Δεν
θέλω να ζω με επιδόματα, να χαρακτηριστώ
ανάπηρος και, ακόμα περισσότερο δεν
θέλω να πάρω πολιτική σύνταξη. Όλη την
ενήλικη ζωή μου ήμουν συγγραφέας. Αυτό
ήταν το μόνο που σκεφτόμουν, αυτό ήταν
το μόνο που με κρατούσε στη ζωή. Συγγραφέας
λοιπόν θα παραμείνω μέχρι τέλους. Από
την πολιτική απομακρύνθηκα μια και καλή
όσο ήμουν ακόμη νέος, και δεν πρόκειται
να τραφώ τώρα από αυτό που μου είναι
πλέον τόσο ξένο και άχρηστο. Στα νιάτα
μου αφιερώθηκα στην πολιτική, τώρα όμως
δεν έχω άλλα πάρε δώσε μ’ αυτήν. Έχουμε
πατσίσει. Τελεία και παύλα.
Αλεξάντρ
Γκριν[1]
Δουλειά
μου είναι η λογοτεχνία. Δεν έχω πολιτικό
προσανατολισμό και το ζήτημα που με
απασχολεί περισσότερο από οποιοδήποτε
άλλο είναι η λογοτεχνία. Δηλώνω ότι στον
τομέα της λογοτεχνίας δεν είμαι σύμφωνος
με τη σοβιετική πολιτική και επιθυμώ,
ως αντιστάθμισμα των μέτρων που ισχύουν
σήμερα, την ελευθερία λόγου τόσο για
την προσωπική μου δημιουργία, όσο και
για εκείνη των λογοτεχνών με τους οποίους
συνδέομαι πνευματικά και ανήκουμε στην
ίδια λογοτεχνική ομάδα.
Δανιήλ
Χαρμς[2]
Στο
βιβλίο Επιστολές στον Στάλιν οι
λογοτέχνες Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ και
Γεβγκένι Ζαμιάτιν απευθύνουν έκκληση
στον "πατερούλη" να τους επιτρέψει
την προσωρινή έξοδο από τη χώρα,
προκειμένου να ζήσουν για ένα χρονικό
διάστημα στο εξωτερικό και επιστρέφοντας
να αφοσιωθούν στην τέχνη τους. Έχουν περιπέσει και οι δύο σε δυσμένεια. Ο πρώτος
μεταχειρίζεται στο έργο του τον σαρκασμό
και τη σάτιρα με τρόπο που δεν αρέσει
στην εξουσία, ενώ ο δεύτερος με το
δυστοπικό του μυθιστόρημα Εμείς,
που εκδόθηκε στο Βερολίνο το 1921,
παρουσιάζει μια ζοφερή κοινωνία που
παραπέμπει στο καθεστώς των
μπολσεβίκων. Ο Μπουλγκάκοφ κατηγορήθηκε
γιατί με το έργο του καλλιεργούσε στον
αναγνώστη "διάθεση δυσπιστίας απέναντι
στις δημιουργικές δυνατότητες της
επανάστασης, διάθεση κοινωνικής
απαισιοδοξίας".
Στον
απολογισμό της Γκλαβλίτ, του 1931,
αναφερόταν: “Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ
καιρό με συγγραφείς όπως, για παράδειγμα,
ο Μπουλγκάκοφ. Όλοι υπολογίζαμε πως ο
Μπουλγκάκοφ με κάποιο τρόπο θα κατάφερνε
να περάσει σε νέα τροχιά, να προσεγγίσει
το σοβιετικό οικοδόμημα και να πορευτεί
μαζί μας ως συνοδοιπόρος, αν όχι ως
αριστερός, τουλάχιστον ως δεξιός ή
κεντρώος ή ως κάτι άλλο. Η πραγματικότητα
όμως μας έδειξε ότι ένα μέρος των
συγγραφέων ήρθε μαζί μας, όμως ένα άλλο
μέρος, σαν τον Μπουλγκάκοφ, δεν ήρθε
μαζί μας και παρέμεινε η πιο εχθρική
μερίδα του πληθυσμού έως και σήμερα".
Η
επιστολογραφία αποτελούσε παράδοση στην τσαρική Ρωσία που επιβίωσε
και στη Σοβιετική Ένωση. Λέγεται ότι ο
Καλίνιν έλαβε ενάμισι εκατομμύριο
επιστολές μέσα σε μια διετία. Ο Ζαμιάτιν
εισακούστηκε και κατάφερε να διαφύγει.
Ο Μπουλγκάκοφ αφέθηκε στη νευρασθένεια
και τις ψευδαισθήσεις που του δημιούργησαν
οι ψεύτικες υποσχέσεις και η αναμονή
–πάγια τακτική του Κόμματος.
Έγραψαν
για μένα πως ήμουν “παραδουλεύτρα της
λογοτεχνίας”, που μαζεύω τα αποφάγια
του “εμετού μιας ντουζίνας μουσαφίρηδων”.
Επιστολή
Μπουλγκάκοφ
Αν
δεν είμαι εγκληματίας, παρακαλώ να μου
επιτρέψετε να φύγω στο εξωτερικό,
προσωρινά, έστω και για έναν χρόνο, ώστε
να μπορώ να επιστρέψω μόλις καταστεί
δυνατό στη χώρα μας να υπηρετήσω τη
λογοτεχνία με μεγάλες ιδέες χωρίς να
υπηρετώ μικρούς ανθρώπους, μόλις στη
χώρα μας, έστω και μερικώς, αλλάξουν οι
απόψεις για το ρόλο του λογοτέχνη.
Επιστολή
Ζαμιάτιν
Αμέσως
μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η σοβιετική ηγεσία αποφάσισε
να αξιοποιήσει την τέχνη ως μέσο κρατικής προπαγάνδας. Η λογοτεχνία
αποτέλεσε το σημαντικότερο μέσο
διαπαιδαγώγησης των μαζών
και όφειλε να τους εμφυσήσει επαναστατική
συνείδηση. Ήδη από τη δεκαετία του 1920,
πολύ πριν την ίδρυση της Σοβιετικής
Ένωσης Καλλιτεχνών (1932), την Ένωση
Σοβιετικών Συγγραφέων και την
επικράτηση του δόγματος του σοσιαλιστικού
ρεαλισμού (1934), το Κομμουνιστικό Κόμμα
ανάγκασε διανοούμενους και καλλιτέχνες
να στηρίξουν την εξουσία των Σοβιέτ και
να καταδικάσουν με την τέχνη τους
οτιδήποτε "αντιδραστικό".
Το
1928 η Κεντρική Επιτροπή του Μπολσεβικικού Κόμματος άρχισε να στέλνει συγγραφείς σε
εργοστάσια για να εμπνευστούν μυθιστορήματα
που θα υμνούσαν τις μηχανές και τα μέσα παραγωγής. Οι
αλλαγές παγιώθηκαν το 1934, όταν στο 1ο
Πανενωσιακό Συνέδριο Σοβιετικών
Συγγραφέων ο Ζντάνοφ διατύπωσε τις
αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού και
με το σύνθημα «Κάψτε τον Ραφαήλ» έριξε
το ανάθεμα στην τέχνη του παρελθόντος.
|
Pavel Orinyansky |
Το
δικαίωμα στην πνευματική ελευθερία δεν
υπήρξε ποτέ αυτονόητο, όπως ονειρεύτηκαν
οι διανοούμενοι που θέλησαν να διατηρήσουν
αυτόνομη κριτική σκέψη στο πλαίσιο της
κομμουνιστικής στράτευσης. Όσοι
παρέμειναν νηφάλιοι βρέθηκαν απολογούμενοι
σε ένα αστυνομικό κράτος, βασικό
χαρακτηριστικό του οποίου υπήρξε ο
κομμουνιστικός δογματισμός. Η θεματολογία
των λογοτεχνικών έργων ήταν σε μεγάλο
βαθμό περιορισμένη και όφειλε να
αποτυπώνει τη θετική πλευρά της σοβιετικής
πραγματικότητας. Οι τάσεις φυγής, ήρωες
που αντιμετωπίζουν υπαρξιακά αδιέξοδα ή διλήμματα,
το όνειρο, η φαντασία, οι αισθητικοί
πειραματισμοί, η αλληγορία, πολλά από
τα βασικά συστατικά της λογοτεχνίας εν
γένει, απαγορεύτηκαν.
Το
αισθητικά ωραίο ήταν ασύμβατο με το πολιτικά ορθό και αρκετοί συγγραφείς
κινδύνευσαν, κυνηγήθηκαν, εξορίστηκαν
και τελικά εκτελέστηκαν ή πέθαναν μετά
από βασανιστήρια, πείνα και
κακουχίες. Ο Δανιήλ Χαρμς, ο Αλεξάντρ
Γκριν, ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ, ο Μπορίς
Πιλνιάκ ήταν μερικοί απ’ αυτούς.
Ακριβώς
επειδή η λογοτεχνία, με τη Ρωσική
Επανάσταση, βρήκε για πρώτη φορά στα
ρωσικά χρονικά τόσο ευρεία εκτίμηση
από την πολιτική ηγεσία, το κλίμα για
πολλούς λογοτέχνες κατέληγε συχνά
ασφυκτικό. Από τη στιγμή που η εξουσία
στο ανώτατο επίπεδο είχε αποφασίσει
ότι η λογοτεχνία θα αποτελούσε σημαντικό
εργαλείο κρατικής προπαγάνδας, ήταν
αναμενόμενο πως δεν γινόταν να παραμείνουν
ανέγγιχτοι και ελεύθεροι οι “πραγματικοί
καλλιτέχνες του λόγου” –όσοι δηλαδή
θα διατηρούσαν την αναπόφευκτη ειρωνεία,
την κριτική απόσταση, τη φρεσκάδα του
βλέμματος και τη χαρά της απρόβλεπτης,
και γι’ αυτούς του λόγους τρομαχτικής
στην εξουσία, δημιουργίας.
Οι
λογοτέχνες δεν υπέφεραν μόνο από την
πολιτική ηγεσία, αλλά και από τους
ομοτέχνους τους. Ο Στάλιν γνώριζε πολύ
καλά πως θα έβρισκαν τρόπο να
οδηγηθούν στην αλληλοεξόντωση και
δημιούργησε μια "γραφειοκρατία της
κουλτούρας", με αυστηρή ιεραρχία και
εναλλασσόμενους ρόλους. Μαζί με τις
επιστολές των δύο λογοτεχνών που
αναφέρθηκαν δημοσιεύεται στην έκδοση
και το κείμενο του Ζαμιάτιν Φοβάμαι, όπου
ο συγγραφέας εκφράζει την ανησυχία του
για το μέλλον της ρωσικής λογοτεχνίας,
τονίζοντας πως αυτή δεν μπορεί να δημιουργηθεί από υπαλλήλους του Κόμματος
που "συνθέτουν ύμνους και πετάνε λάσπη
στη διανόηση".
Η
αληθινή λογοτεχνία υπάρχει μόνο εκεί
που τη δημιουργούν τρελοί, ερημίτες,
ονειροπόλοι, επαναστάτες και
αμφισβητίες.[...] Φοβάμαι
πως δεν πρόκειται να έχουμε πραγματική
λογοτεχνία όσο δεν αποποιούμαστε αυτόν
τον παράξενο νέο Καθολικισμό που φοβάται
τον αιρετικό λόγο όσο και ο προηγούμενος.
Και αν αυτή η αρρώστια παραμείνει ανίατη,
φοβάμαι πως η ρωσική λογοτεχνία ένα
μέλλον θα έχει μόνο: το παρελθόν της.
Στις
επιστολές που απευθύνουν οι λογοτέχνες
στον Στάλιν, ο αναγνώστης διαβάζει την
απελπισία στα λόγια εκείνων που θέλησαν
“να υπηρετήσουν μεγάλες ιδέες, χωρίς
να υποτάσσονται σε μικρούς ανθρώπους”.
***
[1]
N.N
Grin, Αναμνήσεις
για τον Αλεξάντρ Γκριν,
Μόσχα 2015. Στο: Αλεξάντρ Γκριν, Πορφυρά
πανιά (μετάφραση:
Ιοκάστη Καμμένου, επίμετρο: Αλεξάνδρα
Ιωαννίδου), Κίχλη, Αθήνα 2013.
[2]
Από τα κείμενα ανακρίσεων του Δανιήλ
Χαρμς. Στο: Δανιήλ Χαρμς, Γαλάζιο
τετράδιο (επιλογή-μετάφραση-χρονολόγιο-σημειώσεις:
Ροδούλα Παππά),
Νεφέλη, Αθήνα 2017.
[3]
Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ - Γεβγκένι
Ζαμιάτιν, Επιστολές
στον Στάλιν (πρόλογος-μετάφραση-σημειώσεις: Αλεξάνδρα
Ιωαννίδου), Άγρα, Αθήνα 2020.