Charlie Chaplin, "The Gold Rush" (1925) |
"Τι πόλη σου είναι όμως η Βαρσοβία! Έχουν οι Οβριοί Γιομ Κιππούρ, και τα πάντα νεκρώνονται. Και υποτίθεται ότι αυτή είναι η πρωτεύουσα, η κορόνα του πολωνικού μας έθνους. Είναι γελοίο!".
Με είχε πάρει για Εθνικό. Ήθελα να του απαντήσω, αλλά κατάλαβα ότι, αν έλεγα πάνω από δύο λέξεις, θα με πρόδιδε η προφορά μου. Συγκατένευσα, προφέροντας μέσα από τα δόντια μου τη μόνη λέξη που δεν θα μπορούσε να με προδώσει: "Tak".
"Έχουν καταλάβει ολόκληρη την Πολωνία", συνέχισε. "Οι πόλεις γέμισαν από δαύτους. Παλιά μόλυναν με την παρουσία τους μόνο τις οδούς Ναλέφκι, Γκζυμπόφσκα, και Κροχμάλνα, αλλά τελευταία εξαπλώνονται παντού, σαν τα σκουλήκια. Έφτασαν ακόμη και στο μακρινό Βιλάνουφ. Ένα πράγμα με παρηγορεί: ο Χίτλερ θα τους κάψει σαν κοριούς.
Με το ζόρι συγκρατούσα το τρέμουλό μου. Ο άνθρωπος αυτός ακουμπούσε το ξυράφι του στον λαιμό μου. Σήκωσα τα μάτια και για μια στιγμή συνάντησα τα πρασινωπά δικά του. Άραγε υποπτευόταν ότι ήμουν Εβραίος;
"Αγαπητέ μου κύριε, θα σας πω κάτι: Οι μοντέρνοι Εβραίοι, αυτοί που ξυρίζονται, μιλούν σωστά πολωνικά και προσπαθούν να αντιγράψουν τους αληθινούς Πολωνούς, είναι ακόμη χειρότεροι από εκείνους του παλιομοδίτες γερο-Οβριούς με τα μακριά καφτάνια τους, τις φουντωτές γενειάδες τους, και τους βοστρύχους δίπλα στ' αυτιά. Εκείνοι τουλάχιστον δεν πηγαίνουν εκεί που είναι ανεπιθύμητοι. Κάθονται στα μαγαζιά τους με τα μακριά μαύρα παλτά τους και ξεψαχνίζουν το Ταλμούδ τους σαν βεδουίνοι. Ψελλίζουν τα κορακίστικά τους κι όταν κάποιος χριστιανός πέφτει στα νύχια τους, του αρπάζουν επιδέξια μερικά γρόσια. Αλλά τουλάχιστον δεν πηγαίνουν στα θέατρα, στα καφέ και στην όπερα. Αυτοί που ξυρίζονται και φορούν μοντέρνα κοστούμια, αυτοί είναι η πραγματική απειλή. Θρονιάζονται στο Κοινοβούλιό μας και συνάπτουν συμφωνίες με τους χειρότερους εχθρούς μας: τους Ρουθηνούς, τους Λευκορώσους, τους Λιθουανούς. Όλοι αυτοί είναι κρυφοκομμουνιστές και Σοβιετικοί πράκτορες. Έναν σκοπό έχουν: να ξεριζώσουν εμάς τους χριστιανούς και να παραδώσουν την εξουσία στους μπολσεβίκους, στους μασόνους και στους εξτρεμιστές. Ίσως δυσκολευτείτε να το πιστέψετε, αγαπητέ μου κύριε, αλλά οι Εβραίοι εκατομμυριούχοι έχουν συνάψει μυστική συμφωνία με τον Χίτλερ. Παίρνει χρήματα από τους Ρότσιλντ, με μεσάζοντα τον Ρούσβελτ. Υποτίθεται ότι ασπάζονται τη χριστιανική πίστη, αλλά δεν έχουν στο μυαλό τους παρά ένα πράγμα: να υπονομεύσουν από τα μέσα και να διαφθείρουν τα πάντα και τους πάντες. Δεν είναι γελοίο;"
Έβγαλα έναν ήχο ανάμεσα σε γρύλισμα και αναστεναγμό.
"Έρχονται εδώ για ξύρισμα και κούρεμα όλο τον χρόνο, αλλά όχι σήμερα. Το Γιομ Κιππούρ είναι μέρα ιερή ακόμα και για τους πλούσιους και μοντέρνους από δαύτους. Πάνω από τα μισά μαγαζιά είναι κλειστά εδώ στην οδό Μαρσαλκόφσκα. Δεν πηγαίνουν στους χασιδικούς ευκτήριους οίκους με γούνινα καπέλα και περιώμια προσευχής όπως οι παλιοί Οβριοί... Όχι, φοράνε ημίψηλα και κατευθύνονται προς τη συναγωγή της οδού Τλομάτσκα με ιδιωτικά αυτοκίνητα. Αλλά ο Χίτλερ θα καθαρίσει τον τόπο! Υπόσχεται στους εκατομμυριούχους του ότι θα προστατέψει τα κεφάλαιά τους, μόλις όμως οι ναζί βρεθούν σε θέση ισχύος, θα τους συγυρίσουν όλους -χα, χα, χα! Είναι κρίμα που θέλει να επιτεθεί στη χώρα μας, αλλά, αφού δεν έχουμε τα κότσια να καθαρίσουμε μόνοι μας αυτή την κόπρο, ας αφήσουμε τον εχθρό να το κάνει για μας. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι θα συμβεί μετά. Για όλα φταίνε αυτοί οι προδότες οι προτεστάντες, που πούλησαν την ψυχή τους στον διάβολο. Είναι οι πιο θανάσιμοι εχθροί του Πάπα. Ξέρετε, αγαπητέ μου κύριε ότι ο Λούθηρος ήταν στην πραγματικότητα κρυφοεβραίος;"
"Όχι".
"Είναι τεκμηριωμένο γεγονός".
Ο κουρέας πέρασε το πρόσωπό μου δύο φορές με τη φαλτσέτα. Με πασάλειψε με κολόνια και με πουδράρισε. Τίναξε με τη βούρτσα το σακάκι μου και με τα δυο του δάχτυλα απομάκρυνε λίγες τρίχες από τους ώμους μου. Πλήρωσε κι έφυγα. Όταν έκλεισαν την πόρτα του μαγαζιού πίσω μου, το πουκάμισό μου ήταν μουσκεμένο στο ιδρώτα. Άρχισα να τρέχω, χωρίς να ξέρω που πάω. Όχι, δεν ήθελα να μείνω στην Πολωνία! Έπρεπε να φύγω πάση θυσία!
***
[1] Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ, Σώσα (μετάφραση: Μιχάλης Πάγκαλος), Κίχλη, Αθήνα 2019 (σελ. 229-231).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου