Δευτέρα 31 Ιανουαρίου 2022

Οι τελευταίοι κόκκινοι

"Την τρανή μας χώρα οι γονείς μας την πούλησαν για τζιν, Μάρλμπορο και τσίχλες".

Ο Γκορμπατσόφ είναι μυστικός πράκτορας των Αμερικανών... Μασόνος... Πρόδωσε τον κομμουνισμό. Πέταξε τους κομμουνιστές στα σκουπίδια και τους κομσομόλους στη χωματερή! Τον μισώ τον Γκορμπατσόφ επειδή μου έκλεψε την πατρίδα μου. Για μένα, το σοβιετικό μου διαβατήριο είναι το πιο πολύτιμο φυλαχτό μου. Ναι, στεκόμασταν στην ουρά για να πάρουμε μπλαβιασμένα κοτοπουλάκια και σάπιες πατάτες, αλλά ήταν η πατρίδα μας. 


Η κουζίνα σε μας δεν είναι απλώς το μέρος όπου ετοιμάζουμε το φαγητό, αλλά και τραπεζαρία και χώρος υποδοχής, και γραφείο και σκηνή. Είναι το μέρος για τις συλλογικές ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες. Τον δέκατο ένατο αιώνα όλος ο ρωσικός πολιτισμός ζούσε στα κτήματα των αριστοκρατών, τον εικοστό -στις κουζίνες. Και η περεστρόικα ακόμα. Όλη η ζωή της δεκαετίας του '60 είναι ζωή στην κουζίνα. Χάρη στο Χρουστσόφ! Στην εποχή του βγήκαν οι άνθρωποι από τα κοινόβια διαμερίσματα, απέκτησαν ιδιωτικές κουζίνες όπου μπορούσαν να βρίζουν την εξουσία, και κυρίως να μη φοβούνται, επειδή στις κουζίνες όλοι ήταν δικοί μας. 


Ο σοσιαλισμός δεν είναι μόνο στρατόπεδα συγκέντρωσης, ρουφιανιά και σιδηρούν παραπέτασμα, ο σοσιαλισμός είναι ένας δίκαιος, φωτεινός κόσμος: να μοιράζεσαι με όλους, να λυπάσαι τους αδύναμους, να συμμετέχεις στον πόνο του άλλου, και να μην τα μαζεύεις όλα για τον εαυτό σου. Μου λένε: δεν μπορούσες να αγοράσεις ένα αυτοκίνητο. Αλλά κανείς δεν είχε αυτοκίνητα.


Μια συνηθισμένη κομμουνάλκα... Ζουν μαζί πέντε οικογένειες -είκοσι επτά άτομα. Με μια κουζίνα και τουαλέτα. Δυο γειτόνισσες γίνονται φίλες: η μια έχει μια πεντάχρονη κόρη, η άλλη είναι μόνη της. Στις κομμουνάλκες ήταν συνηθισμένο, ο ένας παρακολουθούσε τον άλλον. Κρυφάκουγαν. Αυτοί που είχαν δέκα τετραγωνικά μέτρα δωμάτιο ζήλευαν αυτούς που είχαν είκοσι πέντε τετραγωνικά. Η ζωή... έτσι είναι... και να που μια νύχτα έρχεται ο "μαύρος κόρακας". Συλλαμβάνουν τη γυναίκα με την πεντάχρονη κόρη. Πριν την πάρουν, πρόλαβε να φωνάξει στη φίλη της: "Αν δεν επιστρέψω, πάρε την κορούλα μου. Μην την αφήσεις στο ορφανοτροφείο". Κι εκείνη πήρε κοντά της το παιδί. Της έγραψαν ένα δεύτερο δωμάτιο... Το κοριτσάκι άρχισε να τη φωνάζει μαμά... "μαμά Άνια"... Πέρασαν δεκαεπτά χρόνια. Μετά από δεκαεπτά χρόνια επέστρεψε η πραγματική μαμά. Φιλούσε τα χέρια και τα πόδια της φίλης της. Τα παραμύθια συνήθως τελειώνουν σε αυτό το σημείο, η ζωή όμως έχει άλλο τέλος. Χωρίς χάπι εντ. Επί Γκορμπατσόφ, όταν άνοιξαν τα αρχεία, ρώτησαν την πρώην κατάδικο: "θέλετε να κοιτάξετε τον φάκελό σας;".  -"Θέλω". Πήρε τον φάκελό της... τον άνοιξε... Πάνω πάνω η καταγγελία... με τον γνώριμο γραφικό χαρακτήρα. Ήταν η γειτόνισσα... Η "μαμά Άνια"...


Στην αρχή της προεδρίας του, ο Γιέλτσιν ορκιζόταν πως θα πέσει στις γραμμές του τρένου αν επέλθει πτώση του επιπέδου ζωής. Το επίπεδο ζωής όχι μόνο έπεσε, κατακρημνίστηκε. Ωστόσο ο Γιέλτσιν δεν έπεσε στις γραμμές του τρένου. Έπεσε διαμαρτυρόμενος το φθινόπωρο του 1992 ο γέρος στρατιώτης Τιμεριά Ζινάτοφ...


Τα τελευταία είκοσι χρόνια η εικόνα άλλαξε κάμποσες φορές ριζικά. Και το αποτέλεσμα; "Έξω ο Πούτιν!" και "Έξω ο Πούτιν!" -σαν λιτανεία το λένε και το ξαναλένε. Δεν πάω σε τέτοιου είδους παραστάσεις. Θα φύγει ο Πούτιν και θα κάτσει στον θρόνο κάποιος νέος μονάρχης. Όπως έκλεβαν, έτσι και θα συνεχίσουν να κλέβουν. Θα μείνουν πίσω βρόμικες πολυκατοικίες, παρατημένοι γέροι, κυνικοί υπάλληλοι και ξεδιάντροποι τροχονόμοι... και το μπαχτσίσι θα θεωρείται φυσικό πράγμα... Ποιο το νόημα του να αλλάζουμε κυβερνήσεις όταν δεν αλλάζουμε εμείς οι ίδιοι; Δεν πιστεύω σε κανενός είδους δημοκρατία στη χώρα μας. Είμαστε ανατολίτικο κράτος... Φεουδαρχικό... Για διανοούμενους έχουμε παπάδες... 


Οι άνθρωποι στη χώρα μας είναι καλοί, αλλά ο λαός είναι κακός. [...] Αν ρίξεις μια ματιά στο λεξικό του Νταλ, θα δεις πως η λέξη "καλοσύνη" (ντομπροντά) προέρχεται από τη λέξη "καλοπερνώ" (ντομπροβάτ) -ζω στην αφθονία, καλά... που σημαίνει ότι υπάρχει όταν υπάρχει σταθερότητα και αξιοπρέπεια. Και όλα αυτά εμείς δεν τα έχουμε. Το κακό δεν προέρχεται απ' τον Θεό.

***

[1] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου (μτφρ.: Αλεξάνδρα Ιωαννίδου), Πατάκης, Αθήνα 2020.
[2] Φωτογραφίες: Bert Teunissen. Από το πρότζεκτ "Domestic landscape". 

Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2022

Ο Γιώργος Ιωάννου εικονογραφημένος


Πολλά Χριστούγεννιατικα ρεβεγιόν, όπως λένε, και νύχτες πρωτοχρονιάς έχω περάσει ολομόναχος μέσα σ'αυτό το δωματιάκι. Τα ταξί κορνάρουν στην Ομόνοια για τον καινούριο χρόνο, ο κόσμος τραγουδάει και φιλιέται, κι εγώ κουκουλωμένος με τις ωτοασπίδες στ' αυτιά, δεν ξέρω πια τι να ευχηθώ στον εαυτό μου. Την άλλη μέρα όλα ευτυχώς ξεχνιούνται.

Ανεβάσαμε σε μας το μονό αυτό κρεβάτι, τη μέρα που μάζεψαν απ’ τη γειτονιά μας τους εβραίους, κι απ’ το ίδιο κιόλας βράδυ, αν δεν κάνω λάθος, άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό. Το πάπλωμα, το στρώμα, και τα λερά σεντόνια του τα είχαν στο μεταξύ άλλοι αρπάξει. Το κρεβάτι ήταν το μόνο πράγμα που είχε απομείνει τελικά μέσα στο άγρια λεηλατημένο διαμέρισμα. Και το μόνο εβραϊκό πράγμα, που ύστερα από πολύ δισταγμό πήραμε –το ορκίζομαι.

Κοιμόταν ο Ίζος σ’ αυτό. Δυο χρόνια μεγαλύτερός μου, μα φίλος μου. Συχνά, παίζοντας στο διαμέρισμά τους κρυφτό ή άλλα παιχνίδια, κρυβόμασταν αποκάτω ή χωνόμασταν για να πάρουμε τη μπάλα που είχε κυλήσει. Κάποτε μάλιστα, που λείπαν οι δικοί μου, μας είχαν κοιμήσει αγκαλιά στο κρεβάτι αυτό. Τότε πρωτοείδα το νεανικό τριχωτό στεφάνι της ήβης. Είναι αλήθεια πως είχε αρκετούς κοριούς το κρεβάτι, και παρ’ όλο το κυνήγημα που αργότερα τους κάναμε, δεν εξολοθρεύτηκαν ποτέ εντελώς. Ήρθε καιρός που δόξαζα το Θεό γι’ αυτή τη διάσωση. Κάτι είχε σωθεί απ’ το αίμα του Ίζου και ενωθεί ίσως με το δικό μου.

Μέσα στου Ίζου το δωμάτιο μονάχα το καφετί σιδερένιο κρεβάτι του είχε απομείνει. Σίγουρα, δεν το είχαν αρπάξει γιατί είχε πολλές σούστες σπασμένες. Όταν το είδα, σαν να ξαναείδα τον Ίζο μπροστά μου. Ανέβηκα απάνω του και το είπα: ήθελα το κρεβάτι του. Με δυσκολία κατέβηκαν να με βοηθήσουν. Ήταν άλλωστε όλοι τους πλαγιασμένοι απ’ την πρωινή ταραχή. Το ανεβάσαμε, δέσαμε γερά τις σούστες του και κατόπι το ζεματίσαμε για τους κοριούς. Άρχισα να κοιμάμαι σ’ αυτό από το ίδιο βράδυ, από τότε δηλαδή που άρχισαν τα μεγάλα μαρτύρια του Ίζου.


Κοιμήθηκα σ’ αυτό το κρεβάτι για πολλά χρόνια. Όλες τις χαρές –ποιες χαρές;– και τ’ ατέλειωτα μαρτύρια της νιότης μου. Εδώ με πιάσανε αργότερα οι αγωνίες, οι αϋπνίες, τα άγχη, και το κρεβάτι ξαναπήρε απ’ τα στριφογυρίσματά μου να σπάνει. Προσπαθώντας να αυτοθεραπευτώ –πράγμα που θαρρώ πως σχεδόν τα κατάφερα– αμέτρητες οργιαστικές σκηνές και συνθέσεις έχω στήσει πάνω σ’ αυτό. Μια αόρατη, θαρρείς, παρουσία μ’ έριχνε σ’ ένα ατέλειωτο ερωτικό παροξυσμό. Κάθε βράδυ και κάτι άλλο, κάτι καινούργιο και πιο τολμηρό ή, στις εξαιρετικές περιπτώσεις, νέες παραλλαγές στο βασικό μοτίβο. Όταν παράγινε εκείνο το κακό, και μπλέχτηκαν ερωτισμοί, αυτοερωτισμοί, διαβάσματα, ανέχειες, κρίσεις θρησκευτικές, που μου τις δημιούργησαν πρόωρα κάτι ολέθριοι τύποι, έφτασα στο σημείο ν’ αποδίδω το κατάντημά μου ακόμα και στο κρεβάτι του Ίζου. Το καταραμένο αυτό κλινάρι είχε φάει τον Ίζο, τώρα πήγαινε να φάει κι εμένα. 


Προχτές, ένας παλιατζής που φέραμε για να μας ξαλαφρώσει απ’ τις παλιατσαρίες μας, αρνήθηκε, ευτυχώς, να το πάρει. Είναι σαράβαλο, είπε, δεν αξίζει ο κόπος. Αυτό έχει συμβεί κι άλλες φορές• δεν μπορέσαμε να το ξεφορτωθούμε. Κι έτσι το κρεβάτι εξακολουθεί να σκουριάζει στην αποθήκη μας. Εγώ, όμως, άρχισα να σκέφτομαι σοβαρά μήπως θα πρέπει να το επιδιορθώσω και ν’ αρχίσω να κοιμάμαι και πάλι σ’ αυτό. Είναι μάταιο κι αστείο σχεδόν να επιμένω να κοιμάμαι σε διπλό κρεβάτι. Δεν ξορκίστηκε έτσι καθόλου το κακό. Άλλον άνθρωπο δεν είδα να γλυκανασάνει στο πλάι μου. Ας ξαναβρώ τουλάχιστον τις φαντασίες μου και τα παλιά οράματά μου, όποια κι αν είναι. Κάτι είναι κι αυτό.

Πολλές φορές τη νύχτα, καθώς κάθομαι κλεισμένος μέσα και δουλεύω ή στοχάζομαι, προσπαθώ να ανακαλέσω τα γέλια, τις χαρές, τα αστεία, τους χορούς και τις γλυκιές φιλικές ματιές, που διασταυρώθηκαν επί δεκαετίες σ΄ αυτούς τους βουβούς τώρα χώρους και σχεδόν απορώ με τη ματαιότητα των εγκοσμίων και τη μουγγαμάρα των στοιχείων της ύλης, που είναι βέβαια αυτά τα ίδια με τότε. Τίποτε!

***


[1] Ατάκτως ερριμμένα αποσπάσματα από τα κείμενα του Γιώργου Ιωάννου "Το κρεβάτι" (Η Σαρκογάφος, Κέδρος, Αθήνα 1971) και "Ο γείτονάς μου Λαπαθιώτης".
[2] Εικόνες: Salman Toor

Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

Κόκκινες ψυχές

"Ο άνθρωπος που έζησε όλη του τη ζωή στη Ρωσία πρέπει, χωρίς δισταγμό, να πάει στον Παράδεισο".

Το 1934, στο 1ο Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων, ο Ζντάνοφ διατύπωσε τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και με το σύνθημα «Κάψτε τον Ραφαήλ» έριξε το ανάθεμα στην τέχνη του παρελθόντος. Στο ίδιο συνέδριο, ο  Μαξίμ Γκόρκι, ο άλλοτε αφοσιωμένος υπερασπιστής της καλλιτεχνικής ελευθερίας και μετέπειτα τυφλός οπαδός του σταλινισμού, ανακοίνωσε ότι ο ρόλος της αστικής τάξης στην παγκόσμια λογοτεχνία είχε μεγαλοποιηθεί υπερβολικά και η παγκόσμια κουλτούρα είχε παρακμάσει μετά την Αναγέννηση. Ακόμη και το έργο του Τζόυς θεωρήθηκε "σωρός κοπριάς γεμάτης σκουλήκια".

Ο Ζντάνοφ χαρακτήρισε τους αστούς λογοτέχνες "θύματα του μυστικισμού και του κληρικαλισμού, καλλιτέχνες που έχουν πουλήσει την πένα τους στο κεφάλαιο, κλέφτες, χαφιέδες, πόρνες, αγύρτες". Στον αντίποδα αυτών τοποθέτησε τους ήρωες της σοβιετικής λογοτεχνίας: "τους εργάτες και τις εργάτριες, τους κολχόζνικους και τις κολχόζνικες, τους μηχανικούς, τους νέους κομμουνιστές, τους πιονιέρηδες".[1] 

Σ' εκείνα τα χρόνια πάνω κάτω, κάπου ανάμεσα στην άγρια σταλινική περίοδο και τα άθλια χρόνια του Μπρέζνιεφ (δηλαδή κατά τη χορτοφαγική θητεία του Χρουστσόφ), ο ήρωάς μας -γιος δασκάλας που αγαπούσε με πάθος την Αχμάτοβα- φοράει το σήμα της Κομσομόλ στο πέτο του σακακιού του και ορίζεται κριτής λογοτεχνικών έργων στην Γκλαβλίτ. Είναι η μαγική εποχή της αποσταλινοποίησης (που ξανασταλινοποιήθηκε πολύ γρήγορα), η εποχή που ο Τσουχράι σκηνοθετεί τον Τεσσαρακοστό πρώτο και ο Παστερνάκ προτείνεται για το Νόμπελ. 

Χωρίς την αποσταλινοποίηση, ο Κατούτσκοφ θα περνούσε τη ζωή του ξεμαθαίνοντας στα κρυφά, απομονωμένος, κι ακόμα πιο εργατικός. Η αποσταλινοποίηση του επέτρεψε να οργανώσει τη θέση του στον κόσμο. Κι όταν θέλησε να υποκαταστήσει το κενό σ' έναν άλλο κόσμο, ο Κατούτσκοφ ανακάλυψε ότι είχε ήδη χτίσει έναν ναό στον σκεπτικισμό, γύρω από τον οποίο είχε υψώσει ένα οχυρό γεμάτο οδοντωτές πολεμίστρες, απ' όπου μπορούσε να παραμονεύει την πορεία του κατακτητή. Ο Κατούτσκοφ ήταν θερμός υποστηρικτής του Χρουστσόφ. Και αυτή η προσπάθεια του τελευταίου να ξεμάθουν οι πάντες σε ολόκληρη την Ένωση έβρισκε ιδιαίτερα πρόσφορο έδαφος στον Κατούτσκοφ, που ήταν έξυπνος, διορατικός και είχε φτάσει πια στην ηλικία που ξεμαθαίνουμε προσπαθώντας να γνωρίσουμε.[2] 

Ο Κατούτσκοφ απαγορεύει στη μητέρα του να βάλει στο σπίτι τους το Δόκτωρ Ζιβάγκο, αλλά το καταβροχθίζει μετά μανίας σε μια τριήμερη άδειά του, μένοντας με την απορία που κατέλαβε και τον ίδιο τον Γενικό Γραμματέα του Κόμματος, για ένα έργο που απορρίφθηκε χωρίς πραγματικό λόγο. Η καχυποψία του πρωταγωνιστή για τα λογοτεχνικά γούστα της μητέρας του αυξήθηκε, αλλά αυτό ακριβώς γιγάντωσε την εκτίμηση και την αγάπη που έτρεφε για κείνη. 


Είναι τελείως παράλογο ένας συγγραφέας, που πολέμησε ο ίδιος στη μάχη του Στάλινγκραντ, που ήξερε, στην κορύφωση του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου, να μας δίνει εγκωμιαστικά άρθρα για τον στρατό μας, να κατασκευάζει πλέον, υπό το πρόσχημα του "ανθρωπισμού", επαίσχυντους παραλληλισμούς ανάμεσα στα βασανιστήρια που υπέμειναν οι υπερασπιστές του Στάλινγκραντ με εκείνα των ναζί. 

...γράφει ο Κατούτσκοφ 
 σε αναφορά του για το Ζωή και πεπρωμένο του Γκρόσμαν. Παρόμοιες εκθέσεις συντάσσονται για κάθε "κίβδηλη κατασκευή που διαστρεβλώνει τη σοβιετική πραγματικότητα". Η επίσημη λογοτεχνία, για να παραμείνει επίσημη, ολοένα και χλομιάζει και ο ήρωας βρίσκει καταφύγιο σε απαγορευμένα κείμενα που κατέληγαν στα "γκουλάγκ των λέξεων", πολύ συχνά με απόφαση εκείνων που πρώτοι τα είχαν απολαύσει. 

Εν τω μεταξύ, πύραυλοι που είναι έτοιμοι να εκτοξευτούν απειλούν τις ΗΠΑ και την Κούβα, ο αμερικανός πρόεδρος δολοφονείται και ο Χρουστσόφ, παιδί χωρικών και πρώην σιδεράς, γνωμοδοτεί για την απαγόρευση κάθε αφαίρεσης στην τέχνη. Η ίδια χώρα που απαξίωνε την κριτική επιτροπή που έδωσε το Νόμπελ στον Παστερνάκ, την αποθεώνει όταν, λίγα χρόνια αργότερα, προκρίνει το Σολόχοφ. 

Ακόμη και σε μια τέτοια εποχή, ο έρωτας διατηρεί τη δύναμη να αλλάζει τις ισορροπίες. Ο Κατούτσκοφ ερωτεύεται την Αγκραφένα και στα σαράντα του χρόνια φτάνει στο σημείο να μη θέλει πια να παίρνει θέση. Δεν είναι πεπεισμένος για τίποτα κι αυτό τον γεμίζει χαρά. Αναθέτει στους άλλους όλα τα μεγάλα ερωτήματα, ξαπλώνει πλάι στη γυναίκα του και διαβάζουν σαμιζντάτ. Ό,τι δεν επιτρέπεται να κυκλοφορήσει, ό,τι δεν επιτρέπεται να διαβαστεί. Το νεαρό ζευγάρι βρίσκει στον κρυμμένο κόσμο των σαμιζντάτ κάτι δυσεύρετο: "έναν πραγματικό σεβασμό για τον αναγνώστη, που δεν υπήρχε πια εδώ και καιρό". 


Η Αγκραφένα αγαπούσε τα πράγματα με το ένστικτό της. Ούτε τα πρώτα βραβεία ούτε οι γενικοί γραμματείς ούτε η νομενκλατούρα μπορούσαν να την κάνουν να αγαπήσει αυτά που υποτίθεται πως έπρεπε να αγαπά -τα οποία και δεν αγαπούσε. 

Στο μυθιστόρημα του Γκρεβεγιάκ –μια μεγάλη τοιχογραφία της καθημερινής ζωής στη Μόσχα από τον θάνατο του Στάλιν μέχρι και την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης– νιώθει κανείς πως πρωταγωνιστούν τα γεγονότα. Ένας ποταμός από ιστορικά γεγονότα κυλάει πλάι στην αφήγηση και μοιάζει να τη δυναστεύει. Μέσα από τη ροή τους, όμως, τελικά αναδύονται τα πρόσωπα. Ο έρωτας, οι φιλίες που δοκιμάζονται από το καθεστώς, τα κρυμμένα μυστικά, τα λόγια της κουζίνας, ο τρόπος που οι άνθρωποι επιλέγουν να αντισταθούν ή να δημιουργήσουν, οι ελπίδες και οι ματαιώσεις τους. Οι αποκαλύψεις που αφορούν την προσωπική ζωή συνταράσσουν τον αναγνώστη περισσότερο κι από τα συγκλονιστικά συμβάντα της συνταρακτικότερης περιόδου του 20ού αιώνα.

***
[1] Αντρέι Ζντάνοφ, Για τη  λογοτεχνία για τη φιλοσοφία και για τη μουσική, Εκδοτικό «Νέα Ελλάδα», 1952.
[2] Paul Greveillac, Κόκκινες ψυχές (μτφρ: Στέλα Ζουμπουλάκη), Πόλις, Αθήνα 2021. 

Σάββατο 1 Ιανουαρίου 2022

Βιβλία του 2021

Ήμουν και είμαι άνθρωπος που λατρεύει τις ανασκοπήσεις, τα φλας μπακ, τους απολογισμούς και τις λίστες. Λίστες δώρων, λίστες όσων έγιναν ή πρέπει να γίνουν. Λίστες με υποχρεώσεις, λίστες με επιθυμίες, λίστες με στόχους. Λίστες με μέρη που επισκέφτηκα, ταινίες που είδα, φίλους που θέλω να πάρω τηλέφωνο, φίλους που θέλω να δω, βιβλία που θέλω να διαβάσω, βιβλία που διάβασα και πάει λέγοντας. 

Οι λίστες δεν χρησιμεύουν σε τίποτα. Βέβαια, βάζουν το μυαλό σε μια τάξη. Όταν το μυαλό είναι από τη φύση του τακτοποιημένο και οι λίστες επιμένουν να το απασχολούν χωρίς να έχουν πραγματικό λόγο ύπαρξης, πρόκειται περί ψυχαναγκασμού. Εγώ είμαι ψυχαναγκαστική χρόνια τώρα. 

Σε σπάνιες περιπτώσεις οι λίστες μάς μιλούν. Για παράδειγμα, πάντοτε υπήρχε μια λίστα με αναρτήσεις που ήθελα να κάνω στο ιστολόγιο. Με τα χρόνια άρχισε να αυξάνει επικίνδυνα. Κόντεψε να με φάει. Όταν η λίστα γιγαντώθηκε κι η όρεξη συρρικνώθηκε, συνειδητοποίησα πως ήρθε η ώρα να τα παρατήσω. Πού και πού επιστρέφω. Όπως τώρα. 

Στη λίστα των βιβλίων που διάβασα το 2022, μέτρησα 42. Σημαδιακό, δεν μπορείς να πεις. Ξεκίνησα (ξανα)διαβάζοντας τον Ίαν Μακ Γιούαν, που τον είχα αγαπήσει από την Εξιλέωση και το Σάββατο. Ο Πρώτος έρωτας ήταν μια εξαιρετική σειρά διηγημάτων που βρήκα σε φιλική βιβλιοθήκη και μου θύμισε εκείνα τα φανταστικά βιβλία τσέπης που έβγαζε κάποτε ο Οδυσσέας κι εγώ τα καταβρόχθιζα σαν τρελή τον καιρό που δούλευα στο βιβλιοπωλείο. Συνέχισα διαβάζοντας το Στην ακτή και, παρόλο που δεν μου φάνηκε σπουδαίο, διάβασα και την Έμμονη αγάπη, ένα αριστούργημα. Το ξεκινάς και δεν παίρνεις χαμπάρι πού το πάει. 

Μέσα στον χειμώνα κατάφερα να αφοσιωθώ στον Γουόρεν, που με περίμενε όλο το φθινόπωρο στο ράφι με τα αδιάβαστα και με καθήλωσε με το Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά. Αναζήτησα και τις δυο κινηματογραφικές του μεταφορές. Πολύ καλή η πρώτη, μάλλον κακή η δεύτερη. Από τις χειρότερες ερμηνευτικές απόπειρες του Σον Πεν. 

Διαβάζοντας μανιωδώς για τη διατριβή που πασχίζω να προχωρήσω, επέστρεψα στις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα και ό,τι παλιό ή καινούργιο έχει γραφτεί γι' αυτές.  Σε μια προσπάθεια να συνδυάσω το τερπνόν μετά του ωφελίμου που λένε, εκεί που ασχολιόμουν με ό,τι αφορά το ανατολικό μπλοκ, έπεσα πάνω στο Ανατολικά της Δύσης του Μίροσλαβ Πένκοφ που ισορροπεί τόσο τρυφερά το τραγικό με το αστείο. 

Με συγκίνηση επέστρεψα στο Πανδοχείο της μνήμης του Τόνι Τζαντ, όπου μπορεί να βρει κανείς υπέροχες σελίδες για τα κιμπούτς, την εβραϊκότητα, τη ζωή του σύγχρονου ακαδημαϊκού, τη διδασκαλία, τη μαθητεία, τη διαχείριση της οικογενειακής ιστορίας, την ασθένεια. 

Στις αρχές του καλοκαιριού, διάβασα το Δόκτωρ Ζιβάγκο του Παστερνάκ και ό,τι μπόρεσα να βρω για την ιστορία αυτού του βιβλίου: το Νόμπελ, οι μυστικές υπηρεσίες, τα παράνομα πόκετ μπουκ που κυκλοφόρησαν στην Expo 58.

Στο καράβι για τη Νίσυρο κατάπια χωρίς να το καταλάβω καμιά διακοσαριά σελίδες από την Ιστορία αγάπης και σκότους του Άμος Οζ, ενώ κατά κοινή ομολογία διαβάζω αργά. Συνέχισα με τον Ιούδα, που πραγματεύεται συγκλονιστικά την έννοια του προδότη και το, απογοητευτικό για μένα, Μαύρο κουτί. 

Ένας συγγραφέας που δεν είχα ασχοληθεί μαζί του, παρόλο που μου άρεσαν πολύ τα πρώτα του βιβλία, ήταν ο Μισέλ Ουελμπέκ. Τον πήρα μαζί μου στο Πήλιο και με βοήθησε να ξεχάσω λίγο τον καύσωνα και τα τσιμπήματα απ' τις τσούχτρες. Ψηφίζω Πλατφόρμα. Δ α γ κ ω τ ό. 

Με έλληνες συγγραφείς ασχολήθηκα ελάχιστα φέτος. Ξεχώρισα όμως τα Ανήσυχα άκρα του Νίκου Παναγιωτόπουλου, το Εκεί που ζούμε του Χρίστου Κυθρεώτη και την Πόλη και τη σιωπή του Κωνσταντίνου Τζαμιώτη. 

Μεσολάβησαν διάφορα άλλα και τελικά η χρονιά τελείωσε με το Neverhome του Λερντ Χαντ, ένα διαμάντι για τον αμερικανικό εμφύλιο, γεμάτο λυρισμό και ανατροπές, και τις Κόκκινες Ψυχές του Πωλ Γκρεβεγιάκ, στις οποίες ελπίζω να επανέλθω σύντομα με μια εκτενέστερη ανάρτηση. 

Και κάτι ακόμη. Το 2021 πήρα το πρώτο μου Kindle! Είμαι αμήχανη απέναντί του και δεν ξέρω αν τα βιβλία που διαβάζω εκεί πρέπει να γράφονται σε χωριστή λίστα ή όχι. Δεν περίμενα πως θα μου άρεσε, αλλά ευτυχώς εδώ και λίγο καιρό έχω μάθει να εκτιμώ μιαν αρετή ακόμη: την ελαφρότητα. 

***

[1] Ίαν Μακ Γιούαν, Πρώτος έρωτας (μτφρ. Ρωξάνη Καυτατζόγλου), Οδυσσέας, Αθήνα 1979.

[2] Ίαν Μακ Γιούαν, Στην ακτή (μτφρ. Ελένη Ηλιοπούλου), Πατάκης, Αθήνα 2008. 

[3] Ίαν Μακ Γιούαν, Έμμονη Αγάπη (μτφρ. Έλλη Εμκέ), Νεφέλη, Αθήνα 1999. 

[4] Ρόμπερτ Πεν Γουόρεν, Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (μτφρ. Αθηνά Δημητριάδου), Πόλις, Αθήνα 2020.

[5] Μίροσλαβ Πένκοφ, Ανατολικά της Δύσης (μτφρ: Άκης Παπαντώνης), Αντίποδες, Αθήνα 2016.

[6] Τόνι Τζαντ,  Το πανδοχείο της μνήμης (μτφρ: Γιώργος Καράμπελας - Κώστας Λιβιεράτος), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2019. 

[7] Μπορίς Παστερνάκ, Δόκτωρ Ζιβάγκο (μτφρ. Μαρία Τσαντσάνογλου), Ποταμός, Αθήνα 2015. 

[8] Άμος Οζ, Ιστορία αγάπης και σκότους (μτφρ. Ιακώβ Σιμπή), Καστανιώτης, Αθήνα 2014. 

[9] Άμος Οζ, Ιούδας (μτφρ. Μάγκυ Κοέν), Καστανιώτης, Αθήνα 2016.

[10] Άμος Οζ, Το μαύρο κουτί (μτφρ. Ιακώβ Σιμπή), Καστανιώτης, Αθήνα 2010. 

[11] Μισέλ Ουελμπέκ, Πλατφόρμα (μτφρ. Κώστας Κατσουλάρης), Εστία, Αθήνα 2005. 

[12] Νίκος Παναγιωτόπουλος, Ανήσυχα άκρα, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020.

[13] Χρίστος Κυθρεώτης, Εκεί που ζούμε, Πατάκης, Αθήνα 2019

[14] Κωνσταντίνος Τζαμιώτης, Η πόλη και η σιωπή, Καστανιώτης, Αθήνα 2013. 

[15] Λερντ Χαντ, Neverhome (μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου), Πόλις, Αθήνα 2021. 

[16] Paul Greveillac, Κόκκινες ψυχές (μτφρ. Στέλα Ζουμπουλάκη), Πόλις, Αθήνα 2021.