Πρέπει να φοράμε τα βίτσια μας δίχως βιασύνη,
σαν ένα μανδύα βασιλικό. Σαν ένα φωτοστέφανο
του οποίου την ύπαρξη αγνοούμε,
που προσποιούμαστε ότι δεν αντιλαμβανόμαστε.
Μονάχα πλάσματα με ιδιοτροπίες υπάρχουν.
Σεζάρ Μορό, Έρωτας μέχρι θανάτου
Στο "Μητριάς εγκώμιο" ο Μάριο Βάργκας Γιόσα αφηγείται τον έρωτα του Ριγομπέρτο για τη σύζυγό του, τη Λουκρητία. Η επιλογή του ονόματος της ηρωίδας δεν είναι τυχαία φυσικά. Το ζευγάρι ζει έναν έρωτα πρωτόγνωρο και για τους δυο, και τολμούν να πιστέψουν πως η ευτυχία είναι εφικτή και τη γεύονται καθημερινά.
Η ευτυχία είναι πρόσκαιρη, ατομική, σε εξαιρετικές περιπτώσεις δυαδική, σπανιότατα τριαδική και ποτέ συλλογική, κοινοτική. Είναι κρυμμένη, μαργαριτάρι στο θαλάσσιο κοχύλι της, σε ορισμένες τελετουργίες, ή επίσημες ασχολίες που προσφέρουν στον άνθρωπο λάμψεις ή αντικατοπτρισμούς της τελειότητας.
Ευτυχία δεν νοείται απομακρυσμένη από την ηδονή, η ψυχή και το πνεύμα δεν μπορούν να υπάρξουν αν η δική τους τροφοδότηση δε συνοδεύεται και από τη σωματική ευχαρίστηση. Ο άνθρωπος είναι πρώτα σώμα, και το σώμα ένας χάρτης γεμάτος ερωτογενείς ζώνες, καμία από τις οποίες δεν πρέπει να αγνοείται. Οπίσθια, πρωκτός, πόδια, αυτιά, στόμα, μύτη, μασχάλες, το καθένα παίζει το δικό του ρόλο στην ερωτική μέθεξη, απαιτεί άλλου είδους φροντίδα και ικανοποιεί μία από τις πέντε αισθήσεις.
"Άσε με να ακούσω τα στήθη σου" θα μουρμούριζε και, προσαρμόζοντας ερωτικά, πρώτα τη μία και ύστερα την άλλη, τις θηλές της συζύγου του στην υπερευαίσθητη σπηλιά των αυτιών του -εφάρμοζαν το ένα μέσα στο άλλο σαν πέλμα μέσα σε μοκασίνι, θα τις αφουγραζόταν με τα μάτια κλειστά, ευλαβής και εκστατικός, απορροφημένος όπως κατά την ύψωση της όστιας, ώσπου να ακούσει να ανεβαίνουν στη γήινη αγριάδα κάθε ρώγας, μέσα από υπόγεια σαρκικά βάθη, κάποιοι υπόκωφοι ρυθμοί, ίσως το λαχάνισμα των πόρων καθώς άνοιγαν, ίσως ο κοχλασμός του ταραγμένου από τη διέγερση αίματός της.
Οι θόρυβοι του σώματος ολοκληρώνουν το είναι των δύο εραστών, είναι ένα κοντσέρτο που συμπληρώνει μουσικά τα σώματα και σκιαγραφεί το ηχητικό τους πρόσωπο. Τα υγρά του κορμιού ικανοποιούν την αίσθηση της γεύσης.
Όταν γελάει, οι θηλές της σκληραίνουν και ανασηκώνονται σαν να τις θηλάζει κάποιο αόρατο στόμα, και οι μύες του στομαχιού της πάλλονται κάτω από το λείο, με γεύση βανίλιας, δέρμα, φέρνοντας στο νου τον πλούσιο θησαυρό των ζεστών υγρών των απόκρυφών της.
Ενώ οι οσμές που αναδύουν τα σώματα ικανοποιούν την όσφρηση.
Όσο μυρίζεις έτσι, θα είμαι σκλάβος σου.
Ο Ριγομπέρτο αγγίζει την αγαπημένη του, αλλά το μεγαλείο της αφής δεν είναι αρκετό. Αντιμετωπίζει το σώμα της σαν ένα ναό, μέσα στον οποίο τελείται ένα θρησκευτικό μυστήριο και σ΄ αυτό ο πιστός οφείλει να συμμετέχει ολικά· να αγγίζει, να εισπνέει, να οσφραίνεται, να γεύεται, να ορά. Κατά τη διάρκεια του μυστηρίου το μυαλό γεμίζει άσεμνες φαντασιώσεις, ηθικές και θρησκευτικές προκαταλήψεις ακυρώνονται, το κορμί υπερφορτώνεται με επιθυμίες.
Για να ικανοποιήσουν την αίσθηση της όρασης οι δυο εραστές περιδιαβαίνουν στο χώρο της τέχνης. Ο Ριγομπέρτο διατηρεί μια κρυφή συλλογή έργων τέχνης και τη μοιράζεται με τη σύζυγό του. Κοιτούν τα έργα μαζί, τα σχολιάζουν αναζητώντας έμπνευση για τον έρωτά τους και τις νύχτες τα ενσαρκώνουν. Κάθε βράδυ στο κρεβάτι τους ο Ριγομπέρτο ρωτά τη Λουκρητία "Τι είσαι;" κι εκείνη υποδύεται ένα άλλο πρόσωπο, ζωντανεύει μπροστά του μια μυθική μορφή και μ' αυτόν τον τρόπο η τελετουργία ολοκληρώνεται. Η επιλογή παρουσιάζει και αφηγηματικό ενδιαφέρον καθώς σε εμβόλιμα κεφάλαια του βιβλίου το έργα τέχνης ζωντανεύουν και αναλαμβάνουν το ρόλο του αφηγητή, εγκιβωτίζοντας στο έργο μια ενδιαφέρουσα πινακοθήκη.
[...] περιμένοντας τον καλλιτέχνη του μέλλοντος που, παρακινημένος απ' την επιθυμία, θα μας αιχμαλωτίσει στα όνειρα και, μεταφέροντάς μας στο πανί με το πινέλο του, θα πιστεύει πως μας επινοεί.
Τον έρωτα των δύο συζύγων επισκιάζει ο πόθος του μικρού Αλφόνσο, γιου του Ριγομπέρτο από προηγούμενο γάμο του, για τη μητριά του. Όσο η Λουκρητία διατηρεί ερωτικές σχέσεις με τον έφηβο, ο έρωτάς της για το σύζυγό της βαθαίνει, εμπλουτίζεται, εξωθείται σε άκρα που ξεπερνούν κάθε φαντασία. Το ειδύλλιο που ανθίζει μεταξύ των δυο τους δεν της γεννά κανέναν ηθικό φραγμό, κανένα δίλημμα, κανένα ερωτηματικό, καμιά ενοχή. Η ομορφιά του έρωτα επιτρέπει κάθε ελεύθερη συνύπαρξη.
Το τέλος όμως είναι εφιαλτικό. Το ερωτικό τρίγωνο παρουσιάζεται ως αμάλγαμα διαστροφής και αρετής, αγιοσύνης και αμαρτίας, και τελικά γκρεμίζεται σαν χάρτινος πύργος. Ο Γιόσα εγκωμιάζει τον ελεύθερο έρωτα ή τον καταγγέλλει; Μπορεί να υπάρξει ή είναι από τη φύση του αδιέξοδος;
Είμαστε αδιάντροποι; Είμαστε απόλυτοι και ελεύθεροι μάλλον, και γήινοι όσο δεν παίρνει άλλο. [...]
Έχουμε χάσει επώνυμο και όνομα, πρόσωπο και μαλλιά, την αξιοπρεπή όψη και τα πολιτικά μας δικαιώματα. Έχουμε όμως κερδίσει μαγεία, μυστήριο και σωματική απόλαυση. Ήμασταν μια γυναίκα κι ένας άντρας, και τώρα είμαστε εκσπερμάτωση, οργασμός, έμμονη ιδέα. Έχουμε γίνει ιεροί [...]
Τώρα πάψε να κοιτάς. Τώρα κλείσε τα μάτια. Τώρα, δίχως να τ' ανοίξεις, κοίταξέ με και κοιτάξου έτσι όπως μας παριστάνουν σ' αυτό τον πίνακα που τόσο πολλοί κοιτούν και τόσο λίγοι βλέπουν. Τώρα πια ξέρεις πως, πριν ακόμα γνωριστούμε, αγαπηθούμε, κάποιος, με πινέλο στο χέρι, απεικόνισε προκαταβολικά αυτή τη φοβερή δόξα, στην οποία θα μας μεταμόρφωνε, κάθε μέρα και κάθε νύχτα του αύριο, η ευτυχία που μάθαμε να επινοούμε.
***
Μάριο Βάργκας Γιόσα, Μητριάς Εγκώμιο (μτφρ. Χριστίνα Θεοδωροπούλου), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 1998.
Στην εικονογράφηση της ανάρτησης έργα του Φρανσουά Μπουσέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου