Εθνική Βιβλιοθήκη, Βαλλιάνειο κτίριο |
Η Εθνική Βιβλιοθήκη εν έτει 1880
Ο Εμμανουήλ Ροΐδης, μια από τις σπουδαιότερες φυσιογνωμίες στα ελληνικά γράμματα, διετέλεσε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης από το 1880 έως το 1913. Όσοι τον γνώρισαν στη θέση αυτή μίλησαν και έγραψαν εντυπωσιασμένοι από τη μόρφωση, την αβρότητα των τρόπων και την εργατικότητά του. Ωστόσο, όταν ανέλαβε καθήκοντα, βρέθηκε μπροστά σε πολλές δυσάρεστες εκπλήξεις, κατανοώντας γιατί "ού μόνον δημοσιογράφοι, αλλά και υπουργοί, πρυτάνεις και έφοροι πολλάκις ωνόμασαν αυτή [τη βιβλιοθήκη] εν επισήμω εκθέσει εθνικόν αίσχος, σαπρίαν, σταύλον, σκελετόν, χάος και κυκεώνα".
Πριν από το 1866, δεν υπήρχε στη βιβλιοθήκη ούτε ταξινόμηση, ούτε τάξη. Διαιρούνταν φυσικά σε τμήματα, αλλά οι τόμοι ήταν ανακατεμένοι, πεταμένοι από δω κι από κει, ενώ κανείς δεν ήξερε τι φυλάσσεται στην αποθήκη. Επρόκειτο για ένα "ακάθαρτο έλος", σημείωνε ο Ροΐδης, που παρέλαβε τη βιβλιοθήκη "ελεεινώς ηκρωτηριασμένη". Η ολοκλήρωση της απογραφής διαρκώς εκκρεμούσε, με αποτέλεσμα κανένας έφορος να μη γνωρίζει τι παραλαμβάνει από τον προκάτοχό του και τι οφείλει να παραδώσει στον διάδοχό του. Άλλωστε, ως τότε, για να αναλάβει κανείς αυτό το πόστο, δεν απαιτούνταν τόσο επιστημονικές γνώσεις όσο γνωριμίες:
Ως εν Ελβετία οικοδομούνται αι οικίαι, όπως ανθίστανται της χιόνος, εν Ολλανδία κατά της πλημμύρας και εν Μεξικώ κατά των εφόδων της ανεμοζάλης, ούτω και εν Ελλάδι, πρέπει να κατατάσσωνται αι βιβλιοθήκαι, όπως κάλλιον αντέχωσι κατά των εφόδων της πολιτικής.
Βασικό πρόβλημα της εθνικής μας βιβλιοθήκης ήταν ότι τα βιβλία της έκαναν φτερά. Όσες φορές κι αν τα μετρούσε, είχε απολέσει τα μισά από τα προικιά της. Ο Κουμανούδης, μάλιστα, κάθε φορά που έκανε μια δωρεά, σημείωνε πως αισθάνεται σαν να πετά τα βιβλία του στο πιθάρι των Δαναΐδων. Συγκεκριμένα, οι νόσοι από τις οποίες έπασχε η βιβλιοθήκη ήταν τρεις: η κατάχρηση του δανεισμού, η έλλειψη καταλόγου και η εξάρτηση από την πολιτική.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη περίπτωση, κάθε πρόσωπο με επιρροή και γνωριμίες μπορούσε να δανειστεί οτιδήποτε και μάλιστα με ασήμαντη αφορμή και επ' αόριστον. Αν, για παράδειγμα, το παιδί ενός βουλευτή ασθενούσε, η βιβλιοθήκη τού έστελνε μερικά σπάνια εικονογραφημένα βιβλία, και δεν τα ξανάβλεπε ποτέ. Έτσι, δεν μοιάζει καθόλου υπερβολικό το παράγγελμα:
Οσάκις ανήρ υψηλής περιωπής ζητεί παρ' υμών βιβλίον, το οποίον δεν επιθυμείτε να χάσετε, πρέπει ν' αποκρίνεσθε ευσεβάστως ότι δεν το έχετε.
Όταν, πάλι, με βασιλικό διάταγμα επιτράπηκε η αποστολή βιβλίων μόνο σε καθηγητές, λογίους και υψηλόβαθμους δημοσίους υπαλλήλους, το αποτέλεσμα ήταν ο θησαυρός της Εθνικής Βιβλιοθήκης, αντί να κοσμεί ιδιωτικές βιβλιοθήκες, να βρίσκεται διασκορπισμένος σε γυμνάσια, πανεπιστήμια, ειρηνοδικεία, επαρχεία, στρατώνες και πάει λέγοντας. Γενικώς, "πας τις δικαιούται να λαμβάνη βιβλία και ουδείς υποχρεούται να αποδίδη". Κι αφού δεν υπήρχε και κατάλογος, άντε να βρεις τα απολεσθέντα.
Η τρίτη νόσος, πάντως, έμοιαζε ανίατη. Είκοσι τρία χρόνια έφορος, ο Ροΐδης ποτέ δεν συνάντησε τα τέκνα λογιών λογιών βουλευτών και υπουργών που οι γονείς τους τους είχαν εξασφαλίσει μια θέση στη βιβλιοθήκη, ελάμβαναν υψηλούς μισθούς, πλην όμως ουδέποτε εμφανίζονταν. Φαίνεται πως η Ελλάδα ήταν "κράτος πτωχόν με Βουλήν πλουσίαν". Ο έφορος, λοιπόν, αναγκαζόταν να στέλνει επιστολές, υπενθυμίζοντας πως:
Οι κύριοι βουλευταί έχουσιν ιδίαν βιβλιοθήκην και εις ταύτην πολύ μάλλον ή εις την Εθνικήν απόκειται να περιθάλπτη των κυρίων βουλευτών τους προστατευομένους και ν' αμείβη τας εκλογικάς αυτών εκδουλεύσεις, αφού μάλιστα χορηγούσιν αυτή εκ του προϋπολογισμού επταπλάσιον του παρεχομένου εις την ημετέραν προς αγοράν ποσόν, επταπλάσιον επίσης προς βιβλιοδεσίαν και τριπλάσιον των γραφικών εξόδων. Ανάρμοστον δε είναι εις αντιπροσώπους χριστιανικού έθνους να λησμονώσι εις τοιούτον βαθμόν το παράγγελμα: "Ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσης".
Θέλω να πιστεύω και ελπίζω πως θα έρθει καιρός που τα κείμενα του Ροΐδη θα πάψουν να είναι επίκαιρα και πως στο μέλλον θα διαβάζουμε τα ξεκαρδιστικά και τραγικότατα χρονογραφήματά του θαυμάζοντας τη λεπτή ειρωνεία της γραφής του, αλλά και αισθανόμενοι ευγνώμονες που επιτέλους κάτι μάθαμε απ' τα ατοπήματα του παρελθόντος. Πιθανότερο, βέβαια, μοιάζει διαβάζοντας τον Ροΐδη να παρηγοριόμαστε πως το κακό έχει τις ρίζες του στο παρελθόν και δεν αποτελεί ίδιον της εποχής μας. Αλλά, πάλι, ποτέ δεν ξέρεις. Η νέα βιβλιοθήκη, πάντως, είναι στολίδι για την πόλη και θα 'ταν ωραίο τέτοιοι χώροι πολιτισμού ν' αβγατίσουν και να πάψει πια να μας εκπλήσσει η ποιότητά τους.
***
[1] Το κείμενο του Ροΐδη "Η Εθνική Βιλβλιοθήκη εν έτει 1880", πρωτοδημοσιεύτηκε το 1880 και κυκλοφόρησε το 1913 στη σειρά των Έργων του Εμμανουήλ Ροΐδη. Περιλαμβάνεται επίσης στη συλλογή Περί βιβλιοθηκών, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άγρα.
[2] Στις φωτογραφίες χώροι του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος όπου στεγάζεται η νέα Εθνική Βιβλιοθήκη.
[2] Στις φωτογραφίες χώροι του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος όπου στεγάζεται η νέα Εθνική Βιβλιοθήκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου