Παρασκευή 11 Νοεμβρίου 2016

Χαμένος στη μνήμη



Χωμένος στο κουκούλι της απογευματινής του μοναξιάς, ο Ζαν Νταραγκάν είχε φανταστεί πολλές φορές το τηλέφωνο να χτυπά, αλλά εκείνο, χρόνια τώρα, παρέμενε βουβό. 

Μέσα σ' αυτήν τη μοναξιά, δεν είχε ποτέ άλλοτε αισθανθεί τόσο ελαφρύς, με αλλόκοτες στιγμές έξαρσης το πρωί ή το βράδυ, σαν να ήταν ακόμη όλα ανοιχτά και σαν η περιπέτεια να ήταν στη γωνιά του δρόμου, όπως το λέει κι ο τίτλος της παλιάς ταινίας...

Ώσπου μια μέρα το τηλέφωνο χτυπά. Κάποιος κύριος Ζιλ Οττολινί θέλει να επιστρέψει στον Ζαν Νταραγκάν την ατζέντα του, που βρέθηκε ξεχασμένη στο σιδηροδρομικό σταθμό της Λυών. Από εκείνη τη στιγμή παρόν και παρελθόν αρχίζουν να μπερδεύονται. Μια ατζέντα χαμένη, φωνές στο τηλέφωνο, ραντεβού σ' ένα καφέ... Όλα έχουν την ελαφρότητα ενός ονείρου. 

Μήπως οι ασήμαντες λέξεις που είχατε ακούσει στα νιάτα σας επιστρέφουν σαν παλιό ρεφρέν ή σαν ψεύδισμα, πολλά χρόνια αργότερα και προς το τέλος της ζωής σας; 

Όπως και πολλά άλλα μυθιστορήματα του Μοντιανό, έτσι και αυτό, δεν αποτελεί παρά μια ομιχλώδη περιδιάβαση στη μνήνη. Βόλτες στο Παρίσι, που ξεκινούν από τη μετακατοχική περίοδο και φτάνουν στο σήμερα, δίνουν έναν τόνο νουάρ και εναλλάσσονται με ρεμβασμούς και αναπολήσεις σε εσωτερικούς χώρους λιτών δωματίων "την ώρα της νύχτας, που το μακιγιάζ λιώνει και που αφηνόμαστε να πάμε τις εξομολογήσεις μας μέχρι τα άκρα"

Ο Ζιλ Οττολινί αποδεικνύεται ένα πρόσωπο-φάντασμα, που έχει γράψει ένα βιβλίο εκδοθέν σε περασμένο αιώνα και εργάζεται σε μια εταιρεία που δεν υπάρχει πουθενά. Ωστόσο, αυτός και η συνεργάτης του αναθέτουν στον Ζαν Νταραγκάν να αναζητήσει σε ένα φάκελο το παιδί που ο ίδιος υπήρξε. 

Ίσως να έκανε λάθος που βούτηξε σ' αυτό το μακρινό παρελθόν. Ποιο το όφελος; Πάει πολύς καιρός που δεν τον απασχολούσε η συγκεκριμένη περίοδος της ζωής του, τόσο ώστε να τη βλέπει τελικά σαν μέσα από ένα θολό τζάμι. 

Γύρω από το όνομα της νεαρής Αννί Αστράν  ξετυλίγεται ένα κουβάρι αναμνήσεων που αφορά τα παιδικά χρόνια του αφηγητή,  παιδιού ξεχασμένου στις φροντίδες ενός θιάσου ανθρώπων της νύχτας, μικροκακοποιών και τζογαδόρων του Παρισιού. Όσο περισσότερα στοιχεία του φακέλου αποκαλύπτονται, τόσο πιο θολό γίνεται το αίνιγμα του παρελθόντος. 

Λέξεις γνωστές και οικείες, όπως το "σπίτι", αποκτούν περιεχόμενο  αβέβαιο και ανοίκειο, ενώ στο κέντρο της αφήγησης τοποθετείται και πάλι το θλιμμένο εγώ του εγκαταλελειμμένου παιδιού που συναντά κανείς και στη "Μικρή Μπιζού" και στο "Ήταν όλοι τους τόσο καλά παιδιά".

Δεν είχε το κουράγιο να μπει στο σπίτι. Προτιμούσε να μείνει γι' αυτόν σαν ένας από τους τόπους που σας ήταν οικείοι και που σας συμβαίνει καμιά φορά να τους επισκέπτεστε στα όνειρά σας: είναι ίδιοι εξ όψεως και παρ' όλα αυτά εμποτισμένοι από κάτι ανοίκειο. Ένα πέπλο ή ένα εκτυφλωτικό φως; Και διασταυρώνεστε σ' αυτά τα όνειρα με πρόσωπα που αγαπούσατε και που έχουν πεθάνει. Αν τους μιλήσετε δεν ακούν τη φωνή σας. 
 
Στο επίμετρο η μεταφράστρια του βιβλίου επισημαίνει πως, παρόλο που η γλώσσα εφευρέθηκε για να διευκολύνει την επικοινωνία, το γλωσσικό σύστημα του καθενός πολλές φορές καταντάει ερμητικό, συχνά αύταρκες ή αυτάρεσκο. Ακόμη και στο εσωτερικό μιας γλώσσας, η επικοινωνία είναι ένα θαύμα. Η γλώσσα δε φτάνει για να θεραπεύσει την απουσία

Το παιδικό τραύμα του αποχωρισμού, όμως, και η μητέρα ως συνώνυμο της απώλειας είναι κοινά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου. Όταν είσαι παιδί, ένα χαρτάκι με σημειωμένη τη διεύθυνση του σπιτιού σου στην τσέπη δεν είναι αρκετό για να μη χαθείς. Όσο μεγαλώνεις, ακόμα περισσότερο.

***

[1] Πατρίκ Μοντιανό, Για να μη χάνεσαι στη γειτονιά (μτφρ. Ρούλα Γεωργακοπούλου), Πόλις, Αθήνα 2015.
[2] Στις δύο φωτογραφίες ο συγγραφέας σε νεαρή ηλικία. Μόνος του και με την τραγουδίστρια και αγαπημένη του φίλη  Françoise Hardy.


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου