Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαϊκό παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λαϊκό παραμύθι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Παραμύθια για παιδιά με αλλόκοτη μορφή


Τις μέρες που η καρδιά είναι σφιγμένη από τη λύπη, τα βιβλία παύουν να αποτελούν καταφύγιο. Μόνο τα παραμύθια μπορούν ν' ανοίξουν τις αγκάλες τους και να προσφέρουν ό,τι κατά καιρούς αναζητήσαμε. Στο ζεστό τους κουκούλι, βρίσκει κανείς την παρηγοριά και τη σοφία. Κάπως έτσι επέστρεψα στη συλλογή της Αγνής Στρουμπούλη "Ο δέντρος", που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο τον χειμώνα που μας πέρασε και περιλαμβάνει 37 λαϊκά παραμύθια για δέντρα και φυτά. 

Έναν καιρό ήτο μια άκληρη που 'βλεπε τα παιδάκια των αλλωνών. Ελυπείτο πολλά που δεν είχε κι εκείνη κανένα, κι επαρακάλει το Θεό να της δώσει κι εκείνης παιδία, κι ας ήτο ό,τι κι αν ήτο. Στα πολλά της παρακάλια, ο Θιος ήριψεν μπροστά της ένα δαφνόκουκκον.[1]

Κάποια από τα παραμύθια της συλλογής ανήκουν στην ειδική κατηγορία παραμυθιών που αφορούν "παιδιά με αλλόκοτη μορφή". Σ' αυτά, ένας γέρος και μια γριά ζούνε μαζί χρόνους πολλούς, αλλά δεν έχουνε παιδάκια και παρακαλούν τον Θεό να τους δώσει παιδιά κι ας είναι όπως κι αν είναι. Ο Θεός ακούει την επιθυμία τους και τους στέλνει άλλοτε ένα κουκί, άλλοτε ένα δαφνόκουκο, άλλοτε ένα κολοκύθι.  Κι εκείνοι πάντοτε το προσέχουν και το φροντίζουν σαν αληθινό παιδάκι, αγνοώντας τη χλεύη των γειτόνων τους.

Επήρε το δαφνόκουκκον, εφίλησέν το, ετύλιξέν το καλά καλά σε πολλά πανιά σαν μωρουδάκι, ήβαλέν το σε κούνια ολόασπρη κι εκούνιαν το κι εναννάριζέν το. Οι γειτόνισσές της, πού 'ξεραν πως δεν είχε παιδί κι ήκουσαν τα ναννουρίσματά της, την αρώτηξαν από περιέργειά τως ίντα ναννάριζε. ["Το δαφνόκουκκον"]

Η συνέχεια του παραμυθιού είναι πάντοτε ακριβοδίκαια για το ζευγάρι των γερόντων που αγάπησε και φρόντισε έναν καρπό, ένα φυτό ή ένα δέντρο ωσάν να 'τανε παιδί. Σε κάποια παραμύθια ο καρπός χάνεται αλλά από τα δάκρυά των γονιών του φυτρώνει ένα μεγάλο δέντρο και μέσα από τα κλώνια του πετάγεται μια πανέμορφη κόρη. Άλλοτε, πάλι, τα κουκιά σκάνε και γίνονται παιδιά και πάει λέγοντας. 

Σαν έφτασε η ώρα τους γέννησαν μαζί. Η βασίλισσα απόχτησε ένα όμορφο κοριτσάκι και το παλάτι φόρεσε τα γιορτινά του. Χαρές και γέλια και τραγούδια για τον ερχομό της βασιλοπούλας. Κείνη η γελαδαρού γέννησε ένα κολοκύθι, μα τι να κάνει, μάνα ήταν. Το πήρε στην αγκαλιά της, το φάσκιωσε και το 'βαλε στη σαρμανίτσα [κούνια] να κοιμηθεί. ["Το κολοκύθι"]
 
Το γνωστότερο από τα παραμύθια αυτής της κατηγορίας είναι το  "Τσουκαλάκι", παραμύθι της Καρπάθου που απαντά σε 29 παραλλαγές στο νησί και πολλές άλλες σε όλη την Ελλάδα. "Το παραμύθι έχει ως θέμα του ένα άτεκνο ζευγάρι, το οποίο προσευχήθηκε στον Θεό να του χαρίσει ένα παιδί κι αν ακόμα είναι Τσουκαλάκι. Η επιθυμία του ζευγαριού ικανοποιήθηκε και ο Θεός τούς έστειλε για παιδί ένα Τσουκαλάκι. Το παιδί-Τσουκαλάκι εστάλη στον γάμο μιας αρχοντοπούλας,  απ' όπου έφερε πρώτα φαγητά, κατόπιν λίρες και την τρίτη φορά τα περιττώματα της νύφης. Στο τελευταίο "δώρο" η μητέρα του "παιδιού" θύμωσε και έσπασε το Τσουκαλάκι. Από τα συντρίμμια τότε ακούστηκε η παραπονεμένη φωνή: 

Καλά ρε μαμά! Τα φουφφού φουφφού τα ήθελες, τα λιλλιά λιλλιά τα ήθελες και τα κακκά κακκά δεν τα 'θελες;[2]

Σοφία Καλογεροπούλου
Έχει ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τη λειτουργία που επιτελούσαν αυτού του είδους τα παραμύθια στις τοπικές κοινωνίες και να επιχειρήσει να ερμηνεύσει τις νοοτροπίες, αλλά και τις συνθήκες που δημιούργησαν την ανάγκη να πλαστούν τέτοιου είδους αφηγήσεις. Το "Τσουκαλάκι", μάλιστα, ξεχωρίζει από όλα τα άλλα, μιας και εδώ το παιδί δεν προέρχεται από τον κόσμο των φυτών και των ζώων, αλλά από τον υλικό κόσμο του νοικοκυριού, τον οποίο σε σπάνιες περιπτώσεις ο παραμυθιακός ανιμισμός μετατρέπει σε έμψυχο. Είναι επίσης εντυπωσιακό το γεγονός ότι το Τσουκαλάκι σε ελάχιστες παραλλαγές μεταμορφώνεται τελικά σε άνθρωπο και το πιθανότερο είναι ακόμα και σ΄αυτές, η σκηνή της μεταμόρφωσης να προστέθηκε αργότερα από κάποιους αφηγητές, για να δώσουν το ευτυχισμένο τέλος που θα ικανοποιούσε τον ακροατή. 

Σε εποχές και κοινωνίες που ο προορισμός του ανθρώπου ταυτιζόταν με τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση τέκνων και η τεκνογονία θεωρούνταν ύψιστη στιγμή συνεργασίας Θεού και ζευγαριού, η ατεκνία πιστευόταν για ντροπή και κατάρα. Αποτελούσε μείζον πρόβλημα για το ζευγάρι και για τη λύση του το αντρόγυνο κατέφευγε άλλοτε στη μαγεία και άλλοτε στον Θεό. 

Το πρώτο που αναρωτιέται κανείς είναι αν η μητέρα του παραμυθιού αγαπά το Τσουκαλάκι, καθώς το εκμεταλλεύεται για να της φέρνει καλούδια και φλουριά, και όταν της φέρνει τις ακαθαρσίες της αρχοντοπούλας, εκείνη το τιμωρεί με τον σκληρότερο τρόπο.  Ο Βασίλης Γεργατσούλης υποστηρίζει ότι το παραμύθι μπορεί να ερμηνευτεί με δύο διαφορετικούς τρόπους: Θα μπορούσε το Τσουκαλάκι να συμβολίζει το κάθε παιδί, που άλλοτε πράττει το καλό -και τότε οι γονείς το παινεύουν- και άλλοτε πράττει το κακό και το τιμωρούν. Η μάνα όμως εδώ, αντί να νουθετήσει το παιδί της, το πετάει,  το εγκαταλείπει. Μοιάζει να αφαιρεί από το παιδί της τη ζωή, που υπήρξε για εκείνη θείο δώρο.

Σύμφωνα με τη δεύτερη ερμηνεία, τα δώρα που φέρνει το Τσουκαλάκι στους γονείς του συμβολίζουν την πορεία της ζωής του ανθρώπου: η ανάγκη για φαγητό (φουφφού=το φαγητό), η ανάγκη για πλουτισμό (τα λιλλιά=οι λίρες), η πορεία προς τα γηρατειά (κακκά=τα περιττώματα, η ανημπόρια). Όσο ο άνθρωπος φέρνει φαγητό και χρήματα στην οικογένεια, εκείνη του το ανταποδίδει. Όταν γερνά και κάνει τα κακά του πάνω του, ανήμπορος πια να προσφέρει, τον παραπετούν και τον διώχνουν. Άλλοι υποστήριξαν πως το Τσουκαλάκι είναι το παιδί που δεν είναι αρτιμελές, που παρουσιάζει προβλήματα στην ανάπτυξη και την εξέλιξή του.

Όποια ερμηνεία κι αν σκεφτεί και δώσει κανείς, δεν αναιρείται η αίσθηση για το δίκιο και το άδικο που αποκτά ο ακροατής στο τέλος του παραμυθιού. Η ιδιοτέλεια των γονέων που επιθυμούν να γίνουν τα παιδιά τους ό,τι εκείνοι ονειρεύονται, η περιφρόνηση για τον αδύναμο, η αγάπη που θεωρείται άδολη, ενώ πολλές φορές έχει αποδέκτη μόνο εκείνον του οποίου έχουμε την εύνοια είναι πράγματα που αφορούν και σήμερα τον άνθρωπο. Εξάλλου, αν όλα όσα αναφέρουν τα παραμύθια είχαν προ πολλού τελειώσει, θα ήταν αδύνατο να εξηγήσουμε τη γοητεία που ασκούν και σήμερα οι φαινομενικά απλοϊκές ιστορίες τους. Μέσα στις τόσες αλλαγές, ο άνθρωπος έμεινε ίδιος. 

*** 

[1] Αγνή Στρουμπούλη, Ο δέντρος: Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.
[2] Βασίλης Ι. Γεργατσούλης, "Το τσουκαλάκι": ένα λαϊκό παραμύθι της Καρπάθου, Αθήνα 2003. 
[3] Στις εικόνες της ανάρτησης έργα του Ράλλη Κοψίδη που συνόδευσαν συλλογές λαϊκών παραμυθιών του Γιώργου Ιωάννου και Γ.Α. Μέγα.
 

Τρίτη 20 Φεβρουαρίου 2018

"Το μαγεμένο καβάκι"


Τα δέντρα είναι οι γηραιότεροι οργανισμοί του πλανήτη και, λόγω ηλικίας, είναι σοφά. Κληροδοτούν τη σοφία τους από γενιά σε γενιά, και κάθε τρυφερό δεντράκι που πασχίζει να ριζώσει στο χώμα και να αντέξει χειμερινούς ανέμους και φθινοπωρινές μπόρες έχει στα κλαδιά και τον κορμό του κάτι από τη γνώση των προγόνων του. Τα δέντρα αισθάνονται. Αισθάνονται τον ήλιο και τη βροχή, αισθάνονται τη φροντίδα του ανθρώπου και την αγάπη της φύσης, την υγρασία της νύχτας και το κελάρισμα του νερού. Και χαρακτηρίζονται από δύο ανεκτίμητες αρετές: τη γενναιοδωρία και τη συνέπεια. Πεισματάρικα καρποφορούν, εγκλωβισμένα στα πιο γκρίζα τοπία. Και "αειθαλλούν" και φυλλοβολούν  στου χρόνου τα γυρίσματα.


Στα λαϊκά παραμύθια, τα δέντρα επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Το θρόισμά τους του ψιθυρίζει μυστικά. Η ανάπτυξή τους του διδάσκει τη ζωή. Οι ανάγκες τους του μαθαίνουν την υπομονή και την έγνοια. Τα χρώματά τους του φανερώνουν την ομορφιά. Μέσα τους κρύβουν ζωές που καταδικάστηκαν στην αναμονή. Μαγεμένα βασιλόπουλα και τιμωρημένες κόρες περιμένουν το αντίδοτο της κατάρας, που μόνο η καλοσύνη μπορεί να προσφέρει. 


Στη συλλογή παραμυθιών "Ο δέντρος", η Αγνή Στρουμπούλη συγκέντρωσε παραμύθια για δέντρα και φυτά. "Στον ποιητικό και μεταφορικό τρόπο των παραμυθιών, σ' αυτή τη κουρελού από κουρέλια-μνήμες παλαιότατων εποχών, έρχονται πολύ συχνά τα λουλούδια, τα φυτά, τα δέντρα να εικονίσουν αλλά και να συμβολίσουν αισθήματα, καταστάσεις, σχέσεις, όλα τα άρρητα με τον καθημερινό λόγο". Σε ένα από τα παραμύθια της συλλογής (θα παρουσιαστεί σε επόμενη ανάρτηση στο σύνολό της) γίνεται αναφορά σε ένα έθιμο της Λέσβου. Όταν ένα ζευγάρι αποκτήσει παιδί, πρέπει να φυτέψει κοντά στη θάλασσα ένα καβάκι. Μια λεύκα δηλαδή. Το φτωχό ζευγάρι του παραμυθιού αποκτά μια θυγατέρα, την Ταξιαρχούλα, κι ο πατέρας της φυτεύει στον κήπο του το καβάκι της. 

Ο πατέρας, μάλιστα, είχεν την αιστησάδα πως, εκεί λέει που 'σκαβγε κι επολέμα, ήσκυβγε κι εκείνο κι εχάδευγέν τονε απάνω στην πλάτη.


Το κοπελουδάκι μεγάλωνε μαζί με το καβάκι, κι όσον εμεγάλωνε ήρεσέν του κάθα που το πότιζεν ν' ανοίει τ' αγκαλάκια του και να τ' αγκαλιάζει, να θωρεί αν εχώρειεν ο λιγνός κορμός του μες στ' αγκάλιασμά του. Μιαν ημέραν, εκεί που 'βάστα το κοπελουδάκι το καβάκι αγκαλιασμένο κι ήσφιγγέ το μες στ' αγκαλάκια του, εσείστηκε το καβάκι και χαμηλώνει την κορφούδα του πλάι στο κοπελουδάκι. Κι απέκειο ήπηρε ανθρώπινη φωνή κι εμίλησέν του κι είπεν του:
-Εχαμήλωσα να σου πω τα φχαριστώ μου για πως με ποτίζεις.  
Κι αφού εχάδεψε το κοπελουδάκι με τα κορφοκλαδέλια του, εσήκωσε την κορφούδα του και στήθηκε πάλι όρθιο κι ήπηρεν απάνω. Το κοπελουδάκι  εξεγκάλιασεν το καβάκι κι ήτρεξε μάνι μάνι στο νταμέλι τωνε. 
-Ω μπαμπά κι ω μαμά, εφώναξε των γονιών του, το καβάκι έχει ανθρώπινη μιλιά και μιλεί.  [...]


 -Ω καβάκι, δεν το πιστέψανε οι γονείς μου πως μιλείς ανθρωπινίσια. 
Το καβάκι εχαμήλωσεν κάτω την κορφούδα του κι είπεν του κοπελουδακιού:
-Αν θες να κάμεις κούνια ανέβ' απάνω στα κλαδάκια μου. 
Ενέβηκε το κοπελουδάκι απάνω στης κορφούδας του τα κλαδέλια, κι αφού ενεψηλώθηκε το καβάκι κανένα γόνατο, εκούνειε την Ταξιαρχούλα. 
-Βάστα με γερά και μη δειλιάς, μα δε σε ρίχτω κάτω, τσ' ήλεε πότε πότε όσο την εκούνειε. 
Αφού εχόρτασε να κουνιέται η Ταξιαρχούλα, εδιάβηκε στο ντάμι τωνε· κι εξεχαμηλώθηκε και το καβάκι κι ίσιαξε μες στον αέρα ίσ' απάνω. 
Από κείνην την ημέραν ήπιασεν η Ταξιαρχούλα με το καβάκι μεγάλες φιλίες. Μόλις επάαινεν κοντά του κι αφού το πότιζεν, εχαμήλων' εκείνο κάτω την κορφούλα του κι ενέβαινε απάνω της η Ταξιαρχούλα κι εκουνιότανε ίσαμε που να βαρεθεί.


Ύστερις επιάνασι τα γλεντίσματα κι εγλεντίζασι, κι άλλοτες εκυνηγιότανε κι άλλοτες επάιζασι το κρυφτό ή τις πετράδους. Το καβάκι ήτανε και βγαλητής κι ήβγανεν κοτσάκια [δίστιχα] και ποιήματα, κι ως ήξερε κιόλας κι ετραγούδειε, τα 'λεεν όλα τραγουδιστά της Ταξιαρχούλας. Κι ήχανεν κι η Ταξιαρχούλα το νου της ν' ακούει τις γλυκιζάμενοι σκοποί του και την ταίριασην των λόων του των όμορφων. Ήτονε και παραμυθάς το καβάκι, κι ήλεέ της και παραμυθέλια για βασιλόπουλα μαγεμένα και κακές μάισσες, και πολλές βολές την ήπαιρνεν ο νύπνος απάνω στα κλαδέλια ή απού κάτω στη ρίζα του. 
-Πού τα μαθήτεψες και ξέρεις τα όλα αυτά; ερώτηξε μια ημέρα το καβάκι η Ταξιαρχούλα. Ούτε δάσκαλος να 'σου. 
-Ο αέρας και τα χώματα λέσι μού τα, κι η θάλασσα που βγαίνει και πορπατεί κάτω στο γιαλό, κι ο νήλιος και κείνος μου τα λέει, τσ' εποκρίθηκε το καβάκι. 
[...]


Καμωμένη ήτονε πλιο η Ταξιαρχούλα δεκαπέντε χρονών όντεν ήβγαλε την απόφαση ο μπαμπάς της να κόψουσι το καβάκι για να χτίσουσι το σπιτέλι της. Η Ταξιαρχούλα, όμως όντε το 'κουσεν ήβαλε τα κλάματα κι επερακάλειεν τον μπαμπά της να μην το κόψει, αλλ' εκείνος τσ' ήλεε πως πρέπει. Μες στα δάκρυα πνιγμένη η Ταξιαρχούλα, εδιάβη κι ήκατσε στη ρίζα του καβακιού. 
-Ίντα 'χεις, ω Ταξιαρχούλα μου; την ερώτηξε το καβάκι. 
-Κλαίω γιατί θέλει ο μπαμπάς μου να σε κόψει για να χτίσει, λέει, το σπιτέλι μου. Αλλά εγώ μου δε θέλω σπιτέλια, εγώ θέλω να ζεις εσύ, να σε θωρεί η νήλιος κι ο αέρας και να σε θωρούν τα ματέλια μου. Που φαίνεταί μου πως θα ξεψυχήσω την ώρα που θα σε δω κομμένο. 
-Άκου με επά που θα σε συμβουλέψω, είπε της το καβάκι. Γραμμένο μου 'ναι να κοπώ, για κείνο να μην κλαις και να μη στεναχωρεύεσαι. Άφησ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το λέει ο μπαμπάς σου πρέπει. 
-Η Ταξιαρχούλα εγκάλιασεν τον κορμόν του καβακιού κι είπεν του:
-Γιάντα και πρέπει, γιάντα και θα πρέπει να πρέπει;
Το καβάκι ήπλωσεν τα χαμηλά του κλαδιά κι εγλυκοχάιδεψε την Ταξιαρχούλα.
-Δε θέλω να κλαις να χαλάς τα ματέλια σου τα όμορφα, και ζητώ σου το χάρη μεγάλη και τρανή να μην εμποδίσεις στο κόψιμό μου· άσ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το 'πα είναι γραμμένο μου να κοπώ. 



 - Και πώς μου θα ζω και θα κάνω δίχως να θωρώ σε; Ίντα λοής θα σηκώνομαι το πρωί, να βγαίνει ο νήλιος να μου δώνει και να λιορίζει με κι εσύ να κείτεσαι κομμένο εκεί χάμαι; Πώς θα περνώ τις ώρες της μέρας μου χωρίς να 'ρχομαι κοντά σου να γέρνω το κεφαλάκι μου απάνω στο γλυμηδωτό σου κορμί, δίχως ν' απλώνεις τα κλαδέλια σου να με χαδεύγεις; Ποιος του θα μου τραγουδεί και ποιος του θα βγάνει κοτσάκια και ποιήματα να μου τα λέει; Πώς θ' αδειάσει ο τόπος σου ν' απομείνει αδειανός, τα χώματα δε θα κλαίσι, πώς θα δεχτούσι να λείπεις; Και τα πουλιά που χτίζασι απάνω στα κλαδιά σου τις αφωλιές τωνε ίντα θα γενούσι; Κι ο αυγερινός, που ΄ρχουντα στ' αυγινοπορπατήματά του κι επόσταζε στο κοντοκόρφαρό σου κι εξεκουράζοντα, πού θα σταματά ν' αποξεκουράζεται; Και το φεγγαράκι και κείνο του, που χώνουνταν κι ελούφαζε μες στα φυλλοκλαδέλια σου και το ΄παιρνεν ο νύπνος ο πρωινός κι εξεκούραζε τα ματέλια του τα γυάλινα, ίντα του θα λέει ότι να μη σε βρίσκει;

Τίποτα στη φύση δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητο ακούγοντας τον σπαρακτικό θρήνο της Ταξιαρχούλας. Μα το καβάκι δεν εκόπη κι έζησε με την Ταξιαρχούλα χρόνους πολλούς. Το παραμύθι ξέρει πάντα καλύτερα. 

[Τα αποσπάσματα είναι από το "Μαγεμένο καβάκι", παραμύθι της Λέσβου]


***

[1] Στις φωτογραφίες δέντρα που μου μίλησαν.
[2] Αγνή Στρουμπούλη, Ο δέντρος: Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.