Τετάρτη 8 Απριλίου 2020

Βήματα χαμένα στη ζούγκλα



Κάποια μέρα οι άνθρωποι θ' ανακαλύψουν ένα αλφάβητο στα στίγματα του χαλκηδόνιου, στη σκούρα βελούδινη υφή των λεπιδόπτερων και τότε θα μάθουν με κατάπληξη ότι κάθε πιτσιλωτό σαλιγκάρι ήταν ανέκαθεν ένα ποίημα.

Στα Χαμένα βήματα του Αλέχο Καρπεντιέ, ένας μουσικολόγος αποφασίζει να εγκαταλείψει προσωρινά τη γυναίκα του, επιτυχημένη ηθοποιό, και να πραγματοποιήσει με την επίσης ανεπιθύμητη σε κείνον ερωμένη του ένα ταξίδι στη ζούγκλα της Βενεζουέλας. Απεσταλμένος του πανεπιστημίου και υποστηρικτής της θεωρίας ότι η μουσική γεννήθηκε ως μίμηση των ήχων της φύσης, θα αναζητήσει στους πολιτισμούς της Λατινικής Αμερικής πρωτόγονα μουσικά όργανα που χάθηκαν στον χρόνο. 

Τα σπάνια μουσικά αντικείμενα που γυρεύει χρησιμοποιούνται σε πρωτόγονες ιεροτελεστίες και μυστήρια πανάρχαιων φυλών που ζουν σε χωριά χωμένα στη ζούγκλα. Σταμνιά ζωντανεμένα από το αγουαρδιέντε, ταμπούρλα από κορμούς, κοκάλινες φλογέρες, σάλπιγγες από κέρατα παράγουν πένθιμους ήχους που η ιστορία δεν μπόρεσε να μνημειώσει. Η διείσδυση στη σέλβα μετατρέπεται σε πορεία εσωτερικής αναζήτησης που θα αποκαλύψει στον πρωταγωνιστή τη χαμένη ταυτότητα του ανθρώπου· ένα χαμένο πρόσωπο του κόσμου.

Μπροστά στο μεγαλείο μιας φύσης αγνής και αμόλυντης, ο δυτικός άνθρωπος μοιάζει με ον βουβό, ανήμπορο, ασήμαντο, χωρίς γνώση. Μπροστά στην απλότητα και τη σοφία του πρωτόγονου, τα λόγια του δεν είναι παρά εγκωμιαστικές κοινοτοπίες. Κάτοικος ενός κόσμου δίχως κρησφύγετα, μιας φύσης δαμασμένης από αιώνες, ο ήρωας αποφασίζει να ακολουθήσει την αντίστροφη πορεία και να επιστρέψει στο παρελθόν των παιδικών του χρόνων, κάνοντας ένα ταξίδι στον τόπο που συνάμα είναι και ταξίδι σε χρόνο. 

Η ζωή στην αγκαλιά της ζούγκλας μοιάζει με παρτιτούρα που διαβάζεται ανάποδα, "αντίθετα απ' το κλειδί του Σολ, επιστρέφοντας στα μέτρα της Γένεσης". Η ώρα παύει να απασχολεί τον φιλοξενούμενο που, έκθαμβος μπροστά σε ό,τι χωράει στους ρυθμούς αυτής της συμφωνίας, αντιλαμβάνεται τις νέες αξίες των διαστημάτων, τη διαστολή του πρωινού, την αργή και λιτή εξέλιξη του ηλιοβασιλέματος.

Σαν τον Αδάμ και την Εύα στον παράδεισο, που είναι γυμνοί χωρίς να το ξέρουν, ο αφηγητής σκέφτεται τους ανθρώπους που βρέθηκαν στις απαρχές του χρόνου. Εκείνους που δεν είχαν σκεφτεί ακόμη να χρησιμοποιήσουν τον σπόρο, που η φουσκονεριά τούς απομόνωνε σε κάποιο δέλτα. Νιώθει σκοτοδίνη όταν σκέφτεται την πιθανότητα των πολλαπλών παλινδρομήσεων που του χαρίζει η ζούγκλα, λες και δεν θα φτάσει ποτέ στο έσχατο. 

Ο σύγχρονος άνθρωπος ταυτίζει το πεπρωμένο του με αυτό του Σίσυφου. Δεν θα πάψει ποτέ να βασανίζεται σε μια ατέρμονη και αδιέξοδη δοκιμασία που οδηγεί κατ' επανάληψη στο πουθενά. Λες κι ο Προμηθέας έκανε το μεγαλύτερο σφάλμα χαρίζοντας φωτιά, πολιτισμό και γνώση στον άνθρωπο, και το γένος θα ήταν πολύ πιο ευτυχισμένο αν εξακολουθούσε να ορίζεται από τους μεταφυσικούς του φόβους. 

Ο πρωταγωνιστής, άντρας, διανοούμενος, με βαθιά πνευματική καλλιέργεια, ερωτεύεται μια γυναίκα της σέλβας. Αδιαφορεί για τις προσαρμογές του νου, τη θέσπιση μιας ολοκαίνουργιας κλίμακας αξιών από μέρους του, που είναι απαραίτητη για την συνύπαρξή τους. Όλα τούτα ωχριούν μπροστά σε μια γυναίκα που ήταν όλη γυναίκα και τίποτε άλλο. 

"Μανιχαϊστής με τον τρόπο του έβλεπε τον κόσμο σαν πεδίο μάχης ανάμεσα στο φως της τυπογραφίας και τα μαύρα σκοτάδια της πρωτόγονης αμάθειας -πρόξενου κάθε ωμότητας- μέσα στα οποία ζούσαν όσοι αγνοούσαν έδρες, μουσικές και εργαστήρια". Τώρα ανακαλύπτει ξανά την παρορμητικότητα του ζευγαρώματος κι εκείνο το αρχέγονο στοιχείο του ερωτικού παιχνιδιού, το χαρακτηριστικό της ορμής των ζώων, των πρωτόπλαστων και των παιδιών, που αφήνονται χαρούμενα στις ηδονικές τους πράξεις χωρίς να έχουν ανάγκη την απομόνωση πίσω απ' τον σύρτη, την έλλειψη μαρτύρων ή τη συνενοχή στην αναζήτηση της σωματικής απόλαυσης.  

Η νεαρή Ινδιάνα τον κάνει περήφανο που είναι άντρας. Υπηρετεί τον αρσενικό με την πιο ευγενική έννοια του όρου: "δημιουργώντας σπιτικό με κάθε της κίνηση". Γιατί, παρόλο που δεν έχουν τη δική τους στέγη, τα χέρια της είναι κιόλας στο τραπέζι του κι η κανάτα με το νερό που φέρνει στο στόμα του είναι σκεύος με χαραγμένα τα αρχικά του.

Και αφού είχε κατορθώσει να απλοποιήσει τόσο τη ζωή του, αφού αρνήθηκε γεύσεις, συνήθειες, ανέσεις και απολαύσεις φτάνοντας να απολαμβάνει τον ύπνο στην αιώρα, το πλύσιμο του κορμιού με στάχτη και το ροκάνισμα καλαμποκιών ψημένων στη θράκα, ο ήρωας συνειδητοποιεί πως του είναι μάλλον αδύνατο να ζήσει χωρίς χαρτί και μελάνι. Από αμφιβολία, επαγγελματική διαστροφή ή συνέπεια, αποφασίζει να γυρίσει μόνο για να μεταλαμπαδεύσει στην ακαδημαϊκή κοινότητα τα πορίσματα της έρευνάς του και λίγους μήνες αργότερα να επιστρέψει στον επίγειο παράδεισο που ανακάλυψε. Μόνο που η επιστροφή του ανθρώπου στη χαμένη Αρκαδία δεν είναι ποτέ μια επιστροφή στο Ίδιο. 

***

Alejo Carpentier, Τα χαμένα βήματα (εισαγωγή-μετάφραση: Μελίνα Παναγιωτίδου), Εξάντας, Αθήνα 1993.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου