Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Εμμανουήλ Ροΐδης - Γ' Μέρος (Σημειώσεις)

Αφηγηματικά στοιχεία


Η αναλυτική έρευνα μπορεί τελικά να αποδείξει πως τα διηγήματα είναι αποτέλεσμα μιας μυθοπλαστικής διάθεσης, η οποία όμως "κρύβεται" πίσω από την προσποίηση του αφηγητή ότι ανατρέχει στη μνήμη του. Η προσποίηση της προσωπικής εμπειρίας, εξάλλου, συνιστά σταθερή συγγραφική τεχνική του Ροΐδη, ο οποίος πολύ συχνά ισχυρίζεται ότι τα κείμενά του μετασχηματίζουν προσωπικά βιώματα.

Προς αυτό το συμπέρασμα προσανατολίζουν και άλλα χαρακτηριστικά που αφορούν στη διάρθρωση των διηγημάτων. Συχνά ο αφηγητής είναι αποδέκτης μιας αφήγησης την οποία ακούει ή διαβάζει. Μεταθέτοντας έτσι το ρόλο της αφήγησης στον ήρωα-αφηγητή, ο συγγραφέας αποκτά μεγαλύτερη δυνατότητα να παρουσιάσει φανταστικές ιστορίες. Στο "Ημερολόγιον ομογενούς", λ.χ., κατοχυρώνεται η ανωνυμία του πραγματικού συγγραφέα με το εύρημα του χαμένου χειρογράφου του ξένου επισκέπτη. Ο αφηγητής προσποιείται πως βρήκε το ημερολόγιο και αναλαμβάνει να το δημοσιεύσει. Το παρουσιάζει να ανήκει σε μια πλούσια ομογενή (το όνομά της, Αργυρώ Πολυχρύσου, ασφαλώς δεν επιλέγεται τυχαία) και η κύρια αφήγηση αναπαράγει τις σελίδες που εκείνη δήθεν έγραψε. Η αντικειμενικότητα του περιεχομένου του, μάλιστα, ενισχύεται από το γεγονός ότι το ημερολόγιο ανήκει σ' έναν ξένο επισκέπτη, ο οποίος μπορεί ως εκ τούτου να κρίνει τα πράγματα απαλλαγμένος από κάθε ίχνος υποκειμενισμού (και στην Πάπισσα Ιωάννα η αφηγήτρια λειρουργεί ως αντικειμενικός κριτής, κατά την επίσκεψή της στην Αθήνα, ενώ τη διάσημη τεχνική από τις Περσικές επιστολές του Μοντεσκιέ χρησιμοποίησε ο Ροΐδης στις επιστολές του Σουρλή το 1866).

Στο "Ημερολόγιον Ομογενούς", το εισαγωγικό σημείωμα του εξωδιηγηματικού αφηγητή λειτουργεί ως το πλαίσιο της αφήγησης, το οποίο εξυπηρετούσε την πεζογραφία του περασμένου αιώνα, με επεξηγηματικούς προλόγους ή σημειώματα, την αισθητική της αναπαράστασης, της ρεαλιστικής ακρίβειας και της ιστορικής πιστότητας [1]. Ανάλογα λειτουργεί και η εκτενής εισαγωγική περιγραφή του χώρου στο "Παράπονο του νεκροθάπτου". Εδώ η αφήγηση εξελίσσεται σταδιακά, από το χώρο στο πρόσωπο, για να καταλήξει στο κύριο μέρος. Πρόκειται για τεχνική που εφαρμόζεται και σε άλλα διηγήματα όπως στην "Κυνομυομαχία", στην "Ιστορία ενός αλόγου", στην "Ιστορία ενός σκύλου". Το κύριο μέρος εκθέτει συχνά ο ήρωας της ιστορίας, όπως στο "Παράπονο του νεκροθάπτου". Πολλές φορές το πλαίσιο και οι παρεκβάσεις του αφηγητή φαίνεται να μην έχουν άμεση σχέση με το κύριο θέμα της αφήγησης,  ή είναι τόσο εκτενείς που επιβραδύνουν την πλοκή της υπόθεσης. Σε μερικές περιπτώσεις, το σχόλιο κατέχει μεγάλη έκταση και κινείται στον χώρο της θεωρητικής γενίκευσης και της φιλοσοφικής θεώρησης [2], όπως συμβαίνει στην "Ιστορία Ορνιθώνος", όπου ανευρίσκεται ένα ακόμη σκαλάρθυμα του Ροΐδη ως πρόλογος του διηγήματος. Ωστόσο, τα σχόλια και οι παρεκβάσεις έχουν οργανική θέση στο διήγημα, υπηρετώντας, όπως είπαμε, τη ρεαλιστική πρόθεση. Δηλαδή, ό,τι υπερβαίνει ή ξεφεύγει από τη φυσική ή διανοητική δυνατότητα πρέπει να τεκμηριωθεί για να μην κλονιστεί η αληθοφάνεια του κειμένου [3]. Όταν η αληθοφάνεια κινδυνεύει να κλονιστεί από την περιγραφή παράδοξων γεγονότων, τότε τεκμηριώνεται με επιστημονικά βιβλία και συγκεκριμένες αναφορές σε ιστορικά πρόσωπα ("Η αμφίβολος ζωή") ή με άλλα ευρήματα, όπως η αναγωγή του παράδοξου στον χώρο του ονείρου [4].

