Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Αγάπα τη γάτα σου ως σεαυτόν



 

Καπνός ή γάτα

Καπνός ήταν  
ή γάτα; 
όταν αυτός κατρακύλησε  
τα σκαλοπάτια 
βλέποντας  
καπνό ή γάτα 
κύλησε  
στο τελευταίο σκαλί 
κι ήτανε πια νεκρός.

Μίλτος Σαχτούρης

Σ' ένα αφιέρωμα (www.buzzfeed.com) σε συγγραφείς που είχαν ιδαίτερη αδυναμία στις γάτες είχαν αναφερθεί μεταξύ άλλων ο Ζαν Κοκτώ, ο Στήβεν Κινγκ, ο Ζαν Πωλ Σαρτρ, ο Έρνεστ Χέμινγουει, ο Μαρκ Τουέιν, οι μπίτνικς Τζακ Κέρουακ και Ουίλιαμ Μπάροουζ, η Κολέτ, ο Τρούμαν Καπότε, ο Χούλιο Κορτάζαρ, η Ντόρις Λέσινγκ, η Πατρίτσια Χάισμιθ, ο Τσαρλς Μπουκόφσκι, ο Χόρχε Λουί Μπόρχες και πολλοί άλλοι.  Ο Κοκτώ μάλιστα είχε ιδρύσει και ένα κλαμπ στο Παρίσι για όσους αγαπούσαν τα γατιά και συχνά σπονσοράριζε διάφορα σόου στα οποία πρωταγωνιστούσαν γάτες. Ο Στήβεν Κινγκ χαρακτήριζε τις γάτες "γκάνγκστερς του ζωικού βασιλείου", ενώ ο Χέμινγουει πίστευε ότι μια γάτα είναι πάντα ειλικρινής στην έκφραση των συναισθημάτων της, σε αντίθεση με τους ανθρώπους που, για τον έναν ή τον άλλο λόγο, πολύ συχνά κρύβουν αυτά που νιώθουν. Επίσης γνωστά είναι τα αποφθέγματα του Μπάρουζ για τις γάτες ("Μια γάτα δεν προσφέρει υπηρεσίες. Προσφέρει τον εαυτό της"), αλλά και της Κολέτ που υποστήριζε πως "δεν υπάρχουν συνηθισμένες γάτες".  

Πώς δημιουργήθηκε το στερεότυπο "συγγραφέας=γατόφιλος"; Είναι στερεότυπο ή πραγματικότητα; Οι συγγραφείς πράγματι αγαπούν τις γάτες; Και τελοσπάντων γιατί συγκεκριμένα τις γάτες; Γιατί όχι τους σκύλους, τα καναρίνια ή άλλα κατοικίδια; Οι ερμηνείες είναι πολλές. 

Πρώτον, η γάτα είναι "ζώον ανεξάρτητον". Ήτοι τα κάνει μόνο του, βολτάρει μόνο του, προσέχει την προσωπική του υγιεινή μόνο του. Επομένως, ο κύρης της δεν είναι υποχρεωμένος να απασχολείται με την αφόδευση ή το μπανάκι του ζωντανού. Λίγο φαγητό μοναχά και αυτό κονσέρβα. Κατα τ' άλλα, κανένα πρόβλημα. Και επειδή οι συγγραφείς πολλές σκοτούρες έχουν, δεν μπορούν να φορτώνουν κι άλλα πάνω στο κεφάλι τους. 

Επιπλέον, η γάτα είναι "ζώον αθόρυβον". Δε γαβγίζει, δε γρυλίζει, δε θορυβεί, σπανίως επιτίθεται. Σ΄αφήνει στη δουλειά σου απερίσπαστον, χωρίς να έχει πολλές πολλές απαιτήσεις. Άντε να τριφτεί λίγο στα πόδια σου, κι αυτό ήταν.

Τρίτον, η γάτα αναπτύσσει μυστηριώδικα ένστικτα. Οσμίζεται το κακό από μακριά. Ακούει το οτιδήποτε. Βρίσκει ψύλλο στ' άχυρα κι αυτό, όσο να 'ναι, είναι αρκετά εμπνευστικό. Ας θυμηθούμε τη ρήση του Έντγκαρ Άλαν Πόε "Ι wish I could write as mysterious as a cat". Ένας συγγραφέας σαν τον Πόε, που αγαπούσε τόσο πολύ τις ιστορίες μυστηρίου, δεν ήταν δυνατόν να μην αγαπά και τις γάτες. Γενικά, για να μην τα πολυλογούμε, η γάτα είναι ό,τι πρέπει για φιλόζωους τεμπέληδες και ευθυνόφοβους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όποιος έχει γάτα είναι τεμπέλης. Η γάτα, όμως, είναι σίγουρα τεμπέλα. Και δε μας επιβαρύνει.

Επίσης, η γάτα είναι "ζώον σχετικά ελαφρύ και τριχωτόν". Μπορεί να κάτσει στα πόδια σου χωρίς να σε βαραίνει και μάλιστα σε ζεσταίνει το χειμώνα και προσφέρεται για όσους πάσχουν από αρθρίτιδες και τους πονούν τα ρεματικά τους. H Κάρολ Όουτς έλεγε πως γράφει τόσο πολύ επειδή έχει τη γάτα της στην αγκαλιά της. Την έβρισκε, μάλιστα, πολύ πιο χαλαρωτική από το σύζυγό της.

Holding up my
purring cat to the moon
I sighed

Jack Kerouac, American Haicu, 1959

Τέλος, υπάρχει και η άποψη ότι οι άνθρωποι που είναι υπερβολικά φιλόζωοι είναι  και κάπως μισάνθρωποι και δεν είναι λίγοι που έχουν μια τέτοια εντύπωση και για τους συγγραφείς... Έχει μεγάλο ενδιαφέρον το γεγονός ότι σε αρκετές περιπτώσεις γατόφιλων συγγραφέων εμφανίζεται το φαινόμενο του αφηγητή-γάτα. Ας θυμηθούμε τις ιστορίες του Ρέιμοντ Τσάντλερ, όπου συχνά τη σκυτάλη της αφήγησης παίρνει η γάτα του, ο Τάκι. Ή, για να έρθουμε και στα δικά μας, την "Περσινή αρραβωνιαστικιά" της Ζυράννας Ζατέλη, όπου κάτι παρόμοιο συμβαίνει.


Ακόμη και Έλληνες λογοτέχνες του 19ου αιώνα είχαν εμπνευστεί από αυτά τα ζώα. Στο πνεύμα των ημερών είναι ας πούμε το διήγημα "Η γάτα του παπά", του Γρηγόριου Ξενόπουλου. Ωστόσο, εκείνος που τίμησε ιδαίτερα το ζωικό βασίλειο με την πένα του δεν ήταν άλλος από τον Εμμανουήλ Ροΐδη, που είχε γοητευτεί ιδαίτερα από τη θεωρία του Δαρβίνου για την καταγωγή του ανθρώπου από τον πίθηκο. Ας θυμηθούμε τα διηγήματα "Ιστορία ενός σκύλου", "Ιστορία μιας γάτας", "Ιστορία ενός αλόγου", "Ιστορία ορνιθώνος", "Ιστορία ενός πιθήκου", "Κυνομυομαχία" και άλλα. Έλεγε ο Ροΐδης με το γνωστό σαρκαστικό του ύφος: "είμαι, πιστεύω, ο μόνος άνθρωπος, όστις, αν τον ωνόμαζον ζώον δεν θα εθεώρει τούτο ως προσβολήν". 

Και στον πέμπτο τόμο των Απάντων του βρίσκουμε την εξήγηση:


Όσον συναναστρέφοµαι τα ζώα, τόσον µάλλον πείθοµαι, ότι δεν υπάρχει μεταξύ αυτών και των ανθρώπων καµµία διαφορά, ως ηθέλησαν παραδοξολόγοι τινές να ισχυρισθώσιν, αλλά µόνον ότι τα πράγµατα, κατά τα οποία διαφέροµεν από τα ζώα, δεν αποδεικνύουν όλα την ανθρωπίνην υπεροχήν. Το κυρίως διακρίνον αυτά από ηµάς είναι ότι παρέλαβον από τους ανθρώπους όσα έχουσιν ούτοι καλά, και απέφυγαν να µιµηθώσι τα άχρηστα, τα επιβλαβή και τα γελοία. Ουδέποτε έγεινε λόγος μεταξύ αυτών περί επισκέψεων του νέου έτους, ούτε περί καπνίσματος, ούτε περί φόρου επί του καπνού ή οιουδήποτε άλλου· δεν χαρτοπαικτούσι, δεν πίνουσι παρά νερόν ή γάλα όταν είναι µικρά· δεν συντηρούν στρατούς, αγνοούν τι θα ειπή πατρίς και ιδιοκτησία, και εκ τούτου ούτε δίκας εγείρουσιν ούτε κινούσι πολέµους, αλλά µόνον µονοµαχίας περί πραγμάτων τα οποία ενδιαφέρουσιν αυτά αµέσως και προσωπικώς, περί της νοµής λ.χ. πολυχλόου τινός λειµώνος ή της ευνοίας ωραίας τινός οµοφύλου των, γάτας, σκύλας, λεαίνης, φοράδας ή ελαφίνας.

Και αυτούς τους οικογενειακούς δεσµούς περιώρισαν εις µόνους τους αναγκαίους και τους µη οχληρούς. Έχουσι µεν πατέρα και µητέρα, ούτε θείους όµως ούτε εξαδέλφους ούτε εγγόνους, και το κυριώτερον ούτε πενθερούς ούτε πενθεράς. Ζώντα κατά το ευαγγελικόν παράγγελµα µε ό, τι στείλη εις αυτά η πρόνοια του Θεού, δεν υπόκεινται εις την υποχρέωσιν να συντάξωσι διαθήκην και αγνοούσιν ότι υπάρχουσιν εις τον κόσµον συμβολαιογράφοι, όπως και δήµιοι, δικαστήρια, ιατροί, ειρκταί, στρατώνες, νοσοκοµεία, πτωχοκοµεία και οικονομικά µαγειρεία. Ταύτα λέγων ουδόλως εννοώ ν' αμφισβητήσω των πραγμάτων τούτων την χρησιμότητα και την ανάγκην, αλλά να είπω ότι δύσκολον είναι να µακαρίσωµεν τον άνθρωπον δι' όσα κατέστησεν αναγκαία η κακή ποιότης του σώµατος και της ψυχής του, ή να θεωρήσωµεν ως µικρόν πλεονέκτηµα των ζώων το να δύνανται να τρώγουν χωρίς µαγείρους, να ενδύωνται χωρίς ράπτας, να νυµφεύωνται χωρίς παπάν, να γεννώνται άνευ της βοηθείας µαµµής και ν' αποθνήσκουν άνευ της συµπράξεως του ιατρού ή του δηµίου. [1]

Τις γάτες αγάπησαν και άλλοι καλλιτέχνες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι ψηλόλιγνες μαύρες γάτες του Τουλούζ Λωτρέκ. Πολύ όμορφη ήταν και η εικονογράφηση του Έντουαρντ Γκόρι για το "Εγχειρίδιο γατικής του γερο-Πόσουμ", του Τ.Σ.Έλιοτ. Ο Γκόρι έλεγε πως οι γάτες είναι η οικογένειά του και τις εκτιμούσε πολύ περισσότερο από τους ανθρώπους. 

Άλλοι εικονογράφοι που τίμησαν τη γάτα δεόντως ήταν ο Σεμπέ, που τον γνωρίζουμε όλοι από τον "Μικρό Νικόλα", αλλά και ο Ρόναλτν Στερλ, ένας από τους πιο τακτικούς σχεδιαστές εξωφύλλων του περιοδικού New Yorker. Οι γάτες του Γκόρι είναι συνήθως στρουμπουλές και χαριτωμένες. Ο Σεμπέ πάλι είχε μια αδυναμία στη μαύρη γάτα, που γενικά προκαλεί και το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, ενώ ο Στερλ ζωγράφιζε γάτες φουντωτές και τσουρομαδημένες. Γάτες που τις κυνηγούσαν ψάρια, γάτες που τις τσιμπούσαν καναρίνια, γάτες που γενικώς υπέφεραν και δεν ήταν και πολύ "γάτες", δηλαδή δεν ήταν και πολύ ξύπνιες.

Αυτά λοιπόν με τις γατούλες. Γενικά πάντως, η γάτα είναι ένα ζώο που δε μοιάζει με τα άλλα. Όταν μια γυναίκα είναι υπερβολικά ναζιάρα, λέμε ότι είναι γατούλα. Αν είναι υπερβολικά ξύπνια, πάλι γάτα τη λέμε. Επίσης, γυναίκα που έμεινε μεγαλοκοπέλα λέμε ότι θα μένει μόνη σ' ένα σπίτι με χιλιάδες γάτες, ενώ, όταν βλέπουμε μια κυρία να ταΐζει πολλά γατιά, μάλλον τη θεωρούμε ολίγον τρελή. Τελοσπάντων, να μην ξεφεύγουμε. 

Κλείνοντας να πω επίσης ότι θυμάμαι πως ο Λεωνίδας Κύρκος ζούσε παρέα με τη γάτα του, που την αγαπούσε πολύ, και στις ελάχιστες συνεντεύξεις που είχε δώσει στην τηλεόραση, κάπου ανάμεσα στα βιβλία του γραφείου του την έβλεπες να τριγυρίζει. Τέλος, ένας πολύ αγαπημένος άνθρωπος, συγγραφέας, μεταφραστής και επιμελητής κειμένων που είχε αδυναμία στις γάτες ήταν ο Ε.Χ. Γονατάς. Αυτά. 

[1] Εμμανουήλ Ροΐδης,  Άπαντα, Πέμπτος Τόμος, Ερμής, Αθήνα 1978

Στις εικόνες: Ο Ουίλιαμ Μπάροουζ, Τζακ Κέρουακ, ο Χούλιο Κορτάζαρ, ο Χόρχε Λουί Μπόρχες, και σκίτσα των Έντουαρντ Γκόρι και Ρόναλντ Στερλ.









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου