Τα δέντρα είναι οι γηραιότεροι οργανισμοί του πλανήτη και, λόγω ηλικίας, είναι σοφά. Κληροδοτούν τη σοφία τους από γενιά σε γενιά, και κάθε τρυφερό δεντράκι που πασχίζει να ριζώσει στο χώμα και να αντέξει χειμερινούς ανέμους και φθινοπωρινές μπόρες έχει στα κλαδιά και τον κορμό του κάτι από τη γνώση των προγόνων του. Τα δέντρα αισθάνονται. Αισθάνονται τον ήλιο και τη βροχή, αισθάνονται τη φροντίδα του ανθρώπου και την αγάπη της φύσης, την υγρασία της νύχτας και το κελάρισμα του νερού. Και χαρακτηρίζονται από δύο ανεκτίμητες αρετές: τη γενναιοδωρία και τη συνέπεια. Πεισματάρικα καρποφορούν, εγκλωβισμένα στα πιο γκρίζα τοπία. Και "αειθαλλούν" και φυλλοβολούν στου χρόνου τα γυρίσματα.
Στα λαϊκά παραμύθια, τα δέντρα επικοινωνούν με τον άνθρωπο. Το θρόισμά τους του ψιθυρίζει μυστικά. Η ανάπτυξή τους του διδάσκει τη ζωή. Οι ανάγκες τους του μαθαίνουν την υπομονή και την έγνοια. Τα χρώματά τους του φανερώνουν την ομορφιά. Μέσα τους κρύβουν ζωές που καταδικάστηκαν στην αναμονή. Μαγεμένα βασιλόπουλα και τιμωρημένες κόρες περιμένουν το αντίδοτο της κατάρας, που μόνο η καλοσύνη μπορεί να προσφέρει.
Στη συλλογή παραμυθιών "Ο δέντρος", η Αγνή Στρουμπούλη συγκέντρωσε παραμύθια για δέντρα και φυτά. "Στον ποιητικό και μεταφορικό τρόπο των παραμυθιών, σ' αυτή τη κουρελού από κουρέλια-μνήμες παλαιότατων εποχών, έρχονται πολύ συχνά τα λουλούδια, τα φυτά, τα δέντρα να εικονίσουν αλλά και να συμβολίσουν αισθήματα, καταστάσεις, σχέσεις, όλα τα άρρητα με τον καθημερινό λόγο". Σε ένα από τα παραμύθια της συλλογής (θα παρουσιαστεί σε επόμενη ανάρτηση στο σύνολό της) γίνεται αναφορά σε ένα έθιμο της Λέσβου. Όταν ένα ζευγάρι αποκτήσει παιδί, πρέπει να φυτέψει κοντά στη θάλασσα ένα καβάκι. Μια λεύκα δηλαδή. Το φτωχό ζευγάρι του παραμυθιού αποκτά μια θυγατέρα, την Ταξιαρχούλα, κι ο πατέρας της φυτεύει στον κήπο του το καβάκι της.
Ο πατέρας, μάλιστα, είχεν την αιστησάδα πως, εκεί λέει που 'σκαβγε κι επολέμα, ήσκυβγε κι εκείνο κι εχάδευγέν τονε απάνω στην πλάτη.
Το κοπελουδάκι μεγάλωνε μαζί με το καβάκι, κι όσον εμεγάλωνε ήρεσέν του κάθα που το πότιζεν ν' ανοίει τ' αγκαλάκια του και να τ' αγκαλιάζει, να θωρεί αν εχώρειεν ο λιγνός κορμός του μες στ' αγκάλιασμά του. Μιαν ημέραν, εκεί που 'βάστα το κοπελουδάκι το καβάκι αγκαλιασμένο κι ήσφιγγέ το μες στ' αγκαλάκια του, εσείστηκε το καβάκι και χαμηλώνει την κορφούδα του πλάι στο κοπελουδάκι. Κι απέκειο ήπηρε ανθρώπινη φωνή κι εμίλησέν του κι είπεν του:
-Εχαμήλωσα να σου πω τα φχαριστώ μου για πως με ποτίζεις.
Κι αφού εχάδεψε το κοπελουδάκι με τα κορφοκλαδέλια του, εσήκωσε την κορφούδα του και στήθηκε πάλι όρθιο κι ήπηρεν απάνω. Το κοπελουδάκι εξεγκάλιασεν το καβάκι κι ήτρεξε μάνι μάνι στο νταμέλι τωνε.
-Ω μπαμπά κι ω μαμά, εφώναξε των γονιών του, το καβάκι έχει ανθρώπινη μιλιά και μιλεί. [...]
-Ω καβάκι, δεν το πιστέψανε οι γονείς μου πως μιλείς ανθρωπινίσια.
Το καβάκι εχαμήλωσεν κάτω την κορφούδα του κι είπεν του κοπελουδακιού:
-Αν θες να κάμεις κούνια ανέβ' απάνω στα κλαδάκια μου.
Ενέβηκε το κοπελουδάκι απάνω στης κορφούδας του τα κλαδέλια, κι αφού ενεψηλώθηκε το καβάκι κανένα γόνατο, εκούνειε την Ταξιαρχούλα.
-Βάστα με γερά και μη δειλιάς, μα δε σε ρίχτω κάτω, τσ' ήλεε πότε πότε όσο την εκούνειε.
Αφού εχόρτασε να κουνιέται η Ταξιαρχούλα, εδιάβηκε στο ντάμι τωνε· κι εξεχαμηλώθηκε και το καβάκι κι ίσιαξε μες στον αέρα ίσ' απάνω.
Από κείνην την ημέραν ήπιασεν η Ταξιαρχούλα με το καβάκι μεγάλες φιλίες. Μόλις επάαινεν κοντά του κι αφού το πότιζεν, εχαμήλων' εκείνο κάτω την κορφούλα του κι ενέβαινε απάνω της η Ταξιαρχούλα κι εκουνιότανε ίσαμε που να βαρεθεί.
Ύστερις επιάνασι τα γλεντίσματα κι εγλεντίζασι, κι άλλοτες εκυνηγιότανε κι άλλοτες επάιζασι το κρυφτό ή τις πετράδους. Το καβάκι ήτανε και βγαλητής κι ήβγανεν κοτσάκια [δίστιχα] και ποιήματα, κι ως ήξερε κιόλας κι ετραγούδειε, τα 'λεεν όλα τραγουδιστά της Ταξιαρχούλας. Κι ήχανεν κι η Ταξιαρχούλα το νου της ν' ακούει τις γλυκιζάμενοι σκοποί του και την ταίριασην των λόων του των όμορφων. Ήτονε και παραμυθάς το καβάκι, κι ήλεέ της και παραμυθέλια για βασιλόπουλα μαγεμένα και κακές μάισσες, και πολλές βολές την ήπαιρνεν ο νύπνος απάνω στα κλαδέλια ή απού κάτω στη ρίζα του.
-Πού τα μαθήτεψες και ξέρεις τα όλα αυτά; ερώτηξε μια ημέρα το καβάκι η Ταξιαρχούλα. Ούτε δάσκαλος να 'σου.
-Ο αέρας και τα χώματα λέσι μού τα, κι η θάλασσα που βγαίνει και πορπατεί κάτω στο γιαλό, κι ο νήλιος και κείνος μου τα λέει, τσ' εποκρίθηκε το καβάκι.
[...]
[...]
Καμωμένη
ήτονε πλιο η Ταξιαρχούλα δεκαπέντε χρονών όντεν ήβγαλε την απόφαση ο
μπαμπάς της να κόψουσι το καβάκι για να χτίσουσι το σπιτέλι της. Η
Ταξιαρχούλα, όμως όντε το 'κουσεν ήβαλε τα κλάματα κι επερακάλειεν τον
μπαμπά της να μην το κόψει, αλλ' εκείνος τσ' ήλεε πως πρέπει. Μες στα
δάκρυα πνιγμένη η Ταξιαρχούλα, εδιάβη κι ήκατσε στη ρίζα του καβακιού.
-Ίντα 'χεις, ω Ταξιαρχούλα μου; την ερώτηξε το καβάκι.
-Κλαίω γιατί θέλει ο μπαμπάς μου να σε κόψει για να χτίσει, λέει, το σπιτέλι μου. Αλλά εγώ μου δε θέλω σπιτέλια, εγώ θέλω να ζεις εσύ, να σε θωρεί η νήλιος κι ο αέρας και να σε θωρούν τα ματέλια μου. Που φαίνεταί μου πως θα ξεψυχήσω την ώρα που θα σε δω κομμένο.
-Άκου με επά που θα σε συμβουλέψω, είπε της το καβάκι. Γραμμένο μου 'ναι να κοπώ, για κείνο να μην κλαις και να μη στεναχωρεύεσαι. Άφησ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το λέει ο μπαμπάς σου πρέπει.
-Η Ταξιαρχούλα εγκάλιασεν τον κορμόν του καβακιού κι είπεν του:
-Γιάντα και πρέπει, γιάντα και θα πρέπει να πρέπει;
Το καβάκι ήπλωσεν τα χαμηλά του κλαδιά κι εγλυκοχάιδεψε την Ταξιαρχούλα.
-Δε θέλω να κλαις να χαλάς τα ματέλια σου τα όμορφα, και ζητώ σου το χάρη μεγάλη και τρανή να μην εμποδίσεις στο κόψιμό μου· άσ' τις να με κόψουσι, γιατί σαν που σ'το 'πα είναι γραμμένο μου να κοπώ.
- Και πώς μου θα ζω και θα κάνω δίχως να θωρώ σε; Ίντα λοής θα σηκώνομαι το πρωί, να βγαίνει ο νήλιος να μου δώνει και να λιορίζει με κι εσύ να κείτεσαι κομμένο εκεί χάμαι; Πώς θα περνώ τις ώρες της μέρας μου χωρίς να 'ρχομαι κοντά σου να γέρνω το κεφαλάκι μου απάνω στο γλυμηδωτό σου κορμί, δίχως ν' απλώνεις τα κλαδέλια σου να με χαδεύγεις; Ποιος του θα μου τραγουδεί και ποιος του θα βγάνει κοτσάκια και ποιήματα να μου τα λέει; Πώς θ' αδειάσει ο τόπος σου ν' απομείνει αδειανός, τα χώματα δε θα κλαίσι, πώς θα δεχτούσι να λείπεις; Και τα πουλιά που χτίζασι απάνω στα κλαδιά σου τις αφωλιές τωνε ίντα θα γενούσι; Κι ο αυγερινός, που ΄ρχουντα στ' αυγινοπορπατήματά του κι επόσταζε στο κοντοκόρφαρό σου κι εξεκουράζοντα, πού θα σταματά ν' αποξεκουράζεται; Και το φεγγαράκι και κείνο του, που χώνουνταν κι ελούφαζε μες στα φυλλοκλαδέλια σου και το ΄παιρνεν ο νύπνος ο πρωινός κι εξεκούραζε τα ματέλια του τα γυάλινα, ίντα του θα λέει ότι να μη σε βρίσκει;
Τίποτα στη φύση δεν μπορεί να μείνει ασυγκίνητο ακούγοντας τον σπαρακτικό θρήνο της Ταξιαρχούλας. Μα το καβάκι δεν εκόπη κι έζησε με την Ταξιαρχούλα χρόνους πολλούς. Το παραμύθι ξέρει πάντα καλύτερα. - Και πώς μου θα ζω και θα κάνω δίχως να θωρώ σε; Ίντα λοής θα σηκώνομαι το πρωί, να βγαίνει ο νήλιος να μου δώνει και να λιορίζει με κι εσύ να κείτεσαι κομμένο εκεί χάμαι; Πώς θα περνώ τις ώρες της μέρας μου χωρίς να 'ρχομαι κοντά σου να γέρνω το κεφαλάκι μου απάνω στο γλυμηδωτό σου κορμί, δίχως ν' απλώνεις τα κλαδέλια σου να με χαδεύγεις; Ποιος του θα μου τραγουδεί και ποιος του θα βγάνει κοτσάκια και ποιήματα να μου τα λέει; Πώς θ' αδειάσει ο τόπος σου ν' απομείνει αδειανός, τα χώματα δε θα κλαίσι, πώς θα δεχτούσι να λείπεις; Και τα πουλιά που χτίζασι απάνω στα κλαδιά σου τις αφωλιές τωνε ίντα θα γενούσι; Κι ο αυγερινός, που ΄ρχουντα στ' αυγινοπορπατήματά του κι επόσταζε στο κοντοκόρφαρό σου κι εξεκουράζοντα, πού θα σταματά ν' αποξεκουράζεται; Και το φεγγαράκι και κείνο του, που χώνουνταν κι ελούφαζε μες στα φυλλοκλαδέλια σου και το ΄παιρνεν ο νύπνος ο πρωινός κι εξεκούραζε τα ματέλια του τα γυάλινα, ίντα του θα λέει ότι να μη σε βρίσκει;
[Τα αποσπάσματα είναι από το "Μαγεμένο καβάκι", παραμύθι της Λέσβου]
***
[1] Στις φωτογραφίες δέντρα που μου μίλησαν.
[2] Αγνή Στρουμπούλη, Ο δέντρος: Παραμύθια λαϊκά με δέντρα και φυτά, Καλειδοσκόπιο, Αθήνα 2017.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου