Ηδονές και πάθη της ανάγνωσης
Το "Εικοσιτετράωρο
ενός αναγνώστη" ήταν το βιβλίο με το
οποίο αποχαιρέτησα το 2017. Μια δύσκολη
χρονιά, γεμάτη απρόοπτα. Προτίμησα να
αγνοήσω το φευγιό της κι έτσι, την ώρα
της αλλαγής, ήμουν κάπου στους αιθέρες.
Ρύθμισα το χριστουγεννιάτικο ταξίδι μου με τρόπο ώστε στην επιστροφή μου να επιβιβαστώ στο αεροπλάνο την τελευταία μέρα του χρόνου λίγο μετά
τις δέκα το βράδυ. Προσγειώθηκα κατά τις τέσσερις
τα ξημερώματα, ώρα Ελλάδος, κι έτσι
υποδέχτηκα και το νέο έτος κάπου στον
ουρανό.
Πολλές φορές
αναρωτήθηκα ποιο βιβλίο θα ήθελα μαζί
μου σ' αυτό το ταξίδι.
Αλλά ζω την σπάνια εμπειρία η βαθιά
κούραση και διαρκής μελέτη να με
απομακρύνουν από προσωπικές αναγνώσεις,
που ήταν ό,τι απολάμβανα περισσότερο
στον μοναχικό ελεύθερο χρόνο.
Να πω την
αλήθεια, επέλεξα το βιβλίο του Χαράλαμπου
Γιαννακόπουλου κυρίως γιατί είναι
μικρό. Και γιατί δεν πρόκειται για
μυθοπλασία. Γιατί είναι ένα βιβλίο
για τα βιβλία, κατηγορία πολύ
ενδιαφέρουσα. Αν και, τώρα που το
σκέφτομαι, δεν είναι βιβλίο για τα βιβλία,
αλλά για τους αναγνώστες τους: βιβλιόφιλους,
βιβλιοφάγους, βιβλιομανείς, αναγνώστες.
Νέα ορολογία, κάπως αντιπαθητική, αλλά
πάντως συνηθισμένη στα μέσα κοινωνικής
δικτύωσης, αποτυπώνει λογιών λογιών
αναγνωστικούς φετιχισμούς και διαβαθμίσεις
της αναγνωστικής (μας) μανίας.
Ο ιδανικός
αναγνώστης έχει τον ηθικό κώδικα του
Δον Κιχώτη, την επιθυμία της μαντάμ
Μποβαρί, τη λαγνεία της Συζύγου στο
Μπαθ, το περιπετειώδες πνεύμα του
Οδυσσέα, το τσαγανό του Χόλντεν Κόλφιλντ,
για όσο τουλάχιστον κρατά η ιστορία.
Έκπληκτη ξεκίνησα την ανάγνωση συνειδητοποιώντας πως από τα χαρακτηριστικά του ιδανικού αναγνώστη πολύ λίγα με χαρακτηρίζουν. Μάλλον είμαι ένας ψυχαναγκαστικός αναγνώστης –ένας ψυχαναγκαστικός άνθρωπος δηλαδή. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταφέρω να παρατήσω ένα βιβλίο που δεν ήταν καλό, να ξαναδιαβάσω ξανά και ξανά ένα βιβλίο που ήταν πάρα πολύ καλό, να μην το ξαναδιαβάσω ολόκληρο αλλά αποσπασματικά, να διαβάσω ένα βιβλίο με δίκη μου σειρά, χωρίς σειρά, από το τέλος προς την αρχή ή από τη μέση ή με διάφορους εναλλακτικούς τρόπους που οι ίδιοι οι συγγραφείς προτείνουν για τα πονήματα τους. Για ένα πολύ μεγάλο μέρος της εφηβείας διάβαζα όχι τόσο επειδή απολάμβανα τη διαδικασία της ανάγνωσης, τη γλώσσα, το ύφος, την ιστορία, τη λογοτεχνία την ίδια, τους τρόπους της, όσο επειδή με το βιβλίο στο χέρι το βλέμμα μου μπορούσε να ξεγλιστρά από τα γράμματα και το μυαλό μου να κάνει δικά του ταξίδια χωρίς να με καταλαβαίνει κανείς. Τα βιβλία ήταν απλά οι αφορμές, ένα είδος άλλοθι: για να απομονωθείς, να διεκδικήσεις τον δικό σου χώρο, να χαρείς λίγες στιγμές ησυχίας.
Έκπληκτη ξεκίνησα την ανάγνωση συνειδητοποιώντας πως από τα χαρακτηριστικά του ιδανικού αναγνώστη πολύ λίγα με χαρακτηρίζουν. Μάλλον είμαι ένας ψυχαναγκαστικός αναγνώστης –ένας ψυχαναγκαστικός άνθρωπος δηλαδή. Έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να καταφέρω να παρατήσω ένα βιβλίο που δεν ήταν καλό, να ξαναδιαβάσω ξανά και ξανά ένα βιβλίο που ήταν πάρα πολύ καλό, να μην το ξαναδιαβάσω ολόκληρο αλλά αποσπασματικά, να διαβάσω ένα βιβλίο με δίκη μου σειρά, χωρίς σειρά, από το τέλος προς την αρχή ή από τη μέση ή με διάφορους εναλλακτικούς τρόπους που οι ίδιοι οι συγγραφείς προτείνουν για τα πονήματα τους. Για ένα πολύ μεγάλο μέρος της εφηβείας διάβαζα όχι τόσο επειδή απολάμβανα τη διαδικασία της ανάγνωσης, τη γλώσσα, το ύφος, την ιστορία, τη λογοτεχνία την ίδια, τους τρόπους της, όσο επειδή με το βιβλίο στο χέρι το βλέμμα μου μπορούσε να ξεγλιστρά από τα γράμματα και το μυαλό μου να κάνει δικά του ταξίδια χωρίς να με καταλαβαίνει κανείς. Τα βιβλία ήταν απλά οι αφορμές, ένα είδος άλλοθι: για να απομονωθείς, να διεκδικήσεις τον δικό σου χώρο, να χαρείς λίγες στιγμές ησυχίας.
Το διάβασμα
στο παγκάκι, στο λεωφορείο, στην καφετέρια,
βέβαια, δεν συγκρίνεται με το διάβασμα
σε κλειστό χώρο. Παραμένει απολαυστικό
κι ας είναι αργό. Κάθε ανάγνωση
που γίνεται στο καφενείο ή σε ένα παγκάκι
της πλατείας, σε μια αίθουσα αναμονής
ή στο κάθισμα ενός λεωφορείου μπορεί
να είναι πολύ πιο πλούσια από κάθε κατά
μόνας διάβασμα. Πλουτίζεται ο κόσμος
του βιβλίου, το κείμενο του συγγραφέα
δηλαδή, όχι μόνο με τις ιδέες και τις
εμπειρίες του αναγνώστη [...] αλλά και από
τους ήχους της πραγματικότητας, τα κορναρίσματα των αυτοκινήτων, τη μουσική του δρόμου, τα ντιντινίσματα των φλιτζανιών και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών. Και ό,τι ενδεχομένως χάνεται σε βάθος κατά την αναγνωστική εμπειρία κερδίζεται σε εύρος.
Ωστόσο, στην
ομώνυμη ιστορία ταυτίστηκα με τον
αφηγητή. Το εικασιτετράωρό μου μοιάζει αρκετά με το δικό του, μιας και για μεγάλα χρονικά
διαστήματα στη ζωή μου διάβαζα στα μέσα
μαζικής μεταφοράς, στα οποία υπολογίζω
να έχω περάσει περίπου το ένα δέκατο
αυτής.
Ακόμα κι εκεί,
όμως, η προσοχή μου σπάνια επικεντρώνεται
στο βιβλίο. Για κάποιον λόγο, η δυνατότητα
να παρατηρήσεις στο λεωφορείο έναν επιβάτη που
παρουσιάζει ενδιαφέρον με γοητεύει
περισσότερο από οποιοδήποτε βιβλίο.
Όπως το καλοκαίρι, το βλέμμα μου θα
κολλήσει αμέτρητες ώρες στα δέντρα, στα
κύματα, στον ουρανό και τις θάλασσες, κι
ας έχω αγκαλιά το αριστουργηματικότερο
βιβλίο του κόσμου. Και για όλους αυτούς
τους λόγους, ενώ διαβάζω πολύ, διαβάζω
αργά. Κι έτσι με τίποτα δεν καταλαβαίνω
αυτούς τους υπέροχους στ' αλήθεια
ανθρώπους που καταφέρνουν και διαβάζουν
τόσα βιβλία μέσα στον χρόνο, σχεδόν ένα
την ημέρα, θεός φυλάξοι, ενώ εγώ μόλις
και μετά βίας θα φτάσω τα δυο τρία τον
μήνα.
Πολλοί από
μας νομίζω θα βρουν κάτι από τον εαυτό
τους στο βιβλιαράκι αυτό: τους αναγνωστικούς
μας στόχους, τα βιβλία των διακοπών, τα
βιβλία των ταξιδιών, την αόρατη βιβλιοθήκη
των παιδικών μας χρόνων. Μ' αυτά και μ' αυτά θυμήθηκα κι εγώ τον “Δον Κιχώτη” που
διάβασα ελεύθερη κατασκηνώτρια στις
αμμουδιές της Παρίσαινας, το “Περί
ηρώων και τάφων” στα Κύθηρα, τους
“Δαιμονισμένους” στο μπαλκονάκι του
σπιτιού στο Άστρος, τον “Ροβινσώνα”
και τις ιστορίες του Σάκι στους Λειψούς,
ένα ολόκληρο καλοκαίρι αφιερωμένο στον
Ταμπούκι. Μα περισσότερο απ' όλα θυμάμαι
το καλοκαίρι του 1999 στη Νίσυρο, που πολύ
νέα και πολύ ερωτευμένη δε διάβασα
ούτε αράδα.
Θυμήθηκα ακόμη
το παιχνίδι "βιβλιοπωλείο" που παίζαμε
με την αδερφή μου στο παιδικό δωμάτιο.
Η μία ήταν απέξω και έκανε την πελάτισσα,
η άλλη ήταν μέσα, την υποδεχόταν και τις
πρότεινε διάφορα. Συνήθως η πελάτισσα
ήταν παράξενη και ψηλομύτα, και η
καημένη η υπάλληλος γλυκιά και υπομονετική.
Πού να το ήξερα όταν, χρόνια αργότερα,
δούλεψα σε βιβλιοπωλείο πως θα άκουγαν
τα αυτάκια μας του κόσμου τις εξυπνάδες. (Ώσπου έκανα κι εγώ την εξυπνάδα μου και κόντεψα να τσακωθώ με γνωστό εκδότη, χωρίς να γνωρίζω ποιος είναι).
Κρατούσα
τον μικροσκοπικό μου Ντάντε, χαιρόμουν
τη λευτεριά μου. Οι στίχοι που θα διάλεγα
πρωί πρωί θα ρύθμιζαν τη μέρα μου όλη.
... λέει ο Νίκος Καζαντζάκης, ενώ ο αφηγητής του "Εικοσιτετραώρου" προτείνει την πρώτη μέρα του χρόνου να
ανοίξουμε ένα βιβλίο της βιβλιοθήκης
μας, να διαβάσουμε τυχαία ένα σημείο
του και να δούμε αν και με ποιον τρόπο
θα καθορίσει τη χρόνια που ήρθε. Έκανα το πείραμα με κλειστά τα μάτια και να τι μου έτυχε:
- Σε τι ακριβώς θα μπορούσα λοιπόν να σας εξυπηρετήσω τώρα, πολυσεβαστότατε πρίγκηψ, μια και, όπως και να 'ναι, με... φωνάξατε;
Μια φράση από τον "Ηλίθιο" του Ντοστογιέφσκι. Και ένας διάλογος για τετρακόσια κλεμμένα ρούβλια. Για να δούμε τώρα, ο χρόνος τι θα φέρει;
***
[1] Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος, Το εικοσιτετράωρο ενός αναγνώστη, ΠΟΛΙΣ, Αθήνα 2017.
[2] Στις φωτογραφίες βιβλία που ταξίδεψαν μαζί μου, αγαπημένες αναγνωστικές στιγμές και η καλύτερη αναγνωστική αιώρα του κόσμου, πλάι στις ικαριώτικες ορτανσίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου