Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Το μονοδένδρι της Τεγέας


Το σώμα χόρευε αγέρωχο, και πλάνεψε την ψυχή και την έκλεισε μέσα του. 
Αρχή από αρκαδικό παραμύθι.

Είναι μερικά πράγματα, ασχολίες και επιθυμίες, που μπορείς να φέρεις σε πέρας μόνο όταν σου δωρίζεται το ανεκτίμητο αγαθό του χρόνου. Τώρα, που η ζωή μάς άρπαξε τόσα, μας χαρίστηκε αίφνης ο χρόνος που κυνηγούσαμε. 


Κι έτσι, η παρακολούθηση μιας ταινίας τη νύχτα, πράγμα που η κούραση δεν σε άφηνε να ολοκληρώσεις, ειδικά τις καθημερινές, τώρα έγινε συνήθεια και προστέθηκε στη ρουτίνα της νέας κανονικότητας. 


Παλιό απωθημένο ήταν να βρω τον χρόνο, όχι μόνο να δω, αλλά και να ξαναδώ ταινίες και ντοκιμαντέρ που αγάπησα, κρατώντας σημειώσεις, παγώνοντας στιγμιότυπα της οθόνης που θέλω να αρχειοθετήσω ή να κρατήσω μέσα μου για πάντα. 


Είδα δύο φορές απανωτές το "Αρκαδία, χαίρε" του Φίλιππου Κουτσαφτή, που μας είχε μαγέψει τόσο με την "Αγέλαστο πέτρα" είκοσι χρόνια πριν. Πόσα πράγματα μπορεί να δει κανείς σε μια ταινία; Σχεδόν τόσα όσα μπορεί να δει κοιτάζοντας καθημερινά το ίδιο δέντρο: αμέτρητα. 


Ένα ντοκιμαντέρ για τον αρκαδικό κάμπο της Τεγέας, παρουσιάζει με τον ποιητικότερο τρόπο όσα σκεφτόμαστε για τη εγκαταλελειμμένη επαρχία: τη διαδοχή των εποχών στη φύση, τα χρώματα που αλλάζουν, τους δωρικούς κίονες που κείτονται ασάλευτοι ανάμεσα στα χωριατόσπιτα, τη γλίτσα της υγρασίας πάνω στις αρχοντικές πτυχώσεις τους, την αρχαιότητα να επιβιώνει στις δοξασίες των γερόντων, την άσπαρτη γη, τους ανθρώπους που έχουν έρθει από κάθε γωνιά του κόσμου να τη σπείρουν για να επιβιώσουν οικογένειες που ζουν μακριά τους. 


Ναοί κυκλωμένοι από μια γερασμένη καθημερινότητα. Το χθες να συνομιλεί με το σήμερα σαν το σφυρί με το αμόνι στα παλιά σιδηρουργεία: χτύπος και αντίκτυπος. Πρόβατα βόσκουν ανάμεσα σε αρχαία όστρακα. 


Η "Ωραία Ελένη" της Τεγέας. "Ανώνυμος περικαλλής Μουχλιώτισσα". Ιστορίες που διέσωσαν ελάσσονες ιστορικοί. Η μετανάστευση, η Κατοχή, ο Εμφύλιος αποτυπωμένα στο βιβλίο του παντοπώλη: λεμονάδες κουμπαριάς, εξόφληση χρεών με τομάρια και πρόβατα. 
"Ακόμη και στον θάνατο, υπάρχει η Αρκαδία".


Το ίδιο δέντρο. Ατάραχο, περίβλεπτο, αυστηρό, όρθιο πάνω στο ξάγναντο, μαντηλωμένο με το λυκόφως, αδιάφορο και ευγενές, οικείο και ακατάδεκτο, άρμα χρυσό, μεγαλείο ζωής, φορά το εορτάσιμο ιμάτιο του ήλιου, το αγκαλιάζει η θύελλα, το περιχαρακώνει ο κεραυνός, κοπάδια πουλιών ξεκουράζονται πάνω του, στον άδειο του χώρο κατεβαίνουν αετοί κι αγκιστρώνονται ομίχλες. Λάμπει σαν πολιτεία[1]


Πόσο γρήγορα η χαρά γίνεται οδύνη; Και πόσο γρήγορα η οδύνη γίνεται ξανά χαρά και ζωή; Η φύση ξέρει να φυτρώσει τον κρόκο πάνω στην πέτρα. Το φθινόπωρο φυτεύει κυκλάμινα πάνω στη στάχτη της καταστροφικότερης φωτιάς.


Για όλα αυτά υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η καλύτερη είναι εκείνη που σε κάνει να κλαις. 
***

[1] Σκόρπιοι στίχοι από το ποίημα του Νικηφόρου Βρεττάκου "Βασιλική δρυς". 
[2] Όλες οι φωτογραφίες αποτελούν σκηνές από το ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή "Αρκαδία, χαίρε". Η τελευταία φωτογραφία από το Μάτι Αττικής είναι του Γιάννη Παπαδόπουλου.
[3] Για τη σοφία των δέντρων διαβάστε εδώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου