Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Είναι αργά, όλο και πιο αργά


"Αν σου έγραφα εγώ ένα τέτοιο γράμμα, θα ήταν γραμμένο με λέξεις απλές, φθαρμένες από τη χρήση όσων ανθρώπων τις ξεστόμισαν... θα σου έγραφα ότι δεν ήξερα πως ο χρόνος δεν περιμένει, πραγματικά δεν το ήξερα, κανείς δεν σκέφτεται ποτέ ότι ο χρόνος αποτελείται από σταγόνες και ότι αρκεί μια περισσή σταγόνα για να χυθεί το υγρό στο χώμα και να απλωθεί σαν κηλίδα και να χαθεί. Και θα σου έλεγα πως αγαπώ, πως αγαπώ ακόμα, παρότι οι αισθήσεις μοιάζουν κουρασμένες... και θα σου έγραφα ότι η φιγούρα σου, που φαινόταν κόντρα στον ορίζοντα, μου φάνηκε το ωραιότερο πράγμα που ο χρόνος συνέλαβε... κι ύστερα θα σου έλεγα για εκείνες τις νύχτες που μιλούσαμε, για εκείνο το σπίτι στη θάλασσα... Και θα σου έλεγα επίσης πως σε περιμένω, παρότι δεν περιμένει κανείς κάποιον που δεν μπορεί πια να γυρίσει".
  
Κάποιο καλοκαίρι, ο αφηγητής προσπάθησε να φέρει πίσω μια καταιγίδα που είχε ζήσει εντυπωσιασμένος δεκαοκτώ χρόνια πριν. Κάθισε στο παράθυρο του ίδιου απομονωμένου πανδοχείου, ατένισε το ίδιο άγριο τοπίο, δημιούργησε μέσα του την ίδια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα και αφέθηκε στα μαβιά σύννεφα. Αλλά η καταιγίδα δεν ήρθε. Ξέσπασε όμως στο κεφάλι του μια δυνατή παλίρροια που τον έκανε να συνειδητοποιήσει πως κανείς δεν μπορεί να ξαναζήσει το Ανεπανάληπτο. 
 
Το "Είναι αργά, όλο και πιο αργά" του Αντόνιο Ταμπούκι ολοκληρώνεται σε 17 επιστολές που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν και ερωτικές. Όλες, με εξαίρεση την τελευταία, έχουν ως αποστολέα έναν άντρα ώριμης ηλικίας και ως παραλήπτη μια γυναίκα. Μεταξύ τους υπήρξε μια -πραγματική ή φανταστική- ερωτική ιστορία. Μπορεί να ήταν έρωτας, μπορεί μια βασανιστική επιθυμία. Είναι το Ανεπανάληπτο που ο αφηγητής προσπαθεί να επαναφέρει στη μνήμη του και τη ζωή του. Οι επιστολές γράφονται εκπρόθεσμα και παραμένουν ανεπίδοτες. 

Κάθε επιστολή αποπνέει έναν αέρα κοσμοπολιτισμού και φέρει τη σφραγίδα ενός τόπου: Αλλού κυριαρχεί το ελληνικό τοπίο, αλλού το Σεν Ζερμαίν του Παρισιού, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια, η Σαμαρκάνδη, ένας θεατρικός μη-τόπος.  Κάθε επιστολή είναι ένας προβληματισμός στο θέμα του χρόνου, στην σπειροειδή του πορεία, τη σχέση του με τη μνήμη και τη φαντασία, το νόημα της ζωής, τη μοναξιά και τη μοναχικότητα, το πεπερασμένο του σύμπαντος και του έρωτα. Κάθε επιστολή και ένας (απο)χαιρετισμός. 

Γι΄αυτό σου στέλνω έναν αδύνατο χαιρετισμό, όπως όποιος κάνει νεύματα από τη  μια όχθη του ποταμού στην άλλη, ξέροντας ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν όχθες, υπάρχει μόνο το ποτάμι, πίστεψέ με, δεν υπάρχουν όχθες, υπάρχει μόνο το ποτάμι...

Αντίο αγαπητή μου Φίλη, ή μάλλον, εις το επανιδείν σε μια άλλη ζωή, που σίγουρα δεν θα είναι δική μας. Γιατί τα παιχνίδια της ύπαρξης,  όπως γνωρίζουμε, απαγορεύονται από αυτό που ενώ έπρεπε να είναι παρόν, ήταν ήδη παρελθόν. Είναι το μικροσκοπικό αλλά ανυπέρβατο Απαγορευμένο Παιχνίδι που μας επιβάλλει το Δικό μας Επίκαιρο. 

Σε πολλά σημεία γίνονται αναφορές στα παιδικά χρόνια. Μπλεγμένα και κουρελιασμένα σε μιαν άκρη της ζωής μας, ξυπνούν αιφνιδιαστικά από κάποιο αντικείμενο: ένα κουμπί που βρήκαμε σε ένα συρτάρι, ένα πρόσωπο που μας θυμίζει κάτι, ένα παλιό εισιτήριο του τραμ. "Τι θα λέγατε να ωραιοποιούσαμε τις αναμνήσεις; Να τις παραποιούσαμε; Η μνήμη βρίσκεται εδώ γι' αυτό το λόγο." 

Και ξαφνικά, εκεί που τα παιδικά χρόνια έχουν μια πικρή γεύση από χαμένες ευκαιρίες, εφηβείες φορτωμένες με ατέλειωτες ώρες ανίας, άχρηστους έρωτες και ζωές χωρίς κανένα νόημα, συνειδητοποιούμε πως η ζωή έχει το νόημα που εμείς επιλέγουμε και αληθινά παιδικά χρόνια είναι εκείνα που διαλέγουμε όταν έχουμε μεγαλώσει ή γεράσει.

Και τότε παίρνεις από το χέρι τα ψεύτικα αληθινά σου παιδικά χρόνια, κι αυτά είναι ένα κοριτσάκι με δύο ξύλινα τσόκαρα που χοροπηδάει στην άμμο, μπροστά σου υπάρχει η απεραντοσύνη της γαλάζιας θάλασσας, κι είναι καλοκαίρι και το κορίτσι χοροπηδάει...
 
Η ψυχή βρίσκεται στο αίμα, σε ένα αιμοσφαίριο που περιβάλλεται από εκατομμύρια άλλα αιμοσφαίρια και αναμειγνύεται με εκείνα. Την αιμάτινη σταγόνα που αποτελεί κατοικία της ψυχής μας, την τυλίγει ένα συρματόπλεγμα. Το συρματόπλεγμα, που κάποιοι αντιλαμβάνονται ως φυλακή, ίσως είναι η μεγαλύτερη ελευθερία που μπορεί να μας δοθεί. Και κάποια στιγμή στη ζωή, όταν (θα) είμαστε σε μεγάλη πια ηλικία, τη στιγμή που έχουν καμφθεί οι αντιστάσεις και έχει νεκρωθεί μέσα μας κάθε είδος εγωισμού, το συρματόπλεγμα μάς τσιμπά τόσο δυνατά, που ξεχειλίζει από μέσα η ψυχή μας. 

Και είχα την ψευδαίσθηση ότι αυτός ο ευρύς ορίζοντας ήταν η ελευθερία που το συρματόπλεγμα μού είχε απαγορεύσει...
Κι είναι γι' αυτό που, αντί για όλα αυτά, σου αφήνω τελικά τούτες τις λέξεις, και θα πρέπει να αρκεστείς σ' αυτές, γιατί όλα τα υπόλοιπα είναι μόνο λόγια, λόγια, λόγια...

Εκείνη την οριακή στιγμή είναι γραμμένη η καθεμιά από τις 17 επιστολές. Τη στιγμή που η ψυχή ξεχειλίζει και δίνουμε ό,τι χρωστάμε. Ο κάθε αφηγητής γράφει ένα γράμμα με το οποίο θέλει να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Τα γράμματα είναι γεμάτα με εικόνες ενοχής και μετάνοιας, γιατί κανείς δεν μπορεί να μας ξαναδώσει τον χρόνο που αφήσαμε να κυλήσει μέσα από τα δάχτυλά μας. Αν και, ορισμένες φορές, ο χαμένος χρόνος ξαναβρίσκεται μέσα σε μερικά λεπτά.

Εσύ, όμως, αγάπη μου, θα είσαι πάλι εκεί; Θα έχεις κάνει, όπως εγώ, το ταξίδι της επιστροφής σου και θα είναι όλα έτοιμα να ξαναρχίσουν πάλι ξεκινώντας από την αρχή; 

Ζευγάρια που νιώθουν τη συνενοχή ενός κοινού πόθου. Που θέλουν να είναι μαζί, αλλά δεν μπορούν. Ή που μπορούν να είναι μαζί, όχι όμως να νιώθουν καλά. Ζουν μακριά, και στα "ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα είναι ευτυχισμένοι". Γιατί μπορούμε να είμαστε ευτυχισμένοι, στα "ενδιάμεσα χρονικά διαστήματα"

H στιγμή που νομίσαμε αληθινή την ψευδαίσθηση, που οι αμμώδεις κόκκοι της ερήμου ασήμιζαν στο φως του φεγγαριού και απαντούσαν στη μουσική και τα ερωτήματά μας, εκείνη η στιγμή δίνει νόημα στην απουσία κάθε νοήματος. Η ζωή είναι μια σειρά αποχαιρετισμών, μια σειρά υποσχέσεων που δεν κρατήσαμε, και οι επιστολές λόγια που πασχίζουν να επανορθώσουν για μια χαμένη υπόσχεση. Προς τον έρωτα, τη ζωή ή τον εαυτό μας.  

Ευτυχώς, κανείς δεν μπορεί να μας πάρει αυτά που ζήσαμε. Ειδικά αν στη ζωή μας ψάχναμε για κενά.  

*** 
  
[1]   Τα έργα που συνοδεύουν το κείμενο είναι του R.B Kitaj.
   
[2] Antonio Tabucchi, Είναι αργά, όλα και πιο αργά (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2009.