"Πόσο σημαντικό είναι το γράψιμο για σας, νεαρέ μου κύριε;" Ένας πιο ανάλαφρος, σχεδόν ειρωνικός τόνος χρωμάτιζε τώρα τη φωνή του συνομιλητή μου. "Πολύ σημαντικό, κύριε..., είναι όλη μου η ζωή". Την ώρα που το ξεστόμιζα, συνειδητοποιούσα ότι αυτή ήταν η αλήθεια: η απόπειρα να γράψω ήταν η απόπειρα να ζήσω ξανά.
Στο έργο του Γιώργου Μητά "Το Σπίτι", ο Νίκος Βελισάρης, μανιώδης αναγνώστης, εκκολαπτόμενος συγγραφέας και λάτρης της τζαζ, κερδίζει μια υποτροφία για μια τρίμηνη παραμονή στο "Σπίτι της Γραφής". Εκεί θα τον υποδεχτεί o ιδιοκτήτης του Σπιτιού Δημήτριος Κάλφογλου, μαζί με τον πιστό υπηρέτη του, τον Συμεών, έναν ιδιόμορφο μπάτλερ, και θα του προσφέρουν ένα περιβάλλον που θα τον βοηθήσει να... δημιουργήσει. Η παραμονή του σε πρώτη φάση θα διαρκέσει έξι μέρες. Δε θα έχει πρόσβαση στο διαδίκτυο, την τηλεόραση, το κινητό του τηλέφωνο. Θα του ζητηθεί να εργαστεί με τους ρυθμούς του "χθεσινού κόσμου". Η διαμονή του στο Σπίτι θα πρέπει να μείνει μυστική, ακόμη και από τα πιο οικεία του πρόσωπα. Μετά το πέρας των έξι ημερών, και αφού θα έχει ολοκληρώσει το έργο του, θα υποστεί μια δοκιμασία. Στο τέλος της θα κριθεί εάν είναι ο εκλεκτός συγγραφέας που θα παραμείνει στο Σπίτι για τους επόμενους τρεις μήνες.
Ο Βελισάρης φτάνει Δευτέρα στο αρχοντικό της Ύδρας και ο αναγνώστης έρχεται αντιμέτωπος με ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον σκηνικό: ένας πανύψηλος, λιγνός, αποστεωμένος μακρυμάλλης μπάτλερ που φοράει ναυτική βράκα και χοντροπάπουτσα, "ιδιότυπα ταπεινός, αλλά και αδιόρατα υπεροπτικός", ένας ανάπηρος γέρος οικοδεσπότης με εντυπωσιακά ανέκφραστο πρόσωπο, πίσω από το οποίο διακρίνεται μια υποδόρια λαγνεία, και ένας γάτος ονόματι Μέλκορ, που θυμίζει τον γάτο Μπεεμόθ, το τσιράκι του Διαβόλου από το σουρρεαλιστικό μυθιστόρημα του Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ "Μαιτρ και Μαργαρίτα".
Στο Σπίτι η ατμόσφαιρα μοιάζει ειδυλλιακή. Σπάνια χειρόγραφα, μια βιβλιοθήκη αμύθητης αξίας, εκατοντάδες δίσκοι κλασικής και τζαζ μουσικής.
Αν υπήρχε ένας παράδεισος για βιβλιόφιλους, αυτός βρισκόταν στην Ύδρα, ψηλά πάνω από το λιμάνι, κάτω από τη στέγη ενός ανεμόδαρτου αρχοντικού.
Ο νεαρός φιλοξενούμενος χαίρεται τις εικόνες, τις μυρωδιές και τους ήχους της φύσης, τη σκοτεινιά που προκαλούν τα σύννεφα, τον τρόμο που γεννά η καταιγίδα. Το μυαλό του δουλεύει πυρετωδώς, αφήνει το αρχοντικό να τον εμπνεύσει και πέφτει με τα μούτρα στη συγγραφή.
Χτυπούσα βιαστικά τα πλήκτρα, αψηφώντας τα λάθη, προχωρώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα: πρώτα οι φράσεις που γεννήθηκαν αυθόρμητα και καθόριζαν το ύφος της αφήγησης. Έπειτα οι σκηνές, όπως αυτή του τέλους, που γύρω τους θα πλεκόταν η ιστορία. Και, τέλος, το περίγραμμα, ο σκελετός, με όλα τα κενά του και τις ελλείψεις, που άφηνε όμως ένα πρώτο αδρό αποτύπωμα του διηγήματος στην οθόνη του υπολογιστή.
Σταδιακά όμως το Σπίτι της Γραφής μετατρέπεται σε Ζοφερό Οίκο και πνίγει το νεαρό συγγραφέα. Η κάμαρά του συρρικνώνεται, οι σκιές μεγαλώνουν, αισθάνεται διαρκώς ότι παρακολουθείται, ενώ το σπινθηροβόλο βλέμμα του σατανικού γάτου δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Η ερεβώδης ατμόσφαιρα θυμίζει τις ιστορίες του Πόε, η ταλάντευση ανάμεσα στη αίσθηση και την παραίσθηση, την παρουσία και την απουσία, θυμίζει το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέημς, ενώ το βλέμμα του Κάλφογλου παραμονεύει κρυμμένο πίσω από τη χαραμάδα της πόρτας.
Και δεν ξέρει κανείς αν κρατά στα χέρια του μια σπουδή-παρωδία πάνω στη φιλοδοξία των νέων συγραφέων, ένα αυτοαναφορικό λογοτέχνημα που επιχειρεί να ψηλαφήσει το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ένα καλογραμμένο θρίλερ. Δεν έχει σημασία... Τα λόγια του Χένρυ Τζέημς, πολλά χρόνια πριν, αποτελούν ιδανικό σχόλιο γι' αυτή τη νουβέλα του Γιώργου Μητά:
Υπάρχουν σκοτεινά σημεία που πρέπει να φωτιστούν. Αλλά είναι ένα ουσιαστικό σκοτεινό σημείο που ανήκει στο έργο καθαυτό. Κι αυτό, χωρίς να καταργείται, πρέπει να το γευτεί ο αναγνώστης με την ανησυχητική γοητεία του. Δεν φωτίζουμε το κιάρο-σκούρο, που θα είχε σαν αποτέλεσμα τη διάλυσή του, πρέπει να αρκεστούμε στην απόλαυση που προσφέρει.
Το σημαντικό είναι να παρουσιάσει κανείς το θαυμαστό και το παράξενο περιοριζόμενος σχεδόν αποκλειστικά στο να δείξει την αντανάκλασή τους πάνω σε μιαν ευαισθησία, αναγνωρίζοντας ότι το κυριότερο στοιχείο συνίσταται σε κάποια δυνατή εντύπωση που προκαλούν και η οποία γίνεται έντονα αισθητή [1].
[1] Πρόλογος στα φανταστικά διηγήματα του Χένρυ Τζέημς. Από το Επίμετρο στο Στρίψιμο της Βίδας, Άγρα, Αθήνα 2005
Γιώργος Μητάς, Το Σπίτι, Κίχλη, Αθήνα 2014
Χτυπούσα βιαστικά τα πλήκτρα, αψηφώντας τα λάθη, προχωρώντας όσο πιο γρήγορα μπορούσα: πρώτα οι φράσεις που γεννήθηκαν αυθόρμητα και καθόριζαν το ύφος της αφήγησης. Έπειτα οι σκηνές, όπως αυτή του τέλους, που γύρω τους θα πλεκόταν η ιστορία. Και, τέλος, το περίγραμμα, ο σκελετός, με όλα τα κενά του και τις ελλείψεις, που άφηνε όμως ένα πρώτο αδρό αποτύπωμα του διηγήματος στην οθόνη του υπολογιστή.
Σταδιακά όμως το Σπίτι της Γραφής μετατρέπεται σε Ζοφερό Οίκο και πνίγει το νεαρό συγγραφέα. Η κάμαρά του συρρικνώνεται, οι σκιές μεγαλώνουν, αισθάνεται διαρκώς ότι παρακολουθείται, ενώ το σπινθηροβόλο βλέμμα του σατανικού γάτου δεν τον αφήνει να ησυχάσει.
Η ερεβώδης ατμόσφαιρα θυμίζει τις ιστορίες του Πόε, η ταλάντευση ανάμεσα στη αίσθηση και την παραίσθηση, την παρουσία και την απουσία, θυμίζει το "Στρίψιμο της βίδας" του Χένρυ Τζέημς, ενώ το βλέμμα του Κάλφογλου παραμονεύει κρυμμένο πίσω από τη χαραμάδα της πόρτας.
Και δεν ξέρει κανείς αν κρατά στα χέρια του μια σπουδή-παρωδία πάνω στη φιλοδοξία των νέων συγραφέων, ένα αυτοαναφορικό λογοτέχνημα που επιχειρεί να ψηλαφήσει το μυστήριο της καλλιτεχνικής δημιουργίας ή ένα καλογραμμένο θρίλερ. Δεν έχει σημασία... Τα λόγια του Χένρυ Τζέημς, πολλά χρόνια πριν, αποτελούν ιδανικό σχόλιο γι' αυτή τη νουβέλα του Γιώργου Μητά:
Το σημαντικό είναι να παρουσιάσει κανείς το θαυμαστό και το παράξενο περιοριζόμενος σχεδόν αποκλειστικά στο να δείξει την αντανάκλασή τους πάνω σε μιαν ευαισθησία, αναγνωρίζοντας ότι το κυριότερο στοιχείο συνίσταται σε κάποια δυνατή εντύπωση που προκαλούν και η οποία γίνεται έντονα αισθητή [1].
[1] Πρόλογος στα φανταστικά διηγήματα του Χένρυ Τζέημς. Από το Επίμετρο στο Στρίψιμο της Βίδας, Άγρα, Αθήνα 2005
Γιώργος Μητάς, Το Σπίτι, Κίχλη, Αθήνα 2014