Όσοι δεν μπόρεσαν να μπουν, περίμεναν έξω την περιφορά της εικόνας, έφραζαν τη μεγάλη πόρτα, άκουγαν το Μητροπολίτη απ' τα μεγάφωνα. Η εικόνα ήταν στο προαύλιο. Τη στόλιζαν άσπρα μικρά λουλούδια και μια γαρδένια. Οι πλάγιες ακτίνες του ήλιου χτύπαγαν τα τάματα και τα χρυσαφικά πίσω απ' το τζάμι της. Ήταν τόσο δυνατές, που το χρυσό έμοιαζε να λιώνει. Το πρόσωπο της Παναγίας δεν φαινότανε σχεδόν καθόλου. Οι πιστοί την κοίταζαν δύσπιστα. Την είχανε συνηθίσει μέσα στο μισοσκόταδο της εκκλησίας, και τώρα, κάτω απ΄ το φως του ήλιου, η λάμψη της τους ενοχλούσε. Εδώ, δε θα τολμούσανε ποτέ να σκύψουν να τη φιλήσουν. Έτσι εκτεθειμένη, την έβρισκαν άσεμνη. Ο Μητροπολίτης ιερουργούσε, σκουπίζοντας τον ιδρώτα του μ' ένα μεγάλο μεταξωτό μαντίλι: "...Κεχαριτωμένη, χαίρε, μετά σου ο Κύριος..."
Τα παιδιά το σκάγανε, τρέχανε στις κολυμπήθρες. Τ' αγόρια γεμίζανε το στόμα τους νερό, το φτύνανε πάνω στα κορίτσια. Αυτές βάζανε τα κλάματα: το νερό κατέστρεφε τους τεράστιους βελούδινους φιόγκους που στολίζανε τα μαλλιά τους. Οι βρεμένοι φιόγκοι πέφτανε μπροστά, τους κρύβανε το πρόσωπο. Οι κυρίες φορούσανε λακ. Μέσα στη ζέστη η μυρωδιά της ήτανε δυνατή. Έκανε τον κόσμο να φτερνίζεται συνέχεια. Μερικοί κάνανε παράπονα, ακούστηκαν προτάσεις για κάποιο νόμο: να απαγορευτεί η λακ μέσα στην εκκλησία, τουλάχιστον το καλοκαίρι. [...]
Είχε φτάσει η ώρα της περιφοράς. Οι δυο αστυνόμοι σήκωσαν στους ώμους τους την εικόνα, στάθηκαν πρώτοι. Πίσω τους, ο Μητροπολίτης, τα παπαδοπαίδια, οι ναύτες, το πλήθος σχημάτιζε μια πομπή. Ξεκινήσανε. Σημάνανε οι καμπάνες της μητρόπολης. Την ίδια στιγμή, αρχίσανε να χτυπάνε οι καμπάνες σ' όλο το νησί, απ΄όλες τις εκκλησίες. Η εικόνα βγήκε στο λιμάνι. Οι πιστοί σπρωχνόντουσαν, για να δούνε καλύτερα τα εξαπτέρυγα, να μη χάσουνε τους ψαλμούς. Ενώθηκαν με τον κόσμο που περίμενε απ' έξω. Οι γυναίκες κοιταζόντουσαν μεταξύ τους, μελετούσαν τα καλά τους ρούχα: τις λουλουδένιες μπλούζες, τις άσπρες γόβες, τις δαντέλες στις άκρες των κομπινεζόν, το πλισέ μιας φούστας.
"...Κεχαριτωμένη χαίρε, μετά σου ο Κύριος, ο παρέχων τω κόσμω δια σου το μέγα έλεος..."
Η εικόνα κοίταξε λοξά. Του χαμογελούσε. Γύρω απ' το κεφάλι της, τα χέρια της, το πέπλο της, κρεμόντουσαν τάματα. Το πρόσωπό της, πνιγμένο μέσα στα πετράδια και τα φτιασίδια, ξεπηδούσε πιο αυστηρό, σαν να μην ενέκρινε το όργιο του χρυσού που την περιέβαλλε. Δαχτυλίδια, βραχιόλια, διαμαντένιες καρφίτσες εξαίσια δουλεμένες, παιδικά σκουλαρήκια με γαλάζιες πέτρες, χρυσές καρδιές, ασημένια αυτιά, χέρια, πόδια, μάτια, νεφρά, αορτές, και άλλα μη αναγνωρίσιμα μέλη του ανθρώπινου σώματος κρεμόντουσαν μπερδεμένα πίσω απ' το τζάμι της...
***
[1] Μαργαρίτα Καραπάνου, Ο υπνοβάτης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
[2] Φωτογραφία: John Demos
[2] Φωτογραφία: John Demos
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου