Τετάρτη 19 Ιουνίου 2019

Το πορτρέτο ενός καλλιτέχνη: Εύη Τσακνιά

Ο Εξώστης


Η Εύη Τσακνιά είναι ζωγράφος. Σπούδασε ζωγραφική στην Ecole Nationale Superieure des Beaux Arts στο Παρίσι και συνέχισε τις σπουδές της στη Σχολή Καλών Τεχνών της Μαδρίτης παρακολουθώντας μαθήματα λιθογραφίας και χαρακτικής. Στη στήλη Κυριολεξίες του dimartblog σχολίαζε εύστοχα την επικαιρότητα συνδυάζοντας την εικόνα με το λογοπαίγνιο, ενώ τα εξώφυλλά της για τις εκδόσεις Κίχλη έδωσαν νέα πνοή σε κλασικά βιβλία και συχνά καθόρισαν τις αναγνωστικές μας επιλογές. Μεταξύ άλλων, έχει εικονογραφήσει και αρκετά παιδικά βιβλία.

Ο Καρεκλοκένταυρος
Πες μας λίγα λόγια για τη ζωή σου. Πότε ξεκίνησες να ζωγραφίζεις, πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το σχέδιο;

Ξεκίνησα να ζωγραφίζω, ή να μουτζουρώνω, από τότε που δεν θυμάμαι. Ευτυχώς υπάρχουν αρκετές σχετικές φωτογραφίες όπου είμαι «επί το έργον», καθώς και πάρα πολλά από τα πρώτα μου «έργα», με χρονολογία, τίτλο κλπ., και ευγνωμονώ τη μητέρα μου που τα αρχειοθέτησε και τα φύλαξε. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να έχεις εικόνα, στην κυριολεξία, του πρώιμου εαυτού σου όταν μεγαλώνεις, πόσο μάλλον όταν τελικά καταλήξεις να γίνεις καλλιτέχνης. Όταν άρχισα λοιπόν να θυμάμαι, άρχισα και να καταλαβαίνω πως η ζωγραφική δεν ήταν απλώς κάτι για να περνάω την ώρα μου. Μπορεί να ακούγεται αστείο όταν μιλάμε για τέτοιες ηλικίες, αλλά με απασχολούσε πολύ. Ζωγράφιζα τα πάντα, αλλά κυρίως ανθρώπους, τόσο σε σκηνές της καθημερινότητας, όσο και σε εντελώς φανταστικές καταστάσεις. Θυμάμαι να προσπαθώ να πετύχω δύσκολες στάσεις του σώματος, δύσκολες «λήψεις», όπως την κάτοψη ας πούμε, και να υποφέρω μέχρι να το πετύχω. Η παραγωγή ήταν συνεχής και τεράστια, όπως και η αγωνία μου όταν άρχιζαν να εκπνέουν οι μαρκαδόροι μου. Οι γονείς μου, έχοντας καταλάβει βέβαια ότι αυτό ήταν το οξυγόνο μου, φρόντιζαν να με προμηθεύουν συνεχώς με υλικά.

Θέλεις να μοιραστείς μαζί μας μια ξεχωριστή εμπειρία σου στην εικονογράφηση ενός βιβλίου; 

Μια ξεχωριστή εμπειρία μου ήταν όταν εικονογραφούσα τον Εξώστη του Νίκου Καχτίτση, που κυκλοφόρησε το 2012 από την Κίχλη. Το βιβλίο, που δεν το είχα διαβάσει παλιότερα, με μάγεψε. Με μάγεψε στ’ αλήθεια, όχι μεταφορικά, γιατί, ενώ ήταν χειμώνας όταν δούλευα τις εικόνες, εγώ αισθανόμουν τη ζέστη και την υγρασία της Αφρικής που περιγράφει ο ήρωας του Εξώστη. Η ακοή μου είχε οξυνθεί –όπως και εκείνου– σε τέτοιο βαθμό που, αν και με κλειστά παράθυρα, άκουγα ακόμα και το ελαφρύ περπάτημα μιας γάτας πάνω στα φύλλα του κήπου. Εν ολίγοις, θα μπορούσε να πει κανείς, ψιλοτρελάθηκα, σαν τον ήρωα του βιβλίου, και όταν τέλειωσα την εικονογράφηση, δυσκολεύτηκα να βγω απ’ το κλίμα του Εξώστη και της Αφρικής. Αλλά αν δεν τρελαινόμαστε με κάποια πράγματα πού και πού, πώς θα θυμόμαστε ότι τα αγαπήσαμε;

Άγρια χόρτα
Από ποιους εικονογράφους (κλασικούς ή σύγχρονους) έχεις εμπνευστεί; Υπάρχει κάποια τάση ή κίνημα στην τέχνη που σε έχει επηρεάσει περισσότερο;

Έχω επηρεαστεί από διαφόρους ζωγράφους, διαφορετικών εποχών, σχολών και τεχνοτροπίας, δημιουργούς κόμικς, και αργότερα φωτογράφους. Θαύμαζα από μικρή τους Φλαμανδούς ζωγράφους, μια που είχα την τύχη να μεγαλώσω μέσα στα βιβλία, ανάμεσα σε αυτά και πολλά βιβλία τέχνης, που τα καταβρόχθιζα πραγματικά τότε που δεν ήξερα ακόμα να διαβάζω, αλλά καιγόμουν να μάθω πώς κάνεις ένα καλοσχεδιασμένο αυτί ας πούμε, ή ένα χέρι που κρατάει ένα μολύβι ή τις πτυχές ενός υφάσματος. Μόλις άρχισα να διαβάζω κόμικς στο δημοτικό, λάτρεψα το καθαρό σχέδιο του Ερζέ, του δημιουργού του Τεν-Τεν, τον οποίο συνεχίζω να τοποθετώ κοντά στον Γιαν Βαν Άικ, όχι επειδή είναι κι οι δύο Φλαμανδοί, (αν και έχει σίγουρα ενδιαφέρον αυτό), αλλά γιατί θεωρώ ότι πραγματικά πρόκειται για μεγάλους καλλιτέχνες, ο καθένας στο είδος του, που με δίδαξαν σχέδιο πολύ πριν το σπουδάσω. Στο περίφημο έργο του Βαν Άικ Το πορτρέτο των Αρνολφίνι χρωστάω την αίσθηση της προοπτικής δωματίου και του ξύλινου πατώματος με τους ρόζους και τις χαρακιές του, που έμαθα να φτιάχνω με ιδιαίτερη μαεστρία μπορώ να πω.
Και από τον Ερζέ, ανάμεσα σ
τα άλλα, έμαθα να σχεδιάζω κύματα χωρίς χρώμα, για δοκιμάστε το –είναι πραγματικά πολύ δύσκολο. Αγάπησα πολύ και πολλούς άλλους καλλιτέχνες, όπως τον Κλέε, τον Γιόζεφ Μπόις, τον Υβ Κλάϊν, χωρίς να έχω επηρεαστεί απαραίτητα από τη γραφή τους. 
Αν μπορώ να πω ότι με επηρέασε κάποιο κίνημα, αυτό είναι η Movida, μια που την έζησα στο πικ της, στη Μαδρίτη το 1984-85, όταν σπούδαζα εκεί στη Σχολή Καλών Τεχνών. Η Movida Madrileña, ένα κίνημα αντικουλτούρας που γεννήθηκε στη Μαδρίτη στις αρχές της δεκαετίας του΄80, κατά τη διάρκεια της μετάβασης της Ισπανίας από την 40χρονη δικτατορία του Φράνκο στη Δημοκρατία. Δεν ήταν ένα κίνημα τέχνης μόνο, ήταν ο Μεσογειακός Μάης του ’68 της δικής μου γενιάς και στην ουσία μια απελευθερωτική απενοχοποίηση της υπερβολής, του κιτς, του δράματος, του μελό, απαραίτητη κατά τη γνώμη μου αν θέλεις μιλάς, να γράφεις και να ζωγραφίζεις για τη ζωή και τους ανθρώπους.

Μια φορά κι έναν καιρό ένα πόδι
Στη χώρα μας υπάρχει δυνατότητα βιοπορισμού από την εικονογράφηση; 

Στη χώρα μας νομίζω πως είναι δύσκολος ο βιοπορισμός γενικώς. Και πολύ σωστά διατύπωσες την ερώτηση περί βιοπορισμού από την εικονογράφηση συγκεκριμένα στη χώρα μας, γιατί στη χώρα μας είναι το πρόβλημα, όχι στη φύση της δουλειάς ή στην παρατεταμένη κρίση, που έπαιξε βέβαια κι αυτή τον ρόλο της. Καταρχάς, αν και έχουμε εξαιρετικούς εικονογράφους και κυκλοφορούν εξαιρετικής αισθητικής εικονογραφημένα βιβλία τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, βαθιά μέσα στο μυαλό τόσο του κοινού, όσο και πολλών εκδοτών αλλά και συγγραφέων, υπάρχει ακόμα η αντίληψη ότι η εικονογράφηση δεν είναι απαραίτητη, εκτός από τα παιδικά βιβλία που εκεί δεν μπορεί να γίνει κι αλλιώς. Είμαστε πολύ εγκεφαλικοί τύποι απ’ ό, τι φαίνεται. Δεν υπάρχει η κουλτούρα των εφαρμοσμένων τεχνών στην Ελλάδα, όπως και η συνήθεια της καλαισθησίας σε ό, τι μας περιβάλλει. Εδώ και στη μετάφραση ακόμα, που είναι μια δεύτερη συγγραφή, εδώ και λίγα χρόνια άρχισε επιτέλους να αναγνωρίζεται το δυσκολότατο και τόσο σημαντικό έργο του μεταφραστή και να αναφέρεται το όνομα του στις διαφημίσεις και στις παρουσιάσεις του βιβλίου στον Τύπο. Πιστεύω λοιπόν πως έχουμε ακόμα δρόμο. Η εικονογράφηση, η μετάφραση, η αισθητική επιμέλεια του βιβλίου, η επιμέλεια του κειμένου, δεν έχουν πάρει ακόμα ούτε τη θέση, ούτε την αναγνώριση που τους πρέπει.

Ο ποντικός και η θυγατέρα του
Τι σχέση έχει ένας εικονογράφος με την παιδικότητα; Πόσο καθορίζουν τη δουλειά του οι παιδικές του αναμνήσεις;

Ο Πικάσο έλεγε πως «όλα τα παιδιά γεννιούνται καλλιτέχνες· το θέμα είναι να παραμείνουν καλλιτέχνες όταν μεγαλώσουν». Συμφωνώ και προσθέτω πως αν οι καλλιτέχνες δεν διατηρήσουν στοιχεία της παιδικότητάς τους, θα πάψουν να εκπλήσσονται, να εξερευνούν καινούργια πράγματα και μοιραία θα πάψουν να είναι καλλιτέχνες. Έτσι και ο εικονογράφος, είναι αδύνατον να ζωγραφίσει παιδικά βιβλία, αν δεν αντλήσει από τις δικές του παιδικές αναμνήσεις. Όχι από γεγονότα, αλλά από τα συναισθήματα που είχε ως παιδί και τους συμβολισμούς τους. Τι χρώμα είχε, ας πούμε, τότε ο φόβος; Πώς θα ζωγράφιζες τη λέξη ανυπακοή; Ψηλή, καμπουριασμένη, με κότσο ή με κοτσίδια σε όλο το κεφάλι; Τι γεύση είχε το νερό από τις βρύσες του σχολείου μετά από το μέχρι τελικής πτώσεως παιχνίδι στο διάλειμμα; Αυτό που ονομάζουν οι ενήλικες με τόσο θαυμασμό φαντασία, εγώ το λέω καλή μνήμη.

Η εικόνα ασκεί σίγουρα μιας μορφής διαπαιδαγώγηση. Μπορεί μέσα από το έργο ενός εικονογράφου να καλλιεργηθεί στο παιδί η ευαισθησία απέναντι στα προβλήματα του σύγχρονου κόσμου; 

Σίγουρα το έργο ενός εικονογράφου μπορεί να ευαισθητοποιήσει τα παιδιά γύρω από τα σύγχρονα προβλήματα. Η επιρροή της εικόνας είναι τεράστια στα μικρά παιδιά, όπως και η ευθύνη του εικονογράφου. Όμως δεν πρέπει να έχει διδακτικό χαρακτήρα, γιατί εκεί το χάνεις το παιχνίδι. Αρκετά έχουν να μάθουν τα παιδιά στο σχολείο, δεν χρειάζεται λοιπόν τα εξωσχολικά βιβλία να μοιάζουν με τα σχολικά τους βιβλία, θα ήταν τρομερά βαρετό. Εκεί βέβαια, παίζει μεγάλο ρόλο και το κείμενο. Να θίγει το πρόβλημα, αλλά να μην είναι διδακτικό, να μη νουθετεί, να μπορεί και ο εικονογράφος να απογειωθεί και το παιδί να ενδιαφερθεί. Και από κάπου βέβαια να μπαίνει φως. Όχι γλυκερό happy end, ελπίδα. Την έχουμε ανάγκη τόσο εμείς, όσο και τα παιδιά.

Καλοκαίρι στην καταχνιά
Στις σειρά Κυριολεξίες του “dimartblog” τα έργα σου συνδύαζαν εύστοχα την εικόνα με το λογοπαίγνιο και την επικαιρότητα. Ήταν μια στήλη που θύμιζε παλιές καλές γελοιογραφίες. Σήμερα η ανάγνωση της εφημερίδας έχει πάψει να αποτελεί καθημερινή συνήθεια και ο Τύπος περνά κρίση. Ποιο θα είναι το μέλλον της γελοιογραφίας;

Σ’ ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια. Καταρχάς να πω ότι οι Κυριολεξίες στο dimartblog δεν τέλειωσαν, μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβάν. Κάποια στιγμή θα επανέλθουν με παραλλαγές ίσως, με άλλο τίτλο, θα δούμε. Ο Τύπος βέβαια περνάει μεγάλη κρίση εδώ και χρόνια και αυτό επηρεάζει πολύ τη γελοιογραφία που εξαρτάται άμεσα απ’ αυτόν. Παρόλα αυτά, τα τελευταία χρόνια είχαμε μια δυναμική επάνοδο της πολιτικής γελοιογραφίας, από γελοιογράφους όπως ο Δημήτρης Χατζόπουλος, ο Ανδρέας Πετρουλάκης, ο Ηλίας Μακρής, ο Αρκάς, που είχαμε να δούμε από την χρυσή εποχή του Γιάννη Ιωάννου επί ΠΑΣΟΚ. Δεν είναι τυχαίο βέβαια που η πιο πετυχημένη και καυστική σάτιρα ανθίζει συνήθως με αριστερές ή αριστερόστροφες κυβερνήσεις.

Γυναίκα σε μπαρ
Τα τελευταία χρόνια έχεις φιλοτεχνήσει αρκετά εξώφυλλα για τις εκδόσεις Κίχλη. Για σένα το εξώφυλλο ενός βιβλίου αποτελεί κριτήριο για την επιλογή του; Υπάρχει κάποιο βιβλίο, λογοτεχνικό ή μη, του οποίου θα ήθελες να είχες σχεδιάσει το εξώφυλλο;

Τα βιβλία της Κίχλης, είναι πραγματικά ένα κι ένα, όπως και τα εξώφυλλά της. Δεν εννοώ βέβαια μόνο τα δικά μου εξώφυλλα, και ούτε χρειάζεται να είναι όλα ζωγραφικά. Και μια φωτογραφία, η κατάλληλη φωτογραφία που συνομιλεί υπαινικτικά με το θέμα του βιβλίου, με τον σωστό σχεδιασμό, την κατάλληλη γραμματοσειρά, το ανάλογο χαρτί, ακόμα και το σχήμα του βιβλίου μπορούν να κάνουν ένα εξώφυλλο μοναδικό. Αυτό το στοιχείο το έχουν τα βιβλία της Κίχλης, καθώς και μερικών άλλων εκδοτικών οίκων, και έτσι χαίρομαι πολύ όταν βλέπω όλο και περισσότερα ωραία εξώφυλλα. Ευτυχώς έχει αλλάξει το τοπίο σε σχέση με παλιότερα. Σίγουρα το ωραίο, ευφάνταστο και καλοσχεδιασμένο εξώφυλλο είναι το πρώτο που με τραβάει σε ένα βιβλίο. Αν βοηθά και το θέμα, καθώς και το απαραίτητο κείμενο στο οπισθόφυλλο, που δίνει ένα στίγμα για το περιεχόμενο και το ύφος της γραφής, θα μπω στον πειρασμό να αγοράσω το βιβλίο. Είναι πολλά τα βιβλία των οποίων τα εξώφυλλα θα ήθελα να σχεδιάσω, όπως π.χ. τον Δράκουλα του Μπραμ Στόουκερ, τον Τομ Σόγιερ και τον Χακ Φιν του Μαρκ Τουέιν, βιβλία που έχω αγαπήσει πολύ από μικρή και πάρα πολλά άλλα κλασικά ή σύγχρονα. Μη σου πω και βιβλία που δεν έχω διαβάσει ή δεν έχουν γραφτεί ακόμα αλλά τα φαντάζομαι.

Ποια είναι η θέση του βιβλίου στον σύγχρονο ψηφιακό κόσμο; Πώς βλέπεις το μέλλον του;

Τα ψηφιακά έντυπα, παρόλο που συναντάμε πια πολλά και αξιόλογα, έχουν ακόμα την αμηχανία του νέου μέσου, ως προς τον σχεδιασμό κυρίως, αλλά και το ύφος. Αν και προφανώς αγαπώ πολύ το παραδοσιακό βιβλίο, δεν είμαι από του ανθρώπους που αποκλείουν το ψηφιακό και αρνούνται να δούνε τις τεράστιες δυνατότητες της ψηφιακής εποχής. Άλλο πράγμα όμως το ένα, άλλο το άλλο. Γι’ αυτό πιστεύω πως τόσο το έντυπο όσο και το ψηφιακό θα συνεχίσουν να συνυπάρχουν στο μέλλον. Ίσως να γίνεται μια αυστηρότερη επιλογή στο τι τυπώνεται και τι όχι, για οικολογικούς λόγους. Μακάρι.

"Απόκριες" 
Ο Ε.Χ. Γονατάς έλεγε πως τα βιβλία μοιάζουν πολύ με κοσμήματα. Είναι “σαν μικρά αντικείμενα, στα οποία συγκεντρώνονται σε μικρογραφία ή υπαινικτικά διάφορες τέχνες, της γλώσσας και του ματιού: η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η ίδια η τέχνη της τυπογραφίας”. Όσο πιο επιμελημένο είναι ένα βιβλίο, τόσο ανεβαίνει το κόστος. Το βιβλίο για σένα αποτελεί ένα αντικείμενο πολυτελείας που κάποιοι μπορούν να αγοράσουν ή ένα ελαφρύ, φτηνό, χρηστικό αντικείμενο που θα έπρεπε να απευθύνεται σε κάθε βαλάντιο;

Ο Ε.Χ. Γονατάς έβλεπε πραγματικά το βιβλίο σαν ένα μικρό έργο τέχνης και το απέδειξε εκδίδοντας τα βιβλία του στις εκδόσεις «Στιγμή», με τη σχολαστική τυπογραφική και αισθητική επιμέλεια του Αιμίλιου Καλιακάτσου και του ίδιου βέβαια, που παρακολουθούσε με ενδιαφέρον και αγωνία όλη τη διαδικασία. Ο Γονατάς ήταν από αυτούς τους συγγραφείς που δεν έμεναν μόνο στο κείμενο, αλλά έβλεπαν το βιβλίο σχεδόν σαν μια αυτόνομη οντότητα, σαν ένα πολύτιμο αντικείμενο που συμπύκνωνε πολλές τέχνες μαζί και συμφωνώ μαζί του. Δεν είναι κάποια παλιομοδίτικη αντίληψη αυτή, αλλά ένα θέμα διαχρονικό και απλό: αν θεωρείς απαραίτητη την τέχνη και την καλαισθησία γενικότερα στη ζωή σου ή όχι.
Πολλούς συγγραφείς αλλά και απλούς αναγνώστες δεν τους αφορά το κομμάτι της εικόνας, ούτε σκοτίζονται ιδιαίτερα για την αισθητική των πραγμάτων και δεν είναι κακό αυτό. Επιλογές υπάρχουν για όλους. Οπότε το ζήτημα με την ποιότητα του βιβλίου είναι κυρίως θέμα οπτικής και νοοτροπίας και όχι οικονομικών προδιαγραφών, γι’ αυτό δεν το θεωρώ αντικείμενο πολυτελείας. Σαφώς υπάρχουν και πρέπει να υπάρχουν και τα πιο ακριβά βιβλία που το είδος τους απαιτεί ένα σπάνιο χαρτί και μια ιδιαίτερη αισθητική που ανεβάζει το κόστος. Ένα τέτοιο βιβλίο όμως, πρέπει να ξέρεις πρωτίστως να το εκτιμήσεις, να ξέρεις πως το αγοράζεις όπως θα αγόραζες μια γκραβούρα ή μια μεταξοτυπία περιορισμένων αντιτύπων, ένα μικρό έργο τέχνης δηλαδή. Τίποτα δεν εμποδίζει βέβαια και μια πολύ οικονομική έκδοση να είναι καλαίσθητη και επιμελημένη. Το κόστος είναι φθηνή δικαιολογία για τα κακόγουστα βιβλία. Κι αυτό δεν ισχύει μόνο για τα βιβλία, αλλά για ό,τι μας περιβάλλει.

***


[1] Έργο για τον Εξώστη του Νίκου Καχτίτση, Κίχλη 2012. 
[2] Έργο για τη στήλη του dimartblog Κυριολεξίες. [Για τη στήλη ρίξτε μια ματιά εδώ].
[3] Εξώφυλλο για την ποιητική συλλογή Άγρια Χόρτα της Βάλιας Τσάιτα-Τσιλεμένη, Κίχλη 2017. 
[4] Εικόνα από το παραμύθι του Γιώργου Τσακνιά Μια φορά κι έναν καιρό, ένα πόδι, Εκδόσεις Πατάκη 2018.
[5] Εικόνα από τη διασκευή της Φίλιας Δενδρινού στο  λαϊκό παραμύθι Ο ποντικός και η θυγατέρα του, Εκδόσεις Εν πλώ 2019.
[6] Έργο για τη στήλη του dimartblog Κυριολεξίες. 
[ 7], [8] Εικόνες από το μυθιστόρημα της Έλενας Μαρούτσου Δύο, Κίχλη 2018.
[9] Έργο για την έκθεση Europa 80s - 90s, Γκαλερί ΠΕΡΙΤΕΧΝΩΝ, 2012. 

* Η έκθεση της Εύης Τσακνιά "Βιβλιοφαγία" συνεχίζεται στο βιβλιοπωλείο Λεμόνι (Ηρακλειδών 22) μέχρι τις 15 Ιουλίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου