Εδώ συχνά εκφράζεται η αγάπη μας για τα ζώα, μικρά και μεγάλα, ήμερα και άγρια, οικόσιτα και μη. Επαινούνται οι αρετές κυρίως των θηλαστικών, όχι ότι δεν τρέφουμε εκτίμηση και για τα υπόλοιπα -πτηνά, έντομα, ερπετά, ωοτόκα και αμφίβια. Αλλά τα θηλαστικά όσο να πεις θηλάζουν κιόλα, έχουν και δύσκολη γέννα, δεν πετάν απλά το αυγό τους. Αλλά όλα τα αγαπάμε, γιατί και να κλωσσήσεις υποθέτω δεν είναι και εύκολο, ειδικά τώρα με τις ζέστες.
Από μικρό παιδί ταυτίστηκα με το πρόβατο, τη φύση του οποίου είχα συγκρίνει κάπως με τη δική μου. Το θεωρούσα πρώτο από τα αγαπημένα μου ζώα και φρόντιζα να το υπενθυμίζω σε σχετικές συζητήσεις. Μετά το πρόβατο ερχόταν η χελώνα και ύστερα ο βάτραχος.
Τη χελώνα την έκανε συμπαθή σε όλα τα παιδιά ο Αίσωπος, που μας δίδαξε το ψέμα ότι με υπομονή, επιμονή και μεθοδικότητα
νικάμε τους γρήγορους. Αλλά ενίοτε συμβαίνει κι αυτό. Την αγαπώ τη
χελώνα γιατί δεν είναι ανταγωνιστική. Σπεύδει βραδέως. Η καρδιά της
πρέπει να χτυπά με τρεις σφιγμούς το λεπτό και κατά πώς φαίνεται αυτό
είναι το μυστικό της μακροζωίας, γιατί ζει αιώνες. Όποτε βρίσκομαι σε
μέρη με ελιές και χελώνες μου αρέσει να σκέφτομαι πως τα ίδια φυτά και
ζώα μπορεί να συμβιώνουν αρμονικά στη γειτονιά τους για εκατοντάδες χρόνια.
Ο βάτραχος πάλι μου αρέσει γιατί είναι άσχημος και αμφίβιος. Κι εγώ θα ήθελα να είμαι αμφίβιο. Δε συμπαθώ τις μάσκες και τα βατραχοπέδιλα, σιχαίνομαι οτιδήποτε πλαστικό, κι έτσι δεν μπορώ να εισπνέω κάτω από το νερό. Ο βάτραχος είναι τυχερός. Επίσης μου αρέσει πολύ η φουσκωμένη του κοιλίτσα και τα μάτια του που βγαίνουν προς τα έξω. Κάνει και ωραίο γρουγρούνισμα. (Δεν έχω ακούσει ποτέ βατράχι να κάνει "κουάξ").
Αυτή είναι η τριάδα των αγαπημένων μου ζώων. Γενικά, τα ζώα τα κρίνω και από το πρόσωπο. Γι' αυτό αγαπώ πολύ το λάμα και όλα τα "καμηλοειδή". Μικρή είδα ένα τσουρομαδημένο λάμα στο ζωολογικό κήπο της Νέας Φιλαδέλφειας και ο πατέρας μου μου είπε ότι είναι ζώο που έρχεται από πολύ μακρινή χώρα. Το λυπήθηκα γιατί ήταν ταλαιπωρημένο και νόμιζα πως ήρθε με τα πόδια και οι άνθρωποι το μπαγλαρώσανε για να βγάλουν χρήματα. Πράγμα που δεν απέχει και πολύ από την αλήθεια.
Ήτανε λοιπόν κι ένα τέταρτο ζώο που αγαπούσα, αν και ποτέ μου δεν το είχα συναναστραφεί. Αγαπούσα πάντοτε την καμηλοπάρδαλη. Ανήκει υποθέτω κι αυτή στην ίδια οικογένεια με την καμήλα, αλλά αντί για καμπούρα έχει τον ψηλό της λαιμό. Η καμηλοπάρδαλη είναι το πιο ειρηνικό ζώο της ζούγκλας. Τρώει τα ψηλά φύλλα των δέντρων, τρέχει αλλόκοτα, κάνει υπέροχο σπαγγάτο για να πιει νερό -θα το ζήλευε και η πιο επιδέξια μπαλαρίνα- ενώ το πρόσωπό της παρουσιάζει σπάνια θηλυκότητα. Η καμηλοπάρδαλη ανήκει στην κατηγορία εκείνων που, αν και αδύνατοι, έχουν κακή φυσική κατάσταση.
Όταν ήταν μαθήτρια έπαιρνε πολύ καλούς βαθμούς στην ανάγνωση και την αριθμητική, αλλά ήταν σταθερά κακή στη γυμναστική, αδύνατο να κάνει τούμπες όσο κι αν έβαζε τα δυνατά της, ήταν απλώς αδύνατο, ήταν απίστευτα δυστυχισμένη γι' αυτή την αδυναμία της όλοι της λέγανε κοίτα να δεις, να, έτσι να το κάνεις, ακριβώς έτσι, δεν είναι τρομερά απλό; Αλλ' όσο κι αν προσπαθούσε η καημένη η καμηλοπάρδαλη ποτέ δεν τα κατάφερνε, πάντα έμπαινε στη μέση ο λαιμός της, κι ο δάσκαλος τής ταρακούναγε το κεφάλι και της έλεγε ω! καμηλοπάρδαλη, τι άγαρμπος ατζαμής που είσαι, θα χαντακώσεις τη βαθμολογία σου και τι θα πούνε οι γονείς σου, κι η καμηλοπάρδαλη έκλαιγε τόσο πολύ που οι περαστικοί νομίζανε πως έβρεχε, και σαν τέλειωσε το σχολικό έτος και πήρανε τα ενδεικτικά τους, η καμηλοπάρδαλη είχε όντως το χειρότερο βαθμό στη γυμναστική, κι έκλαιγε περισσότερο από πριν, και σαν έφτασε σπίτι οι γονείς της τη ρωτήσανε τι είχε συμβεί κι αυτή ομολόγησε πως είχε πάρει το χειρότερο βαθμό στη γυμναστική, και τότε ο πατέρας της, κι η μητέρα της δεν είπαν τίποτε αλλά πήγανε στο διπλανό δωμάτιο κι αφού κουβέντιασαν πολλή ώρα γύρισαν με τα δικά τους παλιά ενδεικτικά, και η μικρή καμηλοπάρδαλη τα κοίταξε κι είδε πως κι εκείνοι είχανε στη γυμναστική τους χειρότερους βαθμούς[1].
Καλό είναι λοιπόν να θυμόμαστε πως στη γυμναστική δε δυσκολεύονται μόνο οι ευτραφείς και οι υπέρβαροι, αλλά και οι ψηλοί και μακρυλαίμηδες. Αυτό πρέπει να το έχουμε υπόψη μας.
***
[1] Μίλος Ματσόουρεκ, Ζωολογία (μτφρ. Σπύρος Τσακνιάς), Στιγμή, Αθήνα 1988.