Εγώ είχα μια κούκλα όταν ήμουνα μικρή.
Όταν ήμουνα μικρή έπαιζα πολύ μ' αυτή. Ήταν η καλύτερή μου κούκλα.
Όταν ήμουνα μικρή έπαιρνα το ψαλίδι και της έκοβα τα μαλλιά.
Ακόμα, της έβγαζα τα χέρια και τα πόδια.
Μέχρι και το κεφάλι της το έβγαλα. Την είχα καταστρέψει.
Τώρα δεν την έχω. Κάποτε, όμως, ήταν κι αυτή ολοκαίνουργια.
Τότε την είχα.[1]
Μια μέρα η μαμά μου, η Κασσάνδρα, μου έφερε μια κούκλα, για να μου την κάνει δώρο.
Ήτανε μεγάλη και για μαλλιά είχε κίτρινους σπάγγους.
Την κοίμισα στο κουτί της, αφού πρώτα της έκοψα τα χέρια και τα πόδια για να χωράει.
Αργότερα της έκοψα το κεφάλι για να μην είναι βαριά. Τώρα την αγαπώ πολύ.[2]
Στις αρχές του περασμένου αιώνα, η Γερμανίδα κουκλοποιός Λόττε Πρίτσελ άρχισε να δημιουργεί κούκλες για βιτρίνα. Ήταν κέρινες και έφταναν στο ύψος τα 65 εκατοστά. Ψιλόλιγνες, αισθησιακές, με ασκητικό πρόσωπο σχεδόν και με αραχνοΰφαντα ρούχα, οι κούκλες της Πρίτσελ απέπνεαν ιδαίτερο ερωτισμό. Κάποιοι υποστήριξαν πως ενσάρκωσαν την παρακμή και τη σεξουαλική αμφισημία με τις οποίες πολλές φορές συνδέθηκε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης.
Ο Ρ.Μ. Ρίλκε, εμπνευσμένος από τα πεταλουδόμορφα κομψοτεχνήματα της Πρίτσελ, αφιέρωσε ένα δοκίμιο στη σχέση που είχαμε ως παιδιά με αυτό το άψυχο αντικείμενο που τόσο ανελέητα μετατρέπαμε σε υποχείριό μας. Πρώτα πρώτα, επισημαίνει το βασικό κατά τη γνώμη του χαρακτηριστικό των κέρινων γυναικών τής Πρίτσελ: ότι δεν υπήρξαν ποτέ τους παιδιά. Κούκλες που δεν προορίζονταν για παιδιά, κούκλες που γεννήθηκαν απογαλακτισμένες.
Ο Ρ.Μ. Ρίλκε, εμπνευσμένος από τα πεταλουδόμορφα κομψοτεχνήματα της Πρίτσελ, αφιέρωσε ένα δοκίμιο στη σχέση που είχαμε ως παιδιά με αυτό το άψυχο αντικείμενο που τόσο ανελέητα μετατρέπαμε σε υποχείριό μας. Πρώτα πρώτα, επισημαίνει το βασικό κατά τη γνώμη του χαρακτηριστικό των κέρινων γυναικών τής Πρίτσελ: ότι δεν υπήρξαν ποτέ τους παιδιά. Κούκλες που δεν προορίζονταν για παιδιά, κούκλες που γεννήθηκαν απογαλακτισμένες.
Μα ακόμη κι αν οι κούκλες της Πρίτσελ ήταν παιχνίδια -που δεν ήταν-, δεν θα διέφεραν και πολύ. Οι κούκλες του περασμένου αιώνα δεν θύμιζαν σε τίποτα τα σημερινά πλαστικά μωράκια που βλέπουμε στα χέρια των παιδιών. Δεν ήταν παιδιά οι ίδιες, γιατί δεν υπήρξαν παιδιά ούτε και τα παιδιά που τις έπαιζαν. Μικροί κύριοι και μικρές κυρίες που δεν γνώριζαν γονείς, αλλά τροφούς, έπρεπε από νωρίς να ασκηθούν στους αυστηρούς κοινωνικούς τους ρόλους.
Κούκλες. Χωρίς δική τους κρίση, ευένδοτες σε κάθε κουρελάκι κι όμως άξιες, άπαξ και το 'καναν δικό τους, να το κατέχουν μ΄έναν τρόπο ιδιαίτερο: ανέμελο, αυτάρεσκο, ρυπαρό· ξύπνιες μονάχα τη στιγμή που ανοίγουνε τα τσίνορά τους, και αμέσως πάλι αποκοιμούμενες με ορθάνοιχτα τα δυσανάλογα, τ' απτά τους μάτια, ανήμπορες να κρίνουν αν τις σκεπάζει εν τέλει βλέφαρο μηχανικό ή εκείνο τ' άλλο, ο αέρας· νωχελικές: έρμαιες στις τροπές των συγκινήσεων της μέρας, δέσμιες στην καθεμιά απ' αυτές· παρούσες σ' όλα, χωρίς να το θέλουν, σαν τα σκυλιά, και συνένοχες...
Έτσι ήταν οι κούκλες. Συνένοχες σε κάθε παρθενική μας εμπειρία, πιστές παραστάτριες σε κάθε αδυναμία μας, σύντροφοι στον ύπνο μας, υπόδουλες στον ξύπνιο μας, "σφιχτοδεμένες της νύχτας που αφήνονται να τις ονειρευτούν". Ζούσαν με τις δυνάμεις άλλων· τις δικές μας. Σκέφτομαι τη ρήση του Αντόνιο Πόρτσια: "Τα παιχνίδια έχουν το δικαίωμα να σπάνε". Μετά την παραλλάσσω: "Τα παιχνίδια έχουν την υποχρέωση να σπάνε". Ή, ακόμη καλύτερα, "τα παιδιά έχουν το δικαίωμα να σπάνε τα παιχνίδια τους". Γιατί είχαμε την ανάγκη να έχουμε ένα πράγμα έτοιμο να υποστεί τα πάντα; Στο πέρασμα από τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας στην εφηβεία και την ενηλικίωση, η κούκλα υπήρξε πιστή σύντροφος, χωρίς εγωισμό και χωρίς αξιοπρέπεια.
Παραμελούσαμε την κούκλα, ασεβούσαμε πάνω της, ενώ ήταν το αντικείμενο που μέσα του μπορούσαμε ολότελα να χαθούμε. Η αγάπη και το μίσος φώλιαζαν στη σχέση μας μαζί της, και ο Ρίλκε εξηγεί πολύ εύστοχα το γιατί. "Εμπρός στην κούκλα, χρέος μας ήταν να φανούμε ισχυροί, γιατί αν καταθέταμε τα όπλα, κανείς πια δε θ' απόμενε".
Στο αποτρόπαιο φέρσιμό μας η κούκλα σιωπούσε. Δεν της περνούσε καν από το μυαλό ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί, ότι μας είχε του χεριού της. Ήταν ένδειξη ανωτερότητας η σιωπή της; Ή μήπως είχε καταλάβει πως ζούμε σ' έναν κόσμο όπου η μοίρα, και μάλιστα ο Θεός ο ίδιος, είναι περίφημοι ακριβώς γιατί μας απαντούν με τη σιωπή τους, αναρωτιέται ο Ρίλκε.
Άραγε, οι κούκλες έζησαν κάτι από τη ζωή μας; Έζησαν τον φόβο μας όταν ναυαγούσαμε στο αποσβολωμένο βλέμμα τους; Έζησαν τα κλάματα που αφήναμε στην αγκαλιά τους; Έζησαν την περιφρόνηση μέσα στο κλειδωμένο παιδικό δωμάτιο όταν, τη μέρα των γενεθλίων, μια νέα παρουσία ερχόταν να τις επισκιάσει; Έζησαν το κλοτσίδι και το ποδοπάτημα; Έζησαν την απόγνωση και τη λατρεία μας; Τώρα, κλειδωμένες σε πατάρια, έτοιμες προς υιοθεσία, περιμένουν κάπου να κληροδοτηθούν. Μας θυμούνται άραγε;
***
[1] "Σκέφτομαι και γράφω", με θέμα "Ένα παιχνίδι μου σαραβαλάκι".
[2] Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
Rainer Maria Rilke - Lotte Pritzel, Κούκλες, (Συλλεκτική έκδοση με τις 16 λιθογραφίες), Περισπωμένη, Αθήνα 2012.
[2] Μαργαρίτα Καραπάνου, Η Κασσάνδρα και ο λύκος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
Rainer Maria Rilke - Lotte Pritzel, Κούκλες, (Συλλεκτική έκδοση με τις 16 λιθογραφίες), Περισπωμένη, Αθήνα 2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου