Ήταν πολλοί οι Έλληνες λογοτέχνες που κρατούσαν ημερολόγια: ο Σεφέρης, ο Θεοτοκάς, ο Δροσίνης, ο Παλαμάς, η Πηνελόπη Δέλτα. Κάποιοι από αυτούς φρόντισαν για την επιμέλεια και την έκδοσή τους. 'Αλλοι όχι. Και τα σχεδιάσματα του Σολωμού, οι σημειώσεις και οι υποσημειώσεις που συναντάμε στο έργο του, είναι μια μορφή ημερολογίου. Περιγράφουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα διλήμματα στη διαδικασία δημιουργίας ενός ποιήματος, προτού πάρει την οριστική του μορφή. Που δεν την πήρε και ποτέ. Και τα "Ανοιχτά χαρτιά" του Ελύτη θα μπορούσαν επίσης να θεωρηθούν μια μορφή ημερολογίου.
Σε κάποιες περιπτώσεις τα ημερολόγια μπορούν να αποτελέσουν πολύτιμη φιλολογική μαρτυρία. Αποτυπώνουν πλευρές της φιλολογικής ζωής, ίντριγκες και διαφωνίες μεταξύ λογοτεχνών, κριτικές και σχόλια. Σε άλλες περιπτώσεις καταγράφουν τα γεγονότα μιας σημαντικής ιστορικής περιόδου. Ο Θεοτοκάς στα "Τετράδια ημερολογίου" αφηγείται όλη την περίοδο από τη δικτατορία του Μεταξά έως και την Κατοχή, την Αντίσταση, τον Εμφύλιο. Μπορεί να μην πρόκειται για αξιόπιστη ιστορική πηγή, σίγουρα όμως είναι μια πολύτιμη, προσωπική έστω, ματιά στα γεγονότα. Ο Μάνος, στην "Αριάγνη" των Ακυβέρνητων Πολιτειών θυμάται κάπου τα λόγια του Ζαν Ρισάρ Μπλοκ, τον καιρό του Ισπανικού:
Τι είναι προτιμότερο; Να ζήσεις ή να καταγράψεις τη ζωή σου; Να ριχτείς πάνω σ' ό,τι περνάει ή να σταθείς και να το περιγράψεις; Είναι πολύ πιο συναρπαστικό να κυνηγάς τα γεγονότα· τότε όμως όλα κυλούνε, δεν κρατάς τίποτε. Να τα σταματήσεις στο χαρτί, είναι ο μόνος τρόπος για να τα σώσεις από το συμπαντικό ναυάγιο του χρόνου· αλλά τότε όλα γλυστράνε, δε συμμετέχεις σε τίποτε...[1]
Δε νομίζω να υπήρξε ποτέ λογοτέχνης, ή άλλο ιστορικό πρόσωπο που να κρατούσε ημερολόγιο, χωρίς να έχει την παραμικρή φιλοδοξία να εκδοθεί. Κι αν δεν ήταν φιλοδοξία, θα ήταν μια φαντασίωση πως το έργο θα βρεθεί, τυχαία ή συμπτωματικά, και θα δει τελικά το φως της δημοσιότητας. Επομένως, μαθαίνουμε αυτά που ο γράφων θα επιθυμούσε να μάθουμε και σκιαγραφεί την εικόνα του όπως θα επιθυμούσε να βγει προς τα έξω. Ο
Παύλος Ζάννας στο κείμενό του "Μποτίλια στο πέλαγο", που γράφτηκε και
δημοσιεύτηκε μετά από παρότρυνση του Στρατή Τσίρκα, εξομολογείται:
Δεν
κράτησα ποτέ ημερολόγιο. Τις μέρες που θα είχα ίσως κάτι να σημειώσω
-κάτι που το έκρινα σημαντικό: μια πράξη, μια σκέψη, ένα συμβάν- δεν
βρήκα ποτέ την κατάλληλη στιγμή και την κατάλληλη διάθεση. Κι αν κάποιες
φορές έφτασα στο σημείο να πιάσω μολύβι, ήταν κιόλας αργά: η σκέψη μου
είχε χάσει την αρχική της ενάργεια -τη μορφή που είχε ντυθεί όταν μου
πρωτοφανερώθηκε- κι απόμενε τώρα μόνον ο φόβος μπροστά στο άσπρο χαρτί. Μου ήταν αδύνατο να πω αυτό που ήθελα. [...]
Τις
μέρες πάλι που το γράψιμο μου φαινόταν πιο εύκολο είχα μόνο τη
δυνατότητα να γράψω ένα ημερολόγιο για περασμένα πράγματα. Έπρεπε τότε
να κινηθεί η μνήμη για να προσπαθήσει να περισώσει με τη γραφή ό,τι
κινδύνευε να χαθεί. Τότε όμως έμπλεκε η τωρινή στιγμή με την περασμένη
και την αλλοίωνε. Έπρεπε να απομονώσω τη στιγμή της γραφής απ' το κάθε
της συναισθηματικό βάρος (το τώρα), για να μπορέσει να κινηθεί
ανεπηρέαστη η μνήμη που πάσχιζε να συλλάβει και να φέρει κοντά μου
στιγμές περασμένες. Χρειαζόταν μια προσπάθεια κοπιαστική και επίμονη,
μια άσκηση που μου φαινόταν δύσκολη και ατελέσφορη. Δεν προσπάθησα.
[...]
Στο
βάθος δεν κρατά κανείς ημερολόγιο αποκλειστικά για τον εαυτό του:
συνειδητά ή ασυνείδητα μιαν επικοινωνία ζητά μ' έναν τωρινό ή μελλοντικό
γνωστό ή άγνωστο αναγνώστη -ή μ' αυτόν τον "άλλο" που θα είναι ο εαυτός
του αργότερα[2].
Κατά την άποψη
του Παύλου Ζάννα, για
να κρατά κάποιος ημερολόγιο ή αδρανής πρέπει να είναι ή να θεωρεί τη μαρτυρία του συγκλονιστική. Μα πάντα
υπάρχουν πιο συγκλονιστικές, πιο τραγικές από τη δική μας, που κάνουν την προσωπική μας
περιπέτεια να μοιάζει τουλάχιστον αστεία.
Ο Ζάννας θεωρούσε πως η πιο ειλικρινής μορφή ημερολογίου είναι η αλληλογραφία. Πράγματι, είναι. Γιατί έχει δύο
αποδέκτες. Τον πραγματικό και τον εαυτό. Ικανοποιεί μια ουσιαστική ανάγκη επικοινωνίας που διαρκώς τροφοδοτείται από την απόσταση, την
απάντηση και -κυρίως- την αναμονή της. Η αλληλογραφία είναι ένας
καθρέφτης που μας βοηθά να δούμε τον εαυτό μας. Μόνο που τον καθρέφτη
δεν τον κρατάμε εμείς. Τον κρατά ο άλλος -πομπός κι αποδέκτης μαζί- κι
έτσι βλέπουμε τον εαυτό μας ολόκληρο, ολόσωμο κι ολόψυχο.
Όπως και να 'χει, ο άνθρωπος, σε κάθε καιρό, θέλει να επικοινωνεί. Με τον εαυτό του και με τους άλλους. Ζωγραφίζοντας, τραγουδώντας, γράφοντας, αλληλογραφώντας.
Ας απαντήσουν οι άλλοι.
Εγώ σφραγίζω και ρίχνω στο πέλαγο τούτη τη μποτίλια
"που στέλνω χιλιάδες μίλια αλάργα, συλλογίζοντας" [3].
***
[1] Στρατής Τσίρκας, Ακυβέρνητες Πολιτείες, Αριάγνη, Κέδρος, Αθήνα 1995.
[2] 40ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Παύλος Ζάννας, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 1999.
[3] Έζρα Πάουντ, Γράμμα ξενιτεμένου, Αντιγραφές, Ίκαρος, Αθήνα 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου