιών και των ποπ τραγουδιών, των τοπ τεν και των μέγκα σταρ, του Μπέβερλι Χιλς, της αφθονίας.

Ήταν η εποχή των απευθείας συνδέσεων και του CNN, η εποχή του “συμβαίνει τώρα”. Κι αυτό που συνέβαινε στο σαλόνι μας ήταν ο πόλεμος. Ο πόλεμος στον Περσικό, ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν η εποχή που η Νανά Παλετσάκη, εκφωνήτρια ειδήσεων σε ιδιωτικό κανάλι αποκάλεσε τη Γιουγκοσλαβία "Γιουγκοσλαβίτσα", συμπληρώνοντας το λάθος της με τη χιουμοριστική φράση "τι να κάνουμε, κυρίες και κύριοι, όσο πάει μικραίνει αυτό το κράτος!".

Ήταν η εποχή των καταλήψεων, η εποχή που υπουργοί παιδείας συζητούσαν την επαναφορά της ποδιάς και της απογευματινής παρακολούθησης των μαθητών, η εποχή που ευυπόληπτα πολιτικά πρόσωπα του σήμερα κυκλοφορούσαν σε παρακρατικές συμμορίες αρματωμένοι τσεκούρια. Ήταν η εποχή που τα σχολεία έκλειναν ενθαρρύνοντας τους μαθητές να παραστούν σε συλλαλητήρια γιατί “η Μακεδονία ήταν, είναι και θα είναι πάντα ελληνική”, όπως είχε δηλώσει και η ποντιακής καταγωγής Σταρ Ελλάς. Η δήλωσή της συγκίνησε το πανελλήνιο και της χάρισε τον τίτλο της Μις Ευρώπης.

Εκείνη την εποχή, που εμφανίστηκαν οι Nirvana κι εγώ παρακολουθούσα στα τσαρτς τα αγαπημένα μου τραγούδια, ακούγαμε στις ειδήσεις πως νεοναζιστικές συμμορίες χαράσσουν αγκυλωτούς σταυρούς στα πρόσωπα των θυμάτων τους. Ήταν η εποχή των σκιν χεντς. Οι συμμαθητές μας φορούσαν αρβίλες με λευκά κορδόνια και φλάι μπουφάν. Πολλοί κουρεύονταν με την ψιλή.

Σ’ εκείνη την εποχή, που τόσο ανέμελα θυμάμαι, τοποθετεί τους ήρωες της νουβέλας του ο Άκης Παπαντώνης· δύο αδέρφια που μεγαλώνουν στην Αθήνα χωρίς τον πατέρα τους. Κι ενώ ο μικρότερος υποθέτεις πως βρίσκει ένα (ασθενές) αποκούμπι στα γράμματα, ο μεγαλύτερος γίνεται μέλος του Λαϊκού Συνδέσμου και συμμετέχει με άλλους έλληνες εθνικιστές στον πόλεμο της Βοσνίας. Γιατί οι Σέρβοι είναι Ορθόδοξοι κι αδέλφια μας.

Ο μεγάλος αδελφός δίνει στον μικρό τις αναμενόμενες πατρικές συμβουλές: να διαβάζει, να γαμάει, να μένει μακριά από "αριστερούς βρομιάρηδες". Κι όσο παρακολουθείς την πλοκή, ημιτελή ποιήματα αναμειγνύονται με μαρτυρίες επιζησάντων της μεγαλύτερης σφαγής αμάχων που συνέβη στη μεταπολεμική Ευρώπη. Κι έτσι τα σταυρωτά βέλη της Γαλάζιας Στρατιάς κάνουν το άλμπουμ των παιδικών μας χρόνων πολύ σκοτεινότερο. Αλλά δεν ξέραμε πολλά τότε.

Γιατί μπορεί γύρω να γινόταν πόλεμος αλλά εμείς ήμασταν παιδιά”.

***

Άκης Παπαντώνης, Η τελευταία αρκούδα του δάσους, Κίχλη, Αθήνα 2023. 

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2023

Αγαπητή Εκατερίνα Αλεξέγιεβνα



Αγαπητή Εκατερίνα Αλεξέγιεβνα,

είχα ανέκαθεν την εντύπωση πως ο Σοβιετικός άνθρωπος μπορεί να είναι κάτι άλλο από εκείνο που θέλουν να με κάνουν πιστέψω, πιο ζωντανός, ανοιχτός στον διάλογο, ελεύθερος και γενναιόψυχος. Δεν θέλω να εγκαταλείψω αυτή την ιδέα και είμαι έτοιμος να πληρώσω οποιοδήποτε τίμημα προκειμένου να μείνω πιστός στην πεποίθησή μου. Νόμιζα πως η χαρά για την απονομή του βραβείου Νόμπελ δεν θα ήταν μοναχά δική μου, αλλά πως θα τη μοιραζόμουν με την κοινωνία της οποίας αποτελώ κομμάτι. Νομίζω πως η τιμή δεν αποδίδεται μόνο σε μένα, αλλά στη λογοτεχνία στην οποία ανήκω, τη Σοβιετική λογοτεχνία, στην οποία, με το χέρι στην καρδιά, έχω συνεισφέρει ένα δυο πράγματα.

Όσο μεγάλες κι αν είναι οι διαφορές μου με τις επιταγές των καιρών, δεν θα ήθελα να λυθούν με το τσεκούρι. Ε, λοιπόν, αν θεωρείτε πως αυτό είναι το σωστό, είμαι πρόθυμος να υπομείνω και να αποδεχτώ τα πάντα. Δεν θα ήθελα όμως αυτή μου η προθυμία να εκληφθεί ως πρόκληση ή αναίδεια. Το εντελώς αντίθετο –πρόκειται για χρέος ταπεινότητας. Πιστεύω πως στη γη και στη ζωή υπάρχουν ανώτερες δυνάμεις, και ο Θεός μου απαγορεύει να είμαι περήφανος και αλαζονικός.


[1]  Επιστολή του Μπορίς Παστερνάκ στην Εκατερίνα Αλεξέγιεβνα, Peter Finn & Petra Couvée, The Zhivago Affair: The Kremlin, the CIA, the battle over a forbidden book, Chapter 11.

Τετάρτη 31 Μαΐου 2023

Όνειρα τραίνων



Στα "Όνειρα τραίνων" πλήθη εργατών κόβουνε ολόκληρα δάση για να συναρμολογήσουν τις μεγαλύτερες γέφυρες των αμερικανικών σιδηροδρόμων. Άλογα σακατεμένα από το βάρος προχωρούν πάνω στον ξυλόδρομο βυθισμένα στη σιωπή, ξύλινες σκαλωσιές αιωρούνται στο κενό πάνω από αδιάβατα βάραθρα, ενώ τεράστια μηχανήματα, που οι εργοδηγοί ονομάζουν "γαϊδούρες" καίνε τα ξύλα, πάλλονται, βογκούν και μουγκρίζουν στα βουνά. 

Στον Γρέινιερ αρέσει η μεγάλη κλίμακα που έχουν τα πράγματα μέσα το δάσος, η αίσθηση ότι είναι χαμένος κάπου μακριά και η πεποίθηση ότι,  με τόσα δέντρα να τον φυλάνε, τίποτα δεν μπορεί να τον βλάψει. Δουλειά, σωματική προσπάθεια, εξάντληση και ξεκούραση στο τέλος της ημέρας. 

Βέβαια, το δέντρο σου φέρεται σαν φίλος μόνο αν το αφήσεις στην ησυχία του. Όσο είναι όρθιο έχει το ρόλο του φύλακα. Τη στιγμή που το πριόνι χαράζει το ξύλο, ξεκινά ο πόλεμος. Τις περισσότερες φορές ένα έμπειρος ξυλοκόπος είναι σε θέση κρίνει προς τα πού θα πέσει ο κορμός και με επιδέξια κοψίματα να τον κάνει να προσγειωθεί στην ανηφόρα απαλός σαν βελόνα. Μία στις εκατό, το δέντρο γίνεται φονιάς και πενήντα τόνοι ξύλο βρίσκουν τον πριονιστή στο κεφάλι. Μαδέρια που ζυγίζουνε τόνους μπορούν να κατρακυλήσουν από το κάρο και να σκοτώσουν τα άλογα ή να αφήσουν τον εργάτη παράλυτο για πάντα. 

Υπήρχαν διαφορετικές εκδοχές για την καταγωγή του Γκρέινιερ και δεν τον ενδιέφερε να υιοθετήσει καμιά τους. Είχε χάσει την οικογένειά του ως παιδί. Όταν έχασε και την οικογένεια που κατάφερε να αποκτήσει ως ενήλικας, άρχισε να αλυχτά στο δάσος  σαν λύκος. Όπως λένε οι Ινδιάνοι, "δεν υπάρχει ούτε ένας λύκος που δεν μπορεί να εξημερώσει άνθρωπο". Στα βουνά της Μοντάνα, όταν πέφτει το σκοτάδι και το φεγγάρι γεμίζει, υπάρχουν  πλάσματα που δεν τα έπλασε ο Θεός. 

Ο Γκρέινιερ θα ταξιδέψει στην Ουάσιγκτον, το Σιάτλ, τη Γιούτα, τη Μοντάνα, το Άινταχο και θα  δουλέψει στις γέφυρες των σιδηροδρόμων μια ολόκληρη ζωή. Θα περπατήσει στα δάση των πολιτειών της Βόρειας Αμερικής, θα τα δει να καίγονται, θα φτιάξει καλύβες, θα ζήσει σε καιρούς που οι άνθρωποι χειροκροτούσαν στο τσίρκο ακροβάτες και παιδιά θαύματα, σιαμαίους αδελφούς και δωδεκαδάκτυλους, θα δει τον πιο χοντρό άνθρωπο του κόσμου και θα προλάβει την εποχή που ο Έλβις Πρίσλεϊ ταξίδευε ακόμη με το τρένο. 

***

Ντένις Τζόνσον, Όνειρα τραίνων (μτφρ.: Παναγιώτης Κεχαγιάς), Αντίποδες, Αθήνα 2023. 

Παρασκευή 19 Μαΐου 2023

Μικρά πράγματα σαν κι αυτά



Όταν είδα τα Πνεύματα του Ινισέριν, μια από τις καλύτερες ταινίες που παίχτηκαν στα σινεμά αυτό τον χειμώνα, σκέφτηκα πόσο πολύ θέλω να επισκεφτώ την ιρλανδέζικη εξοχή. Μια μικρή πόλη που τίποτα δεν συμβαίνει. Που οι εποχές του χρόνου κυλούν ειρηνικά, οι άνθρωποι πηγαίνουν κάθε βράδυ στην ίδια παμπ, μιλούν με τους ίδιους γείτονες, πίνουν την ίδια μπίρα, κάνουν την ίδια κουβέντα. Οι άνθρωποι στο Ινισέριν νιώθουν τόσο ασφαλείς στη ρουτίνα τους, που όταν στην απέναντι ακτή ξεσπά ένας εμφύλιος πόλεμος, κανένας δεν δίνει σημασία. Δεν επηρεάζει σε τίποτα τις ζωές των κατοίκων, που αρμέγουν τις αγελάδες τους, μαζεύουν την μπουγάδα πριν από τη βροχή, φτιάχνουν γλυκό από τα φρούτα της εποχής κι αυτό ήταν όλο. 

Τον Οκτώβρη τα φύλλα των δέντρων ήταν κίτρινα. Έπειτα τα ρολόγια γύρισαν μια ώρα πίσω και οι δυνατοί άνεμοι του Νοέμβρη ήρθαν και φύσηξαν και ξεγύμνωσαν τα δέντρα. Στην πόλη του Νιου Ρος, οι καμινάδες έφτυναν καπνό, που έπεφτε χαμηλά και παρασυρόταν, αχνές, λεπτές τούφες που γρήγορα σκορπίζονταν πάνω από τις αποβάθρες, και σύντομα ο ποταμός Μπάροου, σκούρος σαν μαύρη μπίρα, φούσκωσε από τις βροχές. 



Στο Μικρά πράγματα σαν κι αυτά της Κλερ Κίγκαν, η πόλη του Νιου Ρος θυμίζει το Ινισέριν. Στις αρχές της δεκαετίας του '80 η ζωή δεν παρουσιάζει και πολλές διαφορές. Μοιάζει να έχει σταματήσει στις αρχές του αιώνα. Οι άνθρωποι στέκονται στην ουρά του ταχυδρομείου, χαζολογούν και κουτσομπολεύουν στα μικρά εμπορικά καταστήματα, παραγγέλνουν καυσόξυλα για τον χειμώνα. Ο Φέρλογκ ξυπνά κάθε πρωί προτού χαράξει, ρίχνει μια ματιά στις πέντε κόρες του και σκέφτεται πόσο τυχερός είναι που έχει δουλειά, φαγητό και πέντε κορίτσια που έχουν ανατραφεί σωστά και τον συνοδεύουνε στην εκκλησία. 

Καθόταν στο παράθυρο με την κούπα στο χέρι, κοιτάζοντας το δρόμο και το ποτάμι μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, κι όλα τα μικροπράγματα που συνέβαιναν εκεί έξω: τα αδέσποτα σκυλιά που έψαχναν για αποφάγια στα σκουπίδια, τις σακούλες έξω από τα φαγάδικα και τους άδειους κάδους που τους παράσερνε η ορμή του ανέμου και η βροχή, τους τελευταίους θαμώνες που έφευγαν από την παμπ, τρεκλίζοντας στον δρόμο για το σπίτι. 

Αυτή είναι η ζωή στην ιρλανδέζικη ύπαιθρο. Οι άνθρωποι σιωπούν και κάνουν αυτό που οι άλλοι περιμένουν από αυτούς για να μπορέσουν να συνεχίσουν τη ζωή τους.

Τι αξία είχαν όλα αυτά; αναρωτιόταν ο Φέρλογκ. Δουλειά και ατέλειωτη έγνοια. Να σηκώνεται πριν βγει ο ήλιος και να πηγαίνει στη μάντρα, να πηγαίνει τις παραγγελίες, τη μία μετά την άλλη, από το πρωί ως το βράδυ, έπειτα να επιστρέφει αφού είχε πέσει ο ήλιος και να πλένει από πάνω του την κάπνα, να κάθεται για βραδινό στο τραπέζι και να κοιμάται μέχρι να ξυπνήσει πάλι, πριν βγει ο ήλιος, για να κάνει ακριβώς τα ίδια, για άλλη μια φορά.


Τι συμβαίνει όταν κάποιος αποφασίζει για μια φορά στη ζωή του να φανεί γενναίος; Υπάρχει καλοσύνη χωρίς θάρρος; Μπορεί ο Φέρλογκ να στρέψει την πλάτη του στη συνένοχη σιωπή των συγχωριανών του; Μπορεί κάποιος να ζήσει χωρίς τον γείτονά του, σε μια μικρή πόλη που η εκκλησία κρατά ομήρους τους κατοίκους της; 

* * * 
Claire Keegan, Μικρά πράγματα σαν κι αυτά (μτφρ. Μαρτίνα Ακητοπούλου), Μεταίχμιο, Αθήνα 2023. 

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2023

Heinrich Hoffmann: Για παιδιά με τρόπους

Όσοι είμαστε γονείς σκεφτόμαστε διαρκώς πόσο σωστότερα μεγαλώνουμε τα παιδιά σας σε σχέση με ό, τι έκαναν οι γονείς μας. Βέβαια, και εκείνοι μάς μεγάλωσαν σωστότερα από ό,τι είχαν μεγαλώσει οι ίδιοι. Όσοι δεν έχουμε παιδιά σκεφτόμαστε πως τα παιδιά των φίλων μας είναι πιο ευτυχισμένα από ό,τι ήμασταν εμείς στην ηλικία τους και ζουν με περισσότερη αυτοπεποίθηση και λιγότερο άγχος. Δεν  λένε με το ζόρι "ευχαριστώ", "παρακαλώ", "γεια σας", "πώς είστε;", όπως κάναμε εμείς, που όταν πηγαίναμε επισκέψεις σε συγγενείς δεν επιτρεπόταν να ψαρέψουμε παρά μόνο ένα σοκολατάκι από την φοντανιέρα. Το καταβροχθίζαμε το πρώτο λεπτό και υποφέραμε για το υπόλοιπο δίωρο στο καλοσιδερωμένο μας ρουχαλάκι, για να κερδίσουμε τον πολύτιμο έπαινο μιας θείας. 


Η κατσάδα σήμερα είναι από πασέ έως απαγορευμένη. Ποια ήταν η θέση της στα παιδικά βιβλία τον περασμένο αιώνα; Τι συνέβαινε με τα παιδικά αναγνώσματα όταν έκαναν την εμφάνισή τους; 

Η απάντηση βρίσκεται στον Struwwelpeter του Χάινριχ Χόφμαν (Πετροτσουλούφης στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη). Το βιβλίο αφορά ένα αγοράκι, τον Πέτρο, που δεν συμπεριφέρεται σωστά και σε καθεμιά από τις δέκα αυτοτελείς ιστορίες, παίρνει την τιμωρία του, που δεν είναι και πολύ επιεικής.

Σε μια ιστορία, για παράδειγμα, ο Πέτρος τρομοκρατεί και βασανίζει τα ζώα, ώσπου του επιτίθεται ένας σκύλος, του τρώει το φαγητό του, τον καταδαγκώνει και ο Πέτρος πέφτει στο κρεβάτι ετοιμοθάνατος. Και πράγματι η τιμωρία του αγοριού είναι επιεικής, αν σκεφτεί κανείς ότι στη δεύτερη ιστορία, το κοριτσάκι που παίζει με τα σπίρτα καίγεται ζωντανό. 

Το βιβλίο πολλές φορές κατηγορήθηκε για τα ρατσιστικά του σχόλια. Παρόλο που τα τρία λευκά αγόρια παίρνουν ένα μάθημα γιατί κοροϊδεύουν έναν έγχρωμο συμμαθητή τους, το μάθημα είναι να πέσουν μέσα σε μαύρο μελάνι και να γίνουν και τα ίδια κατάμαυρα!

Μία άλλη πολύ αγαπημένη μου είναι η ιστορία όπου ένα αγοράκι, παρά τις παρατηρήσεις της μαμάς του, πιπιλάει ασύστολα το δάχτυλό του, ώσπου εμφανίζεται ο γίγαντας με το τεράστιο ψαλίδι και του κόβει το δάχτυλο, για να μάθει. Και η καλύτερη από όλες, είναι εκείνη όπου το παιδάκι που δεν τρώει το φαγητό του απλώς πεθαίνει από ασιτία. 

Οι ιστορίες του Χόφμαν κυκλοφόρησαν το 1845. Δεν ξέρω εάν εξακολουθούν να επανεκδίδονται –μάλλον ως τεκμήριο μιας άλλης εποχής, όπου η αυστηρότητα και η πειθαρχία ήταν αρετές που έπρεπε κανείς να διδαχτεί ακόμη και με τον σκληρότερο τρόπο. Εάν εκείνα τα βιβλία ανέθρεψαν βασανιστές,  τα σημερινά θα βρουν έναν τρόπο, πέρα από τη σιγουριά και την αυτοπεποίθηση, να διδάξουν στα πιτσιρίκια την καλοσύνη; 


Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Έκτρωση: το"έργο του Διαβόλου"


Και στη γυναίκα είπε ο Θεός: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου και αυτός σου κυριεύσει»(Γεν. γ, 16).

Τι μπορεί να συνδέει έναν Αμερικανό ταλαντούχο παραμυθά όπως ο Τζον Ίρβινγκ με τη μικροσκοπική (μα τετραπέρατη!) καναδέζα μυθιστοριογράφο Μάργκαρετ Άτγουντ; Εντελώς τυχαία αυτό το καλοκαίρι διάβασα τη Θέα στον ωκεανό αμέσως μετά την Ιστορία της Θεραπαινίδας. Με πόσο διαφορετικό τρόπο μπορεί να πραγματευτεί ο συγγραφέας το τραγικά επίκαιρο θέμα της έκτρωσης! 

Αυτή η κοπέλα είναι δεκατριών χρονών. Η λεκάνη της έχει μόνο τρεισήμισι ίντσες διάμετρο. Δύο προηγούμενοι βίαιοι τοκετοί καταξέσχισαν τα τρυφερά της μέρη και της άφησαν μια μάζα από άκαμπτο ιστό γεμάτο ουλές. Αυτή είναι η τρίτη εγκυμοσύνη της, αποτέλεσμα αιμομιξίας -αποτέλεσμα βιασμού. Αν επιτραπεί η συνέχιση της εγκυμοσύνης, θα μπορέσει να γεννήσει μόνο με καισαρική τομή, η οποία, με δεδομένο την εύθραυστη υγεία του παιδιού (η ίδια είναι παιδί), για να μην αναφερθούμε και στην πνευματική της κατάσταση, θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Γι' αυτό αποφάσισα να της κάνω έκτρωση.[1] 

Ο Δόκτωρ Λάρτς δέχεται να κάνει εκτομή της μήτρας και να κονιορτοποιήσει ένα έμβρυο, προκειμένου να απαλλάξει μια μέλλουσα μητέρα από κινδύνους που αφορούν τη σωματική και ψυχική της υγεία. Είναι παράνομο, αλλά το κάνει παρόλα αυτά. Είναι μαιευτήρας. Δουλειά του είναι να φέρνει παιδιά στον κόσμο. Οι συνάδελφοί του το ονομάζουν "έργο του Κυρίου". Κάνει επίσης και εκτρώσεις. Οι συνάδελφοί του τις αποκαλούν "έργο του Διαβόλου". 

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν άλλες δυο γυναίκες, κι οι δυο με κόκκινο φόρεμα και τη λευκή καλύπτρα των Θεραπαινίδων. Η μία απ' αυτές είναι έγκυος σε προχωρημένο μήνα. Η κοιλιά της, κάτω απ' το φαρδύ της φόρεμα είναι διογκωμένη θριαμβικά. Ένα θρόισμα διατρέχει τον χώρο, ένας ψίθυρος, κοφτά επιφωνήματα. Παρά τη θέλησή μας, στρέφουμε το κεφάλι ξεδιάντροπα για να κοιτάξουμε. Τα δάχτυλά μας λαχταρούν να την αγγίξουν. Η παρουσία της έχει κάτι το μαγικό για όλες μας, είναι αντικείμενο φθόνου και πόθου, τη ζηλεύουμε βασανιστικά. Είναι σαν σημαία σε κορυφή λόφου, δείχνοντάς μας αυτό που μπορεί ακόμη να επιτευχθεί: μπορούμε κι εμείς να σωθούμε.[2] 

Η Άτγουντ στο μυθιστόρημά της περιγράφει το ολοκληρωτικό καθεστώς της Γαλαάδ: Μια κοινωνία βαθιά πατριαρχική, που παρουσίαζε τη στειρότητα ως αμάρτημα και κατάρα. Οι στείρες γυναίκες μετατρέπονταν σε κέρβερους βασανιστές, τις λεγόμενες Θείες, και οι στείροι άνδρες σε Κυβερνήτες. Βέβαια...

Δεν υπάρχουν πλέον στείροι άντρες, τουλάχιστον όχι επισήμως. Μόνο γυναίκες καρπερές και γυναίκες στέρφες, έτσι ορίζει ο νόμος. 

Το καθεστώς δημιούργησε ένα άμεσο απόθεμα γυναικών που επιστρατεύτηκαν για αναπαραγωγικούς σκοπούς με την απλή τακτική της κήρυξης όλων των δεύτερων γάμων και των σχέσεων εκτός γάμου ως τέλεση μοιχείας. Συλλαμβάνοντας και κρίνοντάς ηθικά αξιόμεμπτες τις γυναίκες των ζευγαριών, έδινε τα παιδιά που είχαν αποκτήσει σε άτεκνες οικογένειες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και πρόσφερε τις ίδιες σαν μηχανές τεκνοποίησης σε άντρες της ελίτ και στις συζύγους τους. 

Η πτωτική πορεία των γεννήσεων, η αδυναμία των γυναικών για αναπαραγωγή, αλλά και η εκτεταμένη διαθεσιμότητα ποικίλων μέσων αντισύλληψης, συμπεριλαμβανομένης και της έκτρωσης, επέβαλαν τη λήψη εφιαλτικών μέτρων. Στο πρόσφατο παρελθόν έχουν εφαρμοστεί παρόμοια μέτρα. Αρκεί να θυμηθούμε τη Ρουμανία της δεκαετίας του '80 όπου ο πρόεδρος Τσαουσέσκου απαγόρεψε όλα τα μέσα αντισύλληψης επιβάλλοντας καταναγκαστικούς ελέγχους εγκυμοσύνης στον γυναικείο πληθυσμό, συνδέοντας επαγγελματικές προαγωγές και μισθολογικές αυξήσεις με τη γονιμότητα. 


Για τις κατοπινές γενιές, έλεγε η θεία Λίντια, τα πράγματα θα είναι απείρως καλύτερα. Οι γυναίκες θα ζουν αρμονικά όλες μαζί, σε μια μεγάλη οικογένεια. Θα είστε σαν κόρες τους, κι όταν ο πληθυσμός θα φτάσει πάλι τα παλιά του επίπεδα δε θα χρειάζεται πλέον να σας μεταφέρουμε απ' το ένα σπίτι στο άλλο, διότι θα υπάρχουν αρκετά μωρά. [...]Γυναίκες ενωμένες προς έναν κοινό στόχο! 

Με την είσοδό τους στο νοικοκυριό ενός Κυβερνήτη, οι Θεραπαινίδες άλλαζαν το όνομά τους: Τουγκλέν, Τουφρέντ, Τουγουόρεν, κατά τον ίδιο τρόπο που μια γυναίκα της ελληνικής υπαίθρου μετά τον γάμο της ονομαζόταν Γιαννού, Μήτσαινα, Κώσταινα και πάει λέγοντας. Ρατσισμός, παγανιστικά στοιχεία, χριστιανικοί φόβοι συνδυάστηκαν με την κοινωνιοβιολογική θεωρία της φυσικής πολυγαμίας του ανθρώπου και μετέτρεψαν τις γυναίκες σε αντικείμενα αναπαραγωγής. Οι ηλικιωμένες, οι Θεραπαινίδες που απέτυχαν και στις τρεις ευκαιρίες που τους δόθηκαν να εγκυμονήσουν και άλλες "αδιόρθωτες" εξορίζονται στις αποικίες. Ξερονήσια για απόβλητες και στείρες. Γιατί όχι;

Αναλογίσου τι μπλεξίματα είχαν [οι γυναίκες] τα παλιά χρόνια. Ξεχνάς τα μπαρ για εργένηδες, την αναξιοπρέπεια των τυφλών ραντεβού στο λύκειο; Το εμπόριο σαρκός. Ξεχνάς το φρικτό χάσμα που χώριζε όσες μπορούσαν να εξασφαλίσουν έναν άντρα από εκείνες που δεν μπορούσαν; Ορισμένες κυριεύονταν από απόγνωση, λιμοκτονούσαν για να αδυνατίσουν ή τίγκαραν τα στήθη τους με σιλικόνη, πήγαιναν κι έκοβαν τις μύτες τους. Σκέψου το μέγεθος της ανθρώπινης δυστυχίας. 

***

[1] Τζον Ίρβινγκ, Θέα στον ωκεανό, Νεφέλη, Αθήνα 1999.

[2] Μάργκαρετ Άτγουντ, Η ιστορία της θεραπαινίδας, Ψυχογιός, Αθήνα 2018. 

[3] Οι εικόνες τις ανάρτησης είναι από το γκράφικ νόβελ της Renee Nault

Δευτέρα 1 Αυγούστου 2022

Μαθήματα λογοτεχνίας από τον Χούλιο Κορτάσαρ

"Όσο πιο λογοτεχνική είναι η λογοτεχνία, τόσο πιο ιστορική και επιδραστική γίνεται".

Στα Μαθήματα Λογοτεχνίας του Χούλιο Κορτάσαρ περιλαμβάνονται οκτώ διαλέξεις που έδωσε ο συγγραφέας στους φοιτητές του τμήματος Νοτιαμερικανικών Σπουδών του Πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια μεγάλη κουβέντα που κάνει ο Κορτάσαρ με τους φοιτητές του και αφορά τα πάντα: τον ρεαλισμό και το φανταστικό, τη μουσική και το χιούμορ, τον ερωτισμό και τον χρόνο, το μοιραίο, τα βασικά χαρακτηριστικά της λατινοαμερικανικής λογοτεχνίας, και όχι μόνο. 

Ακούγοντας ή διαβάζοντας τον Κορτάσαρ καταλαβαίνει κανείς πώς είναι δυνατόν να περάσεις από τη λατρεία της λογοτεχνίας χάριν της λογοτεχνίας στη λατρεία της λογοτεχνίας ως μελέτης της ανθρώπινης συνθήκης, αλλά και ως μορφής συμμετοχής στις ιστορικές διεργασίες που τελούνται σε αυτό που ο καθένας μας ονομάζει πατρίδα. 

Τα σημεία του βιβλίου που επέλεξα να σταχυολογήσω είναι όσα με τον έναν ή τον άλλον τρόπο αναφέρονται στη σχέση της λογοτεχνίας με την Ιστορία, στον κοινωνικό ρόλο που καλείται ή μπορεί να επιτελέσει και σε αυτό που πολλοί αποκαλούν "στράτευση" του καλλιτέχνη. Ο Κορτάσαρ παραδέχεται πως "σήμερα, το να γράφεις ή να διαβάζεις λογοτεχνία προϋποθέτει την αδιαμφισβήτητη παρουσία του ιστορικού και του γεωπολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο διενεργείται αυτή η ανάγνωση ή η γραφή", δίνοντας, όμως, στην έννοια της στράτευσης μια νέα, ευρύτερη σημασία. 

Αυτό που ήθελα να πω –εξ ου και η παρανόηση– και θα το επαναλάβω τώρα, ίσως πιο ξεκάθαρα, είναι πως, κυρίως αυτόν τον καιρό και κυρίως στη Λατινική Αμερική με αυτά που περνάει τώρα, δεν ανέχομαι αυτό το είδος μυθοπλασίας που περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και μόνο, όπου αισθάνεσαι πως ο συγγραφέας δημιουργεί ένα έργο μυθοπλασίας ή φαντασίας και μόνο, αποφεύγοντας ηθελημένα μια πραγματικότητα που τον περιβάλλει, που ορθώνεται μπροστά του και του ζητάει ν’ ανοίξουν ένα διάλογο μες στα βιβλία που αυτός ο άνθρωπος θα γράψει. Το φανταστικό, που τόσο πολύ το αγαπώ και το ‘χω χρησιμοποιήσει για να κτίσω το έργο μου, είναι το μόνο που βοηθάει να προβληθεί πιο καθαρά και πιο δυνατά η πραγματικότητα που μας περιβάλλει. 


[...] αν υπάρχει κάτι που υπερασπίζομαι για τον εαυτό μου, για τη γραφή, για τη λογοτεχνία, για όλους τους συγγραφείς και όλους τους αναγνώστες, είναι το κυρίαρχο δικαίωμα του συγγραφέα να γράφει ό,τι του υπαγορεύουν η συνείδησή του και η προσωπική του αξιοπρέπεια. Αν αυτός ο συγγραφέας είναι στρατευμένος σε μια ιδεολογία και γράφει γι’ αυτήν, ως συγγραφέας εκπληρώνει το χρέος του, και αν, παράλληλα, εξακολουθεί να επιτελεί το λογοτεχνικό του έργο λόγου χάριν της ίδιας της λογοτεχνίας –αυτήν του πρώτου σταδίου–, είναι αποκλειστικό του δικαίωμα και κανείς δεν μπορεί να τον επικρίνει γι’ αυτό. 


Αν η λογοτεχνία περιέχει την πραγματικότητα, υπάρχουν πραγματικότητες που κάνουν ό,τι μπορούν για να διώξουν τη λογοτεχνία· και τότε είναι που η λογοτεχνία, η καλύτερη εκδοχή της, εκείνη που δεν είναι συνεργός ή απολογήτρια ή ευνοούμενη αυτής της κατάστασης των πραγμάτων, σηκώνει το γάντι, καταγγέλλει αυτή την πραγματικότητα περιγράφοντάς την, και το μήνυμά της φτάνει πάντα στον προορισμό του· οι μποτίλιες συλλέγονται και ανοίγονται από αναγνώστες που όχι μόνο καταλαβαίνουν αλλά και, πολλές φορές, παίρνουν θέση και μετατρέπουν αυτή τη λογοτεχνία σε κάτι περισσότερο από μια αισθητική απόλαυση ή μια ώρα ψυχαγωγίας. 


Δεν είναι επιτακτικό ή υποχρεωτικό αυτή η λογοτεχνία της εξορίας να έχει πολιτικό περιεχόμενο ή να παρουσιάζεται ως κατεξοχήν ιδεολογική δραστηριότητα. Όταν ένας υπεύθυνος συγγραφέας δημιουργεί δίνοντας όλο του τον εαυτό, ό,τι γράψει θα είναι ένα όπλο σ’ αυτή η δύσκολη διαμάχη που δίνουμε μέρα με τη μέρα. Ένα ερωτικό ποίημα, ένα αμιγώς φανταστικό διήγημα, είναι η ωραιότερη απόδειξη πως δεν υπάρχει δικτατορία ή καταπίεση που να μπορεί να διαρρήξει αυτόν τον βαθύ δεσμό ανάμεσα στους καλύτερους συγγραφείς μας και την πραγματικότητα των λαών τους, αυτή την πραγματικότητα που χρειάζεται την ομορφιά όσο χρειάζεται και την αλήθεια και την καλοσύνη

Σε όλες τις εκδοχές, θετικές ή αρνητικές, της σχέσης μεταξύ πραγματικότητας και λογοτεχνίας, αυτό που κατά βάθος διακυβεύεται είναι η προσέγγιση της αλήθειας μέσω της φαντασίας, της διαίσθησης, των πνευματικών και αισθητικών σχέσεων που φέρνουν αποκαλύψεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα αποτελέσουν μέρος ενός μυθιστορήματος ή ενός διηγήματος ή ενός ποιήματος. Τώρα, περισσότερο από ποτέ, ο συγγραφέας και ο αναγνώστης γνωρίζουν ότι το λογοτεχνικό είναι ένας ιστορικός παράγων, μια κοινωνική δύναμη, κι ότι το μεγάλο κι ωραίο παράδοξο είναι πως όσο πιο λογοτεχνική είναι η λογοτεχνία, αν μου επιτρέπεται η ταυτολογία, τόσο πιο ιστορική και επιδραστική γίνεται. 

Η λογοτεχνία επιτελεί μια κοινωνική και ιστορική αποστολή, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οφείλει να μένει πιστή στην πραγματικότητα με τον τρόπο που το έκαναν οι ρεαλιστές. Ο Κορτάσαρ μιλά γι’ αυτόν τον κάποτε απροσδιόριστο αλλά πάντα αδιαμφισβήτητο δεσμό μεταξύ μιας λογοτεχνίας που δεν κρύβει κάτω από το χαλί την πραγματικότητα, και αυτών που αναγνωρίζουν μέσα της τον εαυτό τους, ενώ εκείνη, την ίδια στιγμή, τους μεταφέρει σε επίπεδα αυτεπίγνωσης, πολιτικής και αισθητικής πέρα από τον εαυτό που γνώριζαν.

***

Χούλιο Κορτάσαρ, Μαθήματα λογοτεχνίας (μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης), Εκδόσεις Opera, Αθήνα 2021