Είναι, επίσης, χαρακτηριστική η δήλωση-αυτοσχόλιο του διηγήματος "Ιστορία ενός τουφεκισμού" (1896). Τώρα, επιδιώκοντας να τεκμηριώσει την ακρίβεια των γεγονότων, ο αφηγητής υπονομεύει με παρέκβαση τις ρεαλιστικές συμβάσεις προηγούμενων διηγημάτων:
Περιωρίσθημεν πό κανν δη τν νά λέγωμεν ες τούς ναγνώστας μας παραμύθια περί γάτων, σκύλων, λόγων, βον και Συριανν συζύγων.

Εκτός των άλλων, η υπονόμευση - με τη μορφή της ειλικρινούς δήλωσης - λειτουργεί εδώ ως στοιχείο που επικυρώνει την ιστορική ακρίβεια και αληθοφάνεια του διηγήματος που θα ακολουθήσει. Είναι λοιπόν πιθανόν, και απομένει στη συστηματική έρευνα να το αποδείξει, ότι αυτές οι τεχνικές -η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, οι συχνές και εκτενείς παρεκβάσεις του αφηγητή- συνιστούν έναν συγκεκριμένο κώδικα στον οποίο υπακούει η ανάπτυξη των περισσοτέρων διηγημάτων του Ροΐδη.  

Μπέζας, Δ., 1997, «Εμμανουήλ Ροΐδης», Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές ως τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, τόμος Ε΄ 

***

Τι είναι το ύφος του Ροΐδη; Ο Προυστ συσχέτιζε το δικό του με τη μεταφορά. Ο συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας το συσχετίζει κυρίως με την παρομοίωση. Αρκεί να θυμηθούμε το χωρίο εκείνο των Προλεγομένων του που φωτίζει τα πράγματα: 
[...] ἐπροσπάθησα να ἐξορκίσω τα χασμήματα καταφεύγων ἀνά πᾶσαν σελίδαν εἰς ἀπροσδοκήτους παρεκβάσεις, ἰδιοτρόπους παρομοιώσεις ἤ ἀλλοκότους λέξεων συγκρούσεις. περιβάλλων ἑκάστην ἰδέαν δι' ἐικόνος, οὕτως εἰπεῖν, ψηλαφητῆς, και αὐτά ἀκόμη τα σοβαρώτερα της θεολογίας ζητήματα στολίζων δια κροσσίων, θυσσάνων, και κωδωνίσκων ὠς ποδιάν Ἱσπανής χορευτρίας (Α 71-72).

Η στρατηγική λοιπόν της γραφής επιβάλλει να χρησιμοποιείται ως "ἁνθυπνωτικόν φάρμακον κατά της απαθείας του Έλληνος αναγνώστου" ένα σύνολο από τεχνάσματα (παρεκβάσεις, παρομοιώσεις, συγκρούσεις λέξεων, εικόνες) που ενεργούν σαν χτυπήματα στο κεφάλι "διά ξηρᾶς κολοκύνθης". Φυσικά ο Ροΐδης αποδίδει τον τρόπο γραφής του σε ξένους ομοτέχνους του [...]. Η πρωτοτυπία του όμως είναι αναμφισβήτητη: ο συγγραφέας της Πάπισσας δε γίνεται συγγραφέας [...] παρά μόνο τη στιγμή όπου, γύρω στα 1865, κατακτά το ύφος του, για να το εισαγάγει ακέραιο στα ελληνικά γράμματα, τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στην κριτική, σαρώνοντας έτσι τα φράγματα των ειδών, δηλ. ανανεώνοντας τα είδη και επιβάλλοντας μια ενιαία θεώρηση του κόσμου. Να προσθέσω την πεποίθησή μου ότι "ὁ τρόπος οὗτος τοῦ γράφειν" συνδέεται άμεσα με τη σάτιρα; Αν το ύφος, για να θυμηθούμε και πάλι τον Προυστ, δεν είναι υπόθεση τεχνικής αλλά σκοπιάς, το ενδιαφέρον εδώ, πιστεύω, έγκειται στο γεγονός ότι ο Ροΐδης βρίσκει το ύφος του ταυτόχρονα με την τοποθέτησή του σε μια ορισμένη απόσταση από το κείμενό του, δηλαδή ταυτόχχρονα με την επιλογή της σατιρικής του οπτικής γωνίας.
 Παν. Μουλάς

"Για το ήθος και το ύφος του Ροΐδη. Τρία σημειώματα". Διαβάζω, αρ. 96, 13.6.1984. Αφιέρωμα στον Ροΐδη, σσ. 18-19 

Στις εικόνες o Εμμανουήλ Ροΐδης και ο Μαρσέλ Προυστ (σχέδιο του Tullio Pericoli).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου