Παρασκευή 26 Ιουνίου 2020

Για την ανάγνωση και το βιβλίο


Mai Trung Thu

Ποια είναι η σχέση σας με την ανάγνωση βιβλίων και ποιος ο ρόλος της στη γενικότερη διαχείριση του προσωπικού σας χρόνου; [...] Αποφασίζετε να καταθέσετε την εμπειρία σας στο ιστολόγιο του σχολείου σας. Να δικαιολογήσετε την όποια επιλογή σας. 

Δεν αγαπούσα και πολύ την ανάγνωση σαν παιδάκι. Προτιμούσα να παίζω με τις κούκλες μου και να τους αλλάζω ρούχα κάνοντας το μανεκέν. Ώρες ώρες απορούσα με τους γονείς μου που τους άρεσε τόσο πολύ το διάβασμα και με την αδερφή μου, που έπαιρνε βιβλία χωρίς εικόνες και τα ξεκοκάλιζε μέσα σε δυο μέρες. Εγώ πάντοτε προτιμούσα τα εικονογραφημένα, γιατί με βοηθούσαν να πλάσω με το μυαλό μου την ιστορία, χωρίς να χρειάζεται να διαβάσω το κείμενο που τη συνόδευε. Ποτέ δεν με ενδιέφερε αν η ιστορία του μυαλού μου ήταν ίδια με εκείνη που αφηγούνταν το βιβλίο. Οι εικόνες ήταν πάντα αρκετές. 

Άρχισα να διαβάζω -και να γράφω, τώρα που το σκέφτομαι- από βαρεμάρα. Και άργησα να αρχίσω από αντίδραση. Στο δημοτικό σχολείο οι δασκάλες μάς τόνιζαν πως, αν διαβάζουμε εξωσχολικά βιβλία, θα γίνουμε καλύτεροι στην ορθογραφία και θα μάθουμε να χρησιμοποιούμε σωστά τη γλώσσα. Αλλά εγώ ούτε στην ορθογραφία ούτε και στη γλώσσα είχα πρόβλημα, επομένως ποιος ο λόγος; 

Όταν, όμως, η αδερφή μου μεγάλωσε και έπαψε να με παίζει, μαράζωνα τα μεσημέρια του καλοκαιριού, που όλοι κοιμόμασταν έξω από τη σκηνή μας και απαγορευόταν να κάνουμε φασαρία. Ξάπλωνα σε ένα στρώμα θαλάσσης, κάτω από τα πλατάνια, παρατηρούσα τους ανθρώπους του κάμπινγκ και έλιωνα από την ανημπόρια. 


Ο μπαμπάς μου, λάτρης της ποιοτικής λογοτεχνίας κατά τα άλλα, στις διακοπές συνήθιζε να διαβάζει εκείνα τα ελαφριά βίπερ των εκδόσεων Bell. Ένα μεσημέρι που δεν είχα τι να κάνω, πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του. Ο τίτλος ήταν "Χέβεν στη σκιά του φόβου". Δε θυμάμαι και πολύ καλά την υπόθεση, αλλά λίγο πολύ ήταν η ιστορία μιας έφηβης που έμπλεκε με τον έναν και με τον άλλον, την εκμεταλλεύτηκαν, έμεινε έγκυος στους πέντε δρόμους και τέτοια. Διάβαζα σαν τρελή. Ερωτικές σκηνές, εγκλήματα, δολοπλοκίες... Μάλλον ήταν εντελώς ακατάλληλο βιβλίο για το εντεκάχρονο κοριτσάκι που ήμουν τότε, αλλά το έπαιρνα στα κρυφά κάθε μεσημέρι και καρδιοχτυπούσα από την κορυφή μέχρι τα νύχια σε κάθε του σελίδα. 

Τώρα, πώς από κάτι τέτοιο στράφηκα στα μυθιστορήματα της Ζωρζ Σαρρή, δεν έχω ιδέα. Αλλά εκείνο το καλοκαίρι, διάβασα σχεδόν όλη τη Ζωρζ και, όταν ζήτησα από τον μπαμπά μου να μου αγοράσει κάτι πιο "ζωηρό", μου έφερε το "Αύριο πάλι" του Ανρί Τρουαγιά. Ίδρωνα διαβάζοντας την ιστορία της Συλβί, που ερωτεύτηκε παράφορα τον ετεροθαλή αδελφό της και για πρώτη φορά ένιωσα το σώμα μου να ξυπνά, να αλλάζει θερμοκρασία και χρώματα, να ανθίζει και να ξεχνιέται με ένα βιβλίο. 

Monica Barengo

Η αγάπη για την ανάγνωση, λοιπόν, ήρθε στη ζωή μου κάπως συμπτωματικά. Μπορεί να διάβαζα έτσι κι αλλιώς κάποια στιγμή ακολουθώντας το παράδειγμα των γονιών μου, δεν ξέρω. Φοιτήτρια πια, έπιασα δουλειά σε ένα από τα μεγαλύτερα βιβλιοπωλεία της Αθήνας, και το κακό απόγινε. 

Δεν ξέρω ποιο είναι το όφελος. Δεν πιστεύω πως το βιβλίο μάς κάνει καλύτερους. Διαφορετικά, πώς εξηγείται ο κανιβαλισμός μεταξύ των διανοουμένων ή των μανιωδών αναγνωστών και βιβλιόφιλων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης; Μάλιστα, θα έλεγα πως οι ζημίες -οικονομικά τουλάχιστον- είναι μεγάλες, διότι το βιβλίο στην Ελλάδα είναι ακριβό. 

Ζημίες υπάρχουν και σε άλλους τομείς. Όταν το διάβασμα γίνεται εμμονή -γιατί μπορεί να γίνει εμμονή και η εμμονή ποτέ δεν είναι καλό πράγμα- ο ελεύθερος χρόνος που απομένει είναι ελάχιστος. Έπειτα, όσο περισσότερο διαβάζεις, τόσο αυξάνονται υποχρεώσεις και εκκρεμότητες που επιβάλεις στον εαυτό σου. Να διαβάσω κι αυτό, κι αυτό, κι αυτό, να μην μείνει κανείς κλασικός αδιάβαστος. 

Η ανάγνωση, η ενασχόληση με τη λογοτεχνία ειδικά, όπως και με κάθε τέχνη, σου δίνει βέβαια μια αισθητική. Αυτή η αισθητική, μέχρι να την απομυθοποιήσεις, σε μετατρέπει σε έναν σνομπ, εστέτ ανθρωπάκο, που σχεδόν λυπάται όσους δεν έχουν γνωρίσει τίποτα από αυτή τη μεγαλειώδη απόλαυση της ενασχόλησης με την τέχνη του λόγου. Τους καημένους, πηγαίνουν και χορεύουνε στα ξενυχτάδικα. Ενώ εμείς... διαβάζουμε λογοτεχνία! Και δεν σου αρέσει το ένα μαγαζί γιατί προσβάλλει την αισθητική σου, ούτε και το άλλο, κι ύστερα οι άνθρωποι, όλα σου φταίνε, είναι θέμα παιδείας...
 

Πρέπει να περάσουν χρόνια για να συνειδητοποιήσεις πως η μεγαλύτερη αρετή του ανθρώπου δεν είναι η μόρφωση, ούτε η καλαισθησία, ούτε και η καλλιέργεια. Είναι η καλοσύνη. 

Δεν υπάρχει "αμόλυντη" λογοτεχνία. Ούτε αμόλυντοι αναγνώστες. Κι αλίμονο αν η λογοτεχνία μάς έκανε πιο ηθικούς. Αυτή τη δουλειά μπορεί να την αναλάβει η κατήχηση. Μάλλον ανεκτικότερους μας κάνει, ενδεχομένως μας βοηθά να χτίσουμε μια δική μας, προσωπική ηθική. 

Σήμερα, είμαι στην ευχάριστη θέση να πω πως το διάβασμα μού χάρισε φίλους. Φίλους με τους οποίους κουβεντιάζουμε για βιβλία, ανταλλάζουμε βιβλία, φίλους που διαβάζουν και φίλους που γράφουν. Μου έκανε και συντροφιά σε στιγμές μεγάλης μοναξιάς, στον πόνο, στο αδιέξοδο, στην απόγνωση. Σε στιγμές που βρέθηκα μόνη στο σπίτι μου, χωρίς συντροφιά, χωρίς κανένα αποκούμπι. Μου χάρισε ένα όμορφο, προσωπικό σύμπαν, που μπορώ να μοιραστώ με λίγους ανθρώπους, αλλά είναι υπέροχο όταν μπορώ και το μοιράζομαι. 

Το διάβασμα μου αρέσει, αλλά δεν είναι ζωή. Ζωή είναι οι άνθρωποι. Το διάβασμα μπορεί πάντοτε να περιμένει. Αυτό μου αρέσει περισσότερο απ' όλα. 

***

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Εθνικός κήπος: ένας περίπατος μαθητείας



Αγαπημένε, γλυκέ, αγγελικέ, καλέ μου πατέρα. [...] τώρα ετοιμάζεται ο κήπος κοντά στο νέο παλάτι· Θα είναι μικρός, δύο φορές μεγαλύτερος από το λαχανόκηπο στο Όλντενμπουργκ, σε αυτόν όμως, θα προστεθεί ένας μεγάλος κήπος.[1] 

Όταν ήμουν μικρή, κάθε φορά που κατεβαίναμε στο κέντρο της Αθήνας, κάναμε βόλτες με τη μαμά μου στον Κήπο. Συνήθως μετά την επίσκεψη σε κάποιον γιατρό. Μια τέτοια μέρα είχε τα καλά της και τα κακά της. Το καλό ήταν πως γλίτωνα το σχολείο. Το κακό πως έπρεπε να βάλουμε τα καλά μας. Κι αν όχι τα καλά μας, τα κατά τι καλύτερα απ' τα καθημερινά μας. Τα 'χε αυτά τότε μια επίσκεψη στον γιατρό. Μόλις η υποχρέωση τελείωνε, κάναμε βόλτα στα μαγαζιά της Χαριλάου Τρικούπη ή περπατούσαμε την Πανεπιστημίου μέχρι να φτάσουμε στην πλατεία Συντάγματος. Ύστερα μπαίναμε στον Κήπο. 


Μετά τη βόλτα μας, καταλήγαμε πάντοτε στο γνωστό καφενείο για πορτοκαλάδα και μηλόπιτα. Τότε μπορούσες να καθίσεις και μέσα. Στην επιστροφή, η μαμά μου μας έδειχνε το προεδρικό μέγαρο και εμείς αναρωτιόμασταν αν είχε μέσα υπηρέτες, σαν της Μαντάμ Σουσούς. Μας έδειχνε και το διαμέρισμα της Κατίνας Παξινού στην Ηρώδου Αττικού και μετά γυρίζαμε στο σπίτι. 


Αργότερα, όταν ήμουνα φοιτήτρια και περνούσα όλη την ημέρα στην Αθήνα, τρύπωνα πού και πού στον Κήπο, άλλοτε για να διαβάσω και άλλοτε για να συνεχίσω το πλεκτό μου. Είχε αρχίσει να παρακμάζει και δεν θύμιζε σε τίποτα τις εικόνες των παιδικών μου χρόνων. Οι θαμώνες ήταν άνθρωποι εγκαταλελειμμένοι και ο ζωολογικός κήπος είχε μετατραπεί σε κοτέτσι με δυο παγόνια να κυκλοφορούν περήφανα ανάμεσα σε κότες και κατσικάκια. Σήμερα ο Κήπος έχει γίνει κομμάτι της καθημερινότητάς μου. Τον διασχίζω κάθε ώρα της ημέρας. Πρωί πρωί έρχονται εκείνοι που θα προπονηθούν στο τρέξιμο. Αργά το βράδυ όσοι θα περάσουν τη νύχτα στην αυλή του Ζαππείου. 


Την περασμένη βδομάδα έκανα για πρώτη φορά μια προγραμματισμένη βόλτα στον Κήπο, συνοδευόμενη από το βιβλίο-οδηγό του Θοδωρή Γκόνη και της Ελένης Στρούλια. Ένα καλαίσθητο λευκωματάκι που στις σελίδες του εξιστορείται μεγάλο κομμάτι της ιστορίας του πρώην βασιλικού και νυν εθνικού μας κήπου. Το κείμενο συνοδεύεται από 21 νυχτερινές φωτογραφίες του Στράτου Καλαφάτη, για τις οποίες δόθηκε ειδική άδεια. 

Ο Κήπος ήταν όνειρο της βασίλισσας Αμαλίας και αποτέλεσε τον πρώτο χώρο διακοσμητικού πρασίνου στο νέο ελληνικό κράτος. Αρχικά ήταν κλειστός για το κοινό. Ελάχιστες ήταν οι ώρες της ημέρας  που επιτρεπόταν στους περαστικούς να απολαύσουν έναν περίπατο.


Σήμερα η κεντρική είσοδός του είναι στη λεωφόρο Αμαλίας και ο επισκέπτης με το που μπαίνει, αφού περάσει το παρτέρι του ηλιακού ρολογιού, μένει έκθαμβος μπροστά στις Ουασινγκτώνιες, τους πελώριους φοίνικες που φύτεψε η βασίλισσα για να αντικαταστήσουν του πρώτους φοίνικες που ήρθαν στο βασίλειο της Ελλάδας, αλλά δεν έμελλε να αντέξουν και πολύ. 

Οι πρώτοι ήταν επίσης εντυπωσιακοί, αλλά και γέρικοι. Λένε πως μόλις ο πρώτος φορτώθηκε στο πλοίο, εκείνο έγειρε από τη μια μεριά, ενώ χρειάστηκαν περίπου σαράντα άνθρωποι για να φυτέψουν τον καθέναν τους. Καμία άμαξα δεν τους άντεχε, κι έτσι αποφασίστηκε να φτάσουν στην Αθήνα συρόμενοι από άλογα. Τα κακόμοιρα τα ζωντανά δεν υπήρχε περίπτωση να αντέξουν την κούραση και τελικά τα πελώρια δέντρα μεταφέρθηκαν πάνω σε ξύλινους κυλίνδρους. 


Ο Κήπος ήταν ένα πολυέξοδο εγχείρημα. Το ποσό που απαιτούνταν για την ισοπέδωση του εδάφους, τη μεταφορά χώματος, φυτών, σπόρων, μηχανών και εργαλείων ήταν υπέρογκο για τις δυνατότητες του νεοσύστατου ελληνικού βασιλείου και, όπως ήταν φυσικό, υπήρξαν πολλές αντιδράσεις. Πολλοί αντιμετώπισαν το θέμα σαν ένα από τα καπρίτσια της νεαρής βασίλισσας, στην οποία φυσικά φαινόταν αδιανόητο να κυβερνά έναν τόπο που δεν διαθέτει ούτε ένα πάρκο για τον περίπατό της. 


Ο Κήπος της Βασιλίσσης είναι δημόσιος, διότι είναι δίκαιον αυτοί που υφίστανται θυσίες για τη δημιουργίαν του να έχουν και το δικαίωμα να περιπατούν εδώ. Μόνο που, δεδομένου ότι η βασίλισσα περιδιαβάζει κι αυτή στον κήπον και δεν επιθυμεί να συναντά τους υπηκόους της πρόσωπο με πρόσωπο, το κοινόν έχει πρόσβαση στον κήπον μόνον αφού οι Μεγαλειότητές τους ξεκινήσουν έφιπποι για τον περίπατό τους στην πόλη μέχρι τη δύση του ηλίου.[2 ] 


Σήμερα περιδιαβαίνοντας κανείς τον Κήπο μπορεί να δει την πέργκολα της Αμαλίας που οδηγεί στον αυλόγυρο του Ζαππείου Μεγάρου. Μπορεί, επίσης, να παρατηρήσει τα δεκάδες διαφορετικά είδη φυτών που οι κηπουροί και σύμβουλοι της Αμαλίας εισήγαγαν από την Ευρώπη, την Ινδία, την Αφρική και χώρες της μακρινής Ανατολής. Μπορεί να δει το παλιό Βοτανικό μουσείο -παλιό ησυχαστήριο του Γεωργίου Α'- το όμορφο σπιτάκι της παιδικής βιβλιοθήκης, απομεινάρια ενός ρωμαϊκού υδραγωγείου χάρη στο οποίο ο Κήπος ποτίζεται ακόμη και σήμερα, τον ζωολογικό κήπο, τη λιμνούλα με τις πάπιες, την παλιά είσοδο με τα μεγαλοπρεπή σκαλάκια που έβλεπαν στα ανάκτορα. 


Μπορεί ακόμη να δει προτομές σημαντικών ποιητών και ευεργετών της χώρας, για τις οποίες τόσο καυστικά είχε εκφραστεί ο Σεφέρης. Μία αυτές είναι και του Σπυρίδωνα Σαμάρα, συνθέτη του ολυμπιακού ύμνου. Ο μουσουργός είχε την ατυχία να κηδευτεί την 25η Μαρτίου, που όλες οι μπάντες ήταν απασχολημένες με την εθνική γιορτή. Ούτε μια νότα δεν ακούστηκε στην κηδεία του...

Γύρω απ' τα συντριβάνια, τις τουαλέτες, τα μονοπάτια και τους θάμνους, ποιητές και περιπατητές, κατατρεγμένοι και ερωτευμένοι, φυγαδευμένοι βουλευτές, τουρίστες, άστεγοι, αθλούμενοι, παιδιά, κρυφές ματιές και συναλλαγές. Εθνικός, Κρατικός / Δημόσιος, Βασιλικός, ο Κήπος βαφτίζεται ανάλογα με το πολίτευμα της χώρας. Τώρα ανοιχτός για όλους από την ανατολή μέχρι τη δύση του ήλιου.
***

[1] Επιστολή της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 11/23 Δεκεμβρίου 1838.
[2] Edmond About, La Grèce contemporaine στο Αλέξανδρος Παπαγεωργίου-Βενετάς, Ο κήπος της Αμαλίας, Ίκαρος, Αθήνα 2008. 
[3] Από το εισαγωγικό σημείωμα του Θοδωρή Γκόνη.

[4] Όλα τα αποσπάσματα αντλήθηκαν από το βιβλίο: 
Θοδωρής Γκόνης - Ελένη Στρούλια, Εθνικός κήπος: περίπατος μαθητείας - 20+1 στάσεις. Νυχτερινές φωτογραφίες του Στράτου Καλαφάτη, Άγρα, Αθήνα 2019. 
[5] Φωτογραφίες: Ελένη Πούλου.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Το μπάνιο μας

Μαζί αγαπημένοι, σ'  ένα μπάνιο κλεισμένοι. 

Μου αρέσει πάρα πολύ να παρατηρώ τις  ευφάνταστες χαρτοκοπτικές του Φίλιππου Φωτιάδη. Όταν χαζεύω παιδικά βιβλία που έχει γράψει ή εικονογραφήσει ο ίδιος, ύστερα βλέπω τη γειτονιά με άλλο μάτι. Οι άνθρωποι γίνονται μικροσκοπικές μαύρες κούκλες που πρωταγωνιστούν σε ένα πολυεπίπεδο θέατρο σκιών. Μπαινοβγαίνουν στα λαβυρινθώδη διαμερίσματά τους, απλώνουν τις μπουγάδες τους, συνωστίζονται σε υπαίθριους και ημιπαίθριους χώρους. 

Στο προηγούμενο βιβλίο του[1], αγάπησα τόσο τον Μίλτο, που δεν ξανασκότωσα μυρμήγκι στην κουζίνα. Τα αφήνω να πάρουν μόνα τους την απόφαση να φύγουν. Αν δω ότι αργούν, βοηθώ στην μετακίνησή τους περιχύνοντας το πάσο με ξύδι. Ξέρω πως σιχαίνονται την μυρωδιά του. 


Στο τελευταίο βιβλίο του Φίλιππου Φωτιάδη πρωταγωνιστής είναι ο Κώστας, που όπως μπορείτε να καταλάβετε από το μελαγχολικό του βλέμμα, είναι πολύ νοσταλγικός τύπος. Δεν λησμονεί τίποτε από τα παλιά. Εξωραΐζει ακόμη και την πιο αλλόκοτη ανάμνηση, όπως τις ημέρες τις καραντίνας. 

Ο Κώστας είναι ας πούμε... παιδί. Και "όταν είσαι μικρός τα πράγματα τα βλέπεις διαφορετικά". Όπως είναι επόμενο, όταν έμαθε πως πρέπει για λίγες μέρες να "μείνει σπίτι", έγινε έξαλλος. Είναι στη φύση του να κόβει βόλτες, σαν μικρούλης που είναι. Παρόλα αυτά, εύκολα συνήθισε τον εγκλεισμό και ακόμη και τώρα που μιλάμε, που όλος ο κόσμος βγαίνει έξω σαν τρελός, αυτός σκέφτεται τις όμορφες στιγμές που πέρασε με την οικογένειά του στο μπάνιο όπου ζούσαν. Μοιράζονταν ένα μικρό υπόγειο διαμέρισμα διάφορες οικογένειες, λεφτά για ενοίκιο δεν είχαν, αποφάσισαν να πάρει ο καθένας από ένα δωμάτιο και όταν ο μπαμπάς του είπε "Κωστα, τέρμα οι βόλτες", κλείστηκαν οικογενειακώς στο μπάνιο. Να, ο Κώστας καθόταν εδώ:


Ακούγεται φρικιαστικό. Τόσες μέρες σε ένα μπάνιο! Στο παιδικό μυαλό, όμως, και το χειρότερο μπορεί να μετατραπεί σε αστείο ή σε περιπέτεια.  Κι έτσι ο Κώστας, όχι μόνο συνήθισε, αλλά αγάπησε το μπάνιο: και μπιντέ είχε, και καθρέφτη και μπανιέρα και σκαλιστές μαργαριτούλες στα πλακάκια κι απ' όλα τα καλά. 


Αν το ξανασκεφτούμε, πόσες φορές μας δίνεται στη ζωή αυτή η πολυτέλεια; Όλη η οικογένεια να κοιμάται αγκαλιασμένη, με τόσο χρόνο ελεύθερο για κουβεντούλα και σωματική άσκηση, με τη θεία και τη γιαγιά να έρχονται επισκέψεις και τις λεμονιές ν' ανθίζουν έξω απ' το παράθυρο;


"Είναι απίθανο πόσα πράγματα μπορείς να σκαρώσεις μέσα σ' ένα μπάνιο όταν είσαι μικρός!"

Ακόμη πιο απίθανο είναι το πώς μεταμορφώνονται τα πράγματα στο μυαλό σου όταν γίνονται πια αναμνήσεις. Τα πάντα μπορεί να αναπολήσει κανείς. Ακόμη και τον εγκλεισμό του σε ένα μπάνιο. Τώρα που πέρασαν, οι μέρες εκείνες μοιάζουν γλυκές και ήσυχες για κάτι τύπους σαν κι εμάς, τον Κώστα κι εμένα. 

***

[1] Φίλιππος Φωτιάδης, Μπαμπά, να πάρουμε σκύλο αντί για μυρμήγκι;, Μάρτης, Αθήνα 2019.
[2] Φίλιππος Φωτιάδης, Το μπάνιο μας, Μάρτης, Αθήνα 2020.
[3] Ένα αφιέρωμα στον Φίλιππο Φωτιάδη εδώ


Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Pablo Gallo: Το τερπνό και το ωφέλιμο



O Pablo Gallo είναι Ισπανός ζωγράφος. Στο βιβλίο του El libro del voyeur 69 ερωτικά ζωγραφικά έργα συνοδεύονται από ποιήματα της ισπανικής και λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας. 
Μια ποιητική ανθολογία χάρμα οφθαλμών.














***