Ναι, με γνωρίζουν. Τα γκαρσόνια κυρίως. Υπάρχει μάλιστα ένα που με σερβίρει από την πρώτη φορά που πήγα εκεί. Και θέλετε να σας πω κάτι; Εκείνος με έκανε να πηγαίνω. Γιατί, όταν ερχόταν ένας άγνωστος να καθαρίσει το τραπέζι με την πετσέτα και με ρωτούσε περιφρονητικά: "Τι να σας φέρω;", εγώ στραβοκατάπινα, συγχυζόμουν, δεν ήξερα τι να παραγγείλω και έπαιρνα κάτι, έναν καφέ, μόνο και μόνο για να μην χάσει την υπομονή του το γκαρσόνι, για να μην εκνευριστεί αν του ζητούσα κάτι παράξενο, ένα απ' αυτά τα πολύχρωμα μπουκάλια ίσως που ήταν αραδιασμένα στη σειρά, πίσω από τον πάγκο. Όταν όμως με πλησίαζε εκείνο το γκαρσόνι και μου έλεγε: "Το συνηθισμένο;" εγώ ήμουν χαρούμενος και αισθανόμουν άνετα. Ήταν ένα τραπεζάκι στο βάθος της αίθουσας, δίπλα στον πάγκο, που ήταν πάντα άδειο γιατί το χτυπούσαν η ζέστη και ο ατμός από τη μηχανή του καφέ και γιατί τα γκαρσόνια, καθώς πηγαινοέρχονταν βιαστικά, σκόνταφταν συνέχεια με αποτέλεσμα να χοροπηδάει ό,τι βρισκόταν πάνω. Έπειτα, καθισμένος σ' εκείνη τη γωνίτσα, πέρασα πολλές στιγμές γαλήνιες κι ευχάριστες ρουφώντας το καφεδάκι μου και παρατηρώντας τη σιωπηλή μονομαχία των παικτών γύρω από τα τραπέζια του μπιλιάρδου.
***
Marco Denevi, Η Ροσάουρα απόψε στις δέκα (μτφρ. Αλεξάνδρα Σπυριδοπούλου), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001
Φωτογραφία: Robert Demachy, 1899
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου