Μαρτυρία από τη Μακρόνησο
Η εμπειρία των βασανιστηρίων δεν είναι μόνο, ίσως ούτε καν κυρίως, εμπειρία του πόνου, της αβάσταχτης μοναξιάς του πόνου. Είναι επίσης, ίσως και προπαντός, εμπειρία της αδελφοσύνης.
Χόρχε Σεμπρούν, Ασκήσεις επιβίωσης[1]
Για τη Μακρόνησο έχουν ακουστεί και γραφτεί πολλά. Η προπαγανδιστική αφήγηση του μετεμφυλιακού κράτους παρουσίαζε το νησί ως αναμορφωτήριο, χώρο αναψυχής, ξεκούρασης και ανάρρωσης μετανοημένων κομμουνιστών. Από την άλλη, ο Γιώργης Λαμπρινός με το βιβλίο του Μακρονήσι το 1949 και ο Θέμος Κορνάρος με τη συλλογή Γράμματα απ' το Μακρονήσι το 1952 υπήρξαν οι πρώτοι που μίλησαν για κολαστήριο. Η εικόνα ενός εφιαλτικού χώρου εγκλεισμού και μαζικής βίας προκάλεσε τις πρώτες ρωγμές στο επίσημο αφήγημα, που έτσι κι αλλιώς επρόκειτο να διαρραγεί από τις μαρτυρίες κρατουμένων, συγγενικών και φιλικών τους προσώπων. Τα βιβλία που προαναφέρθηκαν, βέβαια, δεν κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα. Εκδόθηκαν στο Βουκουρέστι από τον εκδοτικό οίκο που είχε ιδρύσει το παράνομο ΚΚΕ για να διαφωτίζει τους έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες που μετά τη λήξη του εμφυλίου πολέμου είχαν καταφύγει στις Λαϊκές Δημοκρατίες.
Αυτός ο περίπατος των έξι επτά ωρών, η μόστρα από τους ΑΜ και η μόστρα της πολιτείας Μακρονήσι και ξανά πάλι βόλτα, ήταν ένα από τα ψυχολογικά και βασανιστικά σχέδια σε βάρος των κρατουμένων. Η θάλασσα λίμνη, και βασανίζουμαι: "Τι μπορεί να γίνει; Πώς θα μας βγάλουν έξω;"
Αυτός ο περίπατος των έξι επτά ωρών, η μόστρα από τους ΑΜ και η μόστρα της πολιτείας Μακρονήσι και ξανά πάλι βόλτα, ήταν ένα από τα ψυχολογικά και βασανιστικά σχέδια σε βάρος των κρατουμένων. Η θάλασσα λίμνη, και βασανίζουμαι: "Τι μπορεί να γίνει; Πώς θα μας βγάλουν έξω;"
Εγώ κοίταζα τα τσαντίρια αραδιασμένα πολλά-πολλά, πλατείες, εξωραϊσμούς, δρόμους, μικρά σπιτάκια ολόλευκα και πολλές κολόνες ηλεκτρικού και πολλά φώτα. Διακρίνονταν ακόμα και πολλά μεγάφωνα. [...] Έξω διέκρινα από τα πολλά φώτα με πολύ μεγάλα γράμματα: "Ζήτω ο βασιλιάς Παύλος", "Ζήτω το Έθνος", με κάτασπρα, ασβεστωμένα γράμματα στις πλαγιές. [2]
Ένας ηλικιωμένος άνθρωπος καλεί τα φαντάσματα της ζωής του για να αφήσει στα παιδιά του την κληρονομιά τους, μιας και "έχασε τόσες ευκαιρίες να πεθάνει νέος", όπως γράφει ο Χόρχε Σεμπρούν. Μοιάζει ευκολότερο να μιλήσει κανείς για τον θάνατο, παρά για τον πόνο ενός σώματος που βασανίζεται. Στις "Ασκήσεις επιβίωσης", ο Σεμπρούν υπογραμμίζει ότι το βασανιστήριο εκπλήσσει τη σάρκα περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, το σώμα υποφέρει αγριότερα από ό,τι μπορεί να φανταστεί κανείς.
Και το ξύλο έπεφτε μέσα στα καΐκια. Αυτά τα θεριά να βαράνε με τα κλομπς, ένας κράταγε καντρόνι. Είχαν αποκάμει οι κρατούμενοι και μόλις άρχισε το ξύλο αυτοί κοιμόντουσαν και όταν άνοιξαν τα μάτια τους βρέθηκαν στην κόλαση. Το περίεργο είναι ότι είχαν όρεξη. Και πού βρέθηκε τέτοια όρεξη για ξύλο, να χτυπούν αλύπητα στις δύο η ώρα τη νύχτα; [...] Να δεις, τι να πρωτοδείς, να πιάσουμε όλη την εικόνα, όλο τον περίγυρο, από τα καΐκια που βγαίνει ο κόσμος, να πέφτει το ξύλο, ο εξωραϊσμός, η ομορφιά αντίθεση με τις πράξεις, η φάλαγγα που τη βάζουν στη σειρά, εις παράταξη, διμοιρίες και τα κλομπς, μια εικόνα τρόμου.
Στην έκδοση-μαρτυρία του για τη Μακρόνησο με τίτλο Μακρονήσι: Το βιβλίο που ήθελα ν' αφήσω, ο Απόστολος Μπογιατζής αφηγείται την οδυνηρή προσωπική του ιστορία. Φυλακίσεις, εξορίες, απηνείς διωγμοί, στρατοδικεία, κι όμως, σε πείσμα όλων, βγήκε ζωντανός και με σώας τας φρένας. Οι περιγραφές των βασανιστηρίων είναι γροθιά στο στομάχι και σκόπιμα δεν παρατίθενται εδώ. Η θύμηση του παρελθόντος γίνεται χωρίς ίχνος "αυταρέσκειας" και το βάρος δίνεται πάντοτε στη γενναιότητα του συντρόφου. Άλλωστε, στη Μακρόνησο "κανείς δεν υπήρξε μπροστάρης".
Όμως ο ένας τράβαγε τον άλλον και το μεγάλο κουράγιο από αυτή τη μάχη έδωσε και πήρε το αγωνιστικό ανάστημα που σήκωσε και πήρε το παλικαρίσιο ανάστημα του κομμουνιστή.
Μακρονήσι. Αυτό τον τίτλο έχω γι' αυτό το βιβλιαράκι που θ' αφήσω ενθύμιο για τον τιτάνιο αγώνα που έκανα και πίστεψα και αγάπησα και ρήμαξα και καταστράφηκα από τη ρίζα, από παιδιά, από γυναίκα και αδερφό και έμεινα στον δρόμο. Όμως έζησα, έζησα γιατί αγαπούσα τον αγώνα του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.
Η μαρτυρία του Απόστολου Μπογιατζή περιλαμβάνει πολλές πληροφορίες για την καθημερινότητα των κρατουμένων, τις μεθόδους βασανισμού, την εναλλαγή των ρόλων θύματος-θύτη ("όπως έσπασα εγώ θα σπάσεις κι εσύ!"), την υπογραφή της δήλωσης μετανοίας, τα στρατιωτικά εμβατήρια, τα μαθήματα "διαφώτισης" που έκαναν πολλούς επισήμους να μιλούν για το "θαύμα της Μακρονήσου" (που παραλληλίστηκε ακόμη και με τον Παρθενώνα), τη μαζική εξόντωση του αμετανόητου Α' Τάγματος και τη μαζική απόπειρα αυτοκτονίας περίπου τριάντα παιδιών που κατάπιαν κουτάλια για να ξεψυχήσουν προτού βασανιστούν στο καμίνι, στη θάλασσα, στη φάλαγγα. Σ' αυτή την κόλαση, μόνο η αίσθηση αλληλεγγύης για τον απομακρυσμένο σύντροφο βοηθούσε τον κρατούμενο να αντέξει τον ανυπόφορο πόνο του βασανιστηρίου και την απομόνωση. Μόνο η θέα μιας σφιγμένης γροθιάς που δεν υπέγραψε.
Όποιος έχει βασανιστεί σε στρατόπεδο παύει να αισθάνεται τον κόσμο οικείο, είχε γράψει ο Ζαν Αμερύ[3]. Αλλά ο Απόστολος Μπογιατζής δεν έχασε στιγμή την πίστη του στον κόσμο. Μπορεί να είναι αδύνατο να νιώσει στη Μακρόνησο την ομορφιά της ζωής και της φύσης, τις ανακαλεί όμως στη μνήμη του τριάντα χρόνια μετά. Άλλωστε, πρόκειται για έναν άνθρωπο που αντιστάθηκε ακόμη και στη συντηρητική ηθική του κόμματός του προκειμένου να συνεχίσει να ζει και να αγαπά.
Η μαρτυρία διασώθηκε, μεταγράφηκε και σχολιάστηκε από τον γιο του αφηγητή, Βασίλη Μπογιατζή, ιστορικό, ο οποίος ανέλαβε την επιστημονική τεκμηρίωση και επιμέλεια της έκδοσης. Οι υποσημειώσεις περιέχουν πολλές ιστορικές πληροφορίες και τεκμήρια και μαρτυρούν πρωτοφανή εκδοτική φροντίδα. Επιπλέον, ο Βασίλης Μπογιατζής εμπλούτισε το υλικό με προλογικό σημείωμα και αρκετά εκτενή επίλογο, όπου πιάνει το νήμα της αφήγησης του πατέρα και, κατά κάποιο τρόπο, ολοκληρώνει τη βιογραφία του. Ο προσωπικός και εξομολογητικός τόνος αρχικά ξενίζει, αλλά αργότερα συγκινεί τον αναγνώστη, τόσο στη μαρτυρία, όσο και στα συνοδευτικά κείμενα. Τρυφερότητα, περίσσευμα καρδιάς, υποκορισμός φωτίζουν το μεγαλείο ψυχής και ήθους ενός μάρτυρα που καλεί τον γιο του να αναμετρηθεί με την οικογενειακή ιστορία.
Εδώ μπορεί να ξεκινήσει μια μεγάλη κουβέντα για τη μαρτυρία εν γένει, για τη συνάντηση των μικρών ιστοριών με τη μεγάλη Ιστορία, την κληρονομιά όσων οι γονείς δεν είχαν τίποτα άλλο να αφήσουν παρά μόνο μια πορεία που διδάσκει ανθρωπιά, αξιοπρέπεια και πίστη στο όραμα μιας δικαιότερης κοινωνίας.
Η μνήμη διατηρεί τα τραύματα ακόμη και σε καιρούς ειρηνικούς. Ωστόσο, πέρα από τη βία της εξορίας, είναι εντυπωσιακό ότι ο αφηγητής δεν κάνει απολύτως καμία κριτική στο Κομμουνιστικό Κόμμα, αν και προδοσίες υπέστησαν αρκετοί από τους πιστούς του, όπως κι ο ίδιος. Τριάντα χρόνια μετά -το κείμενο γράφτηκε στις αρχές της δεκαετίας του '80- η εξομολόγηση παραμένει βαθιά αλλά και νηφάλια, με την απλή διαπίστωση ότι οι σκληρότεροι βασανισμοί δεν αφορούσαν τα ηγετικά στελέχη, αλλά τη βάση του κόμματος. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, τριάντα χρόνια μετά τη συγγραφή της μαρτυρίας, ο Βασίλης Μπογιατζής τοποθετεί τα γεγονότα της ζωής του πατέρα του στο διεθνές κάδρο της ιστορίας και ο σχολιασμός του παρουσιάζει μια σπάνια ισορροπία: από τη μια υποκλίνεται μπροστά στο μαρτύριο του πατέρα κι από την άλλη κρίνει ψύχραιμα όσα αποκαλύφθηκαν εκ των υστέρων για τις ολοκληρωτικές πρακτικές που εδραίωσαν το όραμα για το οποίο θυσιάστηκαν χιλιάδες μάρτυρες σε όλο τον κόσμο.
***
[1] Χόρχε Σεμπρούν, Ασκήσεις επιβίωσης (μτρφ. Έφη Κορομηλά), Πόλις, Αθήνα 2014.
[2] Απόστολος Μπογιατζής, Μακρονήσι: το βιβλίο που ήθελα ν' αφήσω (μεταγραφή, επιστημονική επιμέλεια, επιλεγόμενα: Βασίλης Μπογιατζής), Πληθώρα, Αθήνα 2019.
[3] Ζαν Αμερύ, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (μτφρ. Γιάννης Καλλιφατίδης), Άγρα, Αθήνα 2009.
[4] Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του φωτογράφου Δημήτρη Κλεάνθη. Για το πρότζεκτ του Makronisos δείτε εδώ.
[3] Ζαν Αμερύ, Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση (μτφρ. Γιάννης Καλλιφατίδης), Άγρα, Αθήνα 2009.
[4] Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι του φωτογράφου Δημήτρη Κλεάνθη. Για το πρότζεκτ του Makronisos δείτε εδώ.