Τω Κυρίω Ναπολέοντι Λαπαθιώτη, μια πρωίμω μεγαλοφυΐα, ίσως... ασφαλώς δε ευφυΐα πρώτης τάξεως [1]
Ώστε αλήθεια, φίλε μου;! Τέτοιο ηφαίστειο ήταν η
ζωή σου;! Κι εγώ που σε λογάριαζα σαν έναν ανθρωπάκο,
που δεν γνώρισε ποτέ του τρικυμίες!
Και να σου πω την αλήθεια, σε μακάριζα. [2]
Στην Ελλάδα το είδος της βιογραφίας, όπως και αυτό της αυτοβιογραφίας, δεν ευτύχησε ιδιαίτερα. Θεωρήθηκε μάλλον ανάγνωσμα ελαφρόν. Ούτε ιστορική πηγή μπορεί να αποτελέσει -επομένως το επιστημονικό προσωπικό δεν θα το προτιμήσει-, ούτε και λογοτεχνική τέρψη προσφέρει ακριβώς, συνεπώς το περιφρονούν και οι λάτρεις της λογοτεχνίας. Το πιθανότερο είναι να συναντήσει κανείς μια βιογραφία μεταξύ αναγνωσμάτων όπως "Η εγκυκλοπαίδεια της γυναίκας", κανένα εγχειρίδιο για νεαρές κυρίες και μέλλουσες συζύγους και άλλα τέτοια.
Αναμφισβήτητα, στο πάνθεον των βιογράφων εξέχουσα θέση έχει ο Στέφαν Τσβάιχ. Στα καθ' ημάς, πολλοί λογοτέχνες επιχείρησαν να βιογραφήσουν και να αυτοβιογραφηθούν, κι έτσι συναντάμε ανάμεσα σε άλλους τον Ξενόπουλο να αφηγείται τη ζωή του "ως μυθιστόρημα", τον "Παπαδιαμάντη αυτοβιογραφούμενο", και τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη να αποπειράται τη συνοπτική αυτοβιογραφία του στο έργο του "Η ζωή μου".
Σ'
αυτά τα βιβλία ο αναγνώστης δεν θα βρει πολύ διαφωτιστικές πληροφορίες
για το έργο του εκάστοτε λογοτέχνη. Αν μη τι άλλο, όμως, θα γελάσει
-άλλοτε γλυκά και άλλοτε πικρά- διαβάζοντας για τις τραγωδίες της
εθνικής μας ζωής, θα διασκεδάσει με την ψυχή του μαθαίνοντας για τις
αψιμαχίες των φιλολογικών κύκλων, τις κόντρες και τις ίντριγκες μεταξύ
των σεβαστών λογοτεχνών μας, θα κρυφοκοιτάξει και ολίγον μέσα από την
κλειδαρότρυπα την προσωπική τους ζωή. Γιατί όχι; Στο κάτω κάτω, οι αυτοβιογραφούμενοι μας το επιτρέπουν, για να μην πω πως μας το ζητούν
κιόλας.
Ο Λαπαθιώτης με την αυτοβιογραφία του δεν θέλησε να γράψει ένα "εγχειρίδιο ψυχαναλύσεως και αυτοκριτικής", παρά μόνο να παρουσιάσει σύντομα τη ζωή του. Ξεκινά από το 1888, έτος της γέννησής του, αναφέρεται στα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα και στο Ναύπλιο, στον θάνατο του Χαρίλαου Τρικούπη, στην επιστροφή της οικογένειάς του στο κλεινόν άστυ, στα μαθητικά χρόνια, στην αγάπη του για τη μουσική, το θέατρο, την ποίηση, τη γαλλική γλωσσα, τη γιορτή της Αποκριάς, αλλά και στην απέχθειά του προς τις νομικές σπουδές που επέλεξε. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι σελίδες που αναφέρονται στα Ευαγγελικά και το γλωσσικό ζήτημα, στο Κίνημα στο Γουδί, στους Βαλκανικούς Πολέμους και τη δυσανεξία του νεαρού Λαπαθιώτη για τον στρατό, στον Α' Παγκόσμιο, τον Εθνικό Διχασμό, τα χρόνια στην Αίγυπτο.
Αλλά
το πιο δραματικό από τα γεγονότα που σημειώθηκαν εκείνο τον καιρό, κι
από τα πιο μου ίσως αλησμόνητα, είναι η άμεση παρακολούθησή μου των
περίφημων "Ευαγγελικών" [...]
Και το θέαμα αυτό, το φρικιαστικό, τόσο πολύ με συνεκλόνισε, που 'γραψα
άρθρα πύρινα, σ' άμεμπτη καθαρεύουσα, κατά των βαρβάρων μεθόδων των
αρχόντων μας (και, φυσικά, υπέρ της... δημοτικής!).
***
Κι έξαφνα ήρθαν οι Βαλκανικοί πόλεμοι. Παρουσιάστηκα και ντύθηκα, έφεδρος πια, και δεκανέας... Κι επειδή, από μέρους μου τουλάχιστον, δεν υπήρχε κανένα μίσος εναντίον των εχθρών μας, ούτε καμιά εκκρεμής διαφορά (που κι αν ακόμη υπήρχε, δεν λογάριαζα ποτέ μου να τη λύσω με τα όπλα, που δεν μεταχειρίστηκα ποτέ μου, ούτε και πρόκειται να μεταχειρισθώ ποτέ στη ζωή μου), φρόντισα κι αποσπάσθηκα...[3]
Ανάμεσα σε όλα αυτά τα ιστορικά, ο αναγνώστης μαθαίνει αρκετά και για τις επαφές του Λαπαθιώτη με εξέχοντες λογοτέχνες, όπως ο Παλαμάς, ο Βάρναλης, ο Σικελιανός και ο Καβάφης, αλλά και για τη φιλία του με τον Χρηστομάνο, τον Ροδοκανάκη, τον Παπατσώνη. Ακόμη, παρατίθεται ολόκληρο το "Μανιφέστο" του, κείμενο με το οποίο φιλοδόξησε να ξεσηκώσει τους νεαρούς λογοτέχνες της εποχής του, και παρεξηγήθηκε από τους παλιούς, αλλά και περιγράφεται η λογοτεχνική του δραστηριότητα στον "Νουμά", η ίδρυση του λογοτεχνικού περιοδικού "Ηγησώ" και της περίφημης "Ανεμώνης", που τόσο προκάλεσε την αιδώ των συντηρητικών κύκλων και της "Εστίας".
Παρά το ότι διαβάζεται βουλιμικά, το ατυχές με την αυτοβιογραφία του Λαπαθιώτη είναι ότι φτάνει περίπου μέχρι το τέλος της δεκαετίας του '10. Έτσι, ο αναγνώστης δεν μαθαίνει πώς έζησε ο Λαπαθιώτης το δράμα της Μικρασιατικής Καταστροφής, την περίοδο του Μεσοπολέμου, το ξέσπασμα του Β' Παγκοσμίου. Και, κυρίως, δεν μαθαίνει πώς αυτός ο νεαρός δανδής με το λουλούδι στη κομβιοδόχη, ο ευκατάστατος αστός με τις καλές συναναστροφές, την κοινωνική αποδοχή, την οικογενειακή θαλπωρή και προστασία, αργότερα ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία, ζήτησε εγγράφως από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών τη διαγραφή του από το θρησκευτικό ποίμνιο, συναναστράφηκε το περιθώριο, έγινε οπιομανής και τελικά οδηγήθηκε στην αυτοχειρία.
Κύριε,
Ευρίσκομαι σήμερα στην ανάγκη -για να είμαι απολύτως συνεπής προς τας υπαγορέυσεις της συνειδήσεώς μου- ν' αποταθώ απ' ευθείας προς εσάς, και να σας παρακαλέσω να με διευκολύνετε στον διακανονισμόν μιας υποθέσεως, χαρακτήρος εντελώς προσωπικού -που αφορά τας σχέσεις μου με την εκκλησίαν, και που, λόγω της τελευταίας αυτής λεπτομερείας, ανάγεται εξ ολοκλήρου στη δικαιοδοσία σας.
Η χριστιανική θρησκεία
–όχι μόνον η ορθόδοξος, αλλά εν γένει η χριστιανική– όπως επίσης και κάθε άλλη
θρησκεία– μού έχει αποβεί τελείως περιττή. [...] Γι’ αυτό το λόγο,
μάλλον συγκεκριμένα, θα επιθυμούσα ν’ απαλλαγώ τελείως αυτής. [4]
Μόνο στο τέλος της αυτοβιογραφίας του ο Λαπαθιώτης σημειώνει: "Κι ζωή μου εξακολουθεί. Ομολογώ πως είμαι κουρασμένος, λυπημένος, απογοητευμένος. Όχι πως είχα πλάσει πολλά όνειρα που μου τα σκόρπισε ή μου τα διέψευσε: Ήμουν πάντα συντηρητικός, κι οι χίμαιρές μου περιορισμένες. Ούτε είχα και ποτέ φιλοδοξίες που δεν κατόρθωσα να ικανοποιήσω. Δεν είχα ίσως καν φιλοδοξίες. Δεν ζητούσα παρά τη γαλήνη [...]. Κι όμως εγώ είμαι κουρασμένος! Κι η ζωή μου εξακολουθεί...".
Ο Λαπαθιώτης ανήκει στη γενιά εκείνη των "ωραίων, μα αδύναμων", των ποιητών του Μεσοπολέμου, που ανατράφηκαν για να υπηρετήσουν τα οράματα της πατρίδας, μα δεν συγκινήθηκαν απ' αυτά. Όπως και ο Καρυωτάκης, κι ο Άγρας, κι ο Παπανικολάου, έτσι κι ο Λαπαθιώτης εμπνεύστηκε από τον συμβολισμό και τους Γάλλους "καταραμένους", υπήρξε λάτρης του Πόε και του Όσκαρ Ουάιλντ, που το έργο του τον στιγμάτισε. Κατά την άποψη του Τάκη Παπατσώνη, αυτή η επιρροή στάθηκε μοιραία για τον ποιητή.
Δεν υπήρξε και ιδιαίτερα συμπαθής για την κριτική. Αντιμετωπίστηκε ως άλλος ένας νεορομαντικός, αισθησιακός ποιητής. Άλλος ένας αυτόχειρας, όπως και οι άλλοι της γενιάς του. Και κυρίως, αντιμετωπίστηκε σχεδόν αποκλειστικά ως ποιητής, ενώ και το πεζογραφικό του έργο δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητο.
Ήταν ένα ρομαντικός εστέτ που επιζητούσε το απόλυτο κάλλος. Κάτι που στη ζωή ποτέ κανείς δεν βρίσκει. Απ' αυτή τη σκοπιά επιχειρεί να ερμηνεύσει την αυτοχειρία του ο καλός του φίλος Τάκης Παπατσώνης.
Ωραιότητα, αυτό το αστάθμητο και φευγαλέο ιδεατό
Κάλλος, δεν μπορούμε ατιμώρητα να το θηρεύομε σαν ουσία αυθυπόστατη, ξένη της
ζωής, αλλά με τρόπο και σε βαθμό μετρημένους απάνω στα όρια και τα μέτρα της
πρόσκαιρης ζωής μας, όσο ζούμε, περιμένοντας ό,τι είναι απόλυτο, να το βρούμε
όταν γίνομε κ΄ εμείς απόλυτα όντα. Αλλιώς πράττοντες, βιάζομε το φυσικό
υπαρξιακό μας νόμο, προτρέχοντας προς το απόλυτο πριν την ώρα, και φέρνοντας
έτσι ταραχή στην προκαθορισμένη τάξη, αυτοκαταστρεφόμενοι, αδρανούντες, αγέρωχα
απροσάρμοστοι και δίνοντας παράδειγμα πολύ κακό στους γύρω μας ζωντανούς.
Απομονωμένοι επαναστάτες, με επανάσταση χωρίς περιεχόμενο. [5]
Σατιρικός και είρων, όχι όμως με τον τρόπο του Καρυωτάκη, προκλητικός και όμορφος, πασχίζει όλη του τη ζωή να χτίσει την κακή του φήμη. Ο Λαπαθιώτης οπωσδήποτε προκαλεί ενδιαφέρον. Θα μπορούσε ίσως για κείνον να ειπωθεί από μια άλλη οπτική αυτό που είχε γράψει ο Αλέξανδρος Αργυρίου για τον Σικελιανό: "Είχε φτερά, αλλά τα κουνούσε πολύ".
Σε συνέντευξή του στα "Ελληνικά Γράμματα", το 1938, ο Λαπαθιώτης εκφράζει το όραμά του για την ανθρωπότητα: "Ν’ αποκτήσει την ελεύθερη συνείδηση, να λυτρωθεί από ό,τι
της διαστρέφει τη σκέψη και τα πεπρωμένα. Να ξαναβρεί το δρόμο της Αγάπης, της
Ισότητος και της Δικαιοσύνης, που είναι σήμερα γράμματα νεκρά. Ν’ αναπνεύσει,
να σκεφθεί και να πολιτισθεί… Τότε μόνο θα εξιλεωθεί για τα εγκλήματα και τις
ηλιθιότητες, που την εξωθούν, από άγνοια, να κάνει…".
Μα από άγνοια γίνονται τα εγκλήματα;
***
[1] Αφιέρωση του γιατρού Σίμωνα Βλαβιανού στον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Ο Βλαβιανός αγάπησε ιδαίτερα το τρίπρακτο δράμα του Λαπαθιώτη Τιμή της συζύγου.
[2] Του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη.
[3] Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η Ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας (φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας), Κέδρος, Αθήνα 2009.
[4] Επιστολή του Λαπαθιώτη προς τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών (1927).
[Ολόκληρο το κείμενο της επιστολής εδώ].
[5] Τάκης Παπατζώνης, «Ο Λαπαθιώτης μετέωρο και σκιά», Νέα Εστία, τχ. 398-399, 1944.
[Ολόκληρο το κείμενο του Παπατσώνη εδώ].
Την ανάρτηση συνοδεύουν σκίτσα του ποιητή.