Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Γιάννης Σκαρίμπας - Α' μέρος


 

Ασυμβίβαστος χαρτονομουτροκατασκευαστής

 

Το 2014 είχε ονομαστεί "'Ετος Γιάννη Σκαρίμπα". Έκλεισαν τριάντα χρόνια από το θάνατό του. Λίγο πριν εκπνεύσει ο χρόνος οργανώθηκαν, μάλλον βεβιασμένα, εκδηλώσεις, παρουσιάσεις και ημερίδες. Στις δημοτικές βιβλιοθήκες άνθρωποι που εκτίμησαν το έργο του διάβασαν αποσπάσματα των βιβλίων του. Σε κάποιες περιπτώσεις ακολούθησαν γόνιμες συζητήσεις που αφορούσαν την προσφορά του στα γράμματα.

Ο Γιάννης Σκαρίμπας πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984. Σ' ένα απόσπασμα από τη διαθήκη του έγραφε: 

... Πράγματι, εξελθών του επαγγέλματός μου -νόμω- με σύνταξιν 1722 δρχ. από 1/1/62, και αφαιρουμένων των δραχμών 600 των, δια διατροφήν, επιδικασθεισών ταις Κυρίαις, απέμειναν δρχ. 1122, δια την προσωπικήν επιβίωσίν μου. Δηλαδή, όσαι, ουδέ διά τα τσιγράρα μου, τις εφημερίδες, και την -τυχόν- ιατροφαρμακευτικήν περίθαλψίν μου αρκεταί. Ευτυχώς ότι η κυρά-Βασιλική, κατέχουσα καλώς την πλεκτικήν (πουλόβερ, κάλτσες κ.λπ.) και αρκετά την "μοδιστρικήν", ηδυνήθημεν να φυτοζωήσωμεν μαζί υπό την ιδίαν μας στέγην.

Ο Σκαρίμπας γεννήθηκε το 1893 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος και πέθανε το 1984 στη Χαλκίδα. Θεωρούσε τον εαυτό του "ανάξιο ανηψιό των αρχιλήσταρχων θείων του και απόγονο των Σουλιωτών προγόνων του". Μέχρι τα δεκαέξι του χρόνια φορούσε τσαρούχια και φουστανέλα. Το 1919 εγκαταστάθηκε στη Χαλκίδα και βιοπορίστηκε ως εκτελωνιστής.  

"Έζησε ολόκληρο το υπόλοιπο του βίου του στη Χαλκίδα, την οποία εμμόνως και με ιδιαίτερο πάθος κατέστησε συμμέτοχο των μυθιστοριών του, χρησιμοποιώντας την περιπόθητη πόλη ως μια τεράστια θεατρική σκηνή. [...] Ασυμβίβαστος, ιδιόρρυθμος και ανατροπέας ων, ο Σκαρίμπας έζησε άσημος, παρεξηγημένος, φτωχός -σχεδόν πένης. Η αναγνώριση ήρθε εδώ πολύ αργά: κατόπιν εορτής, και για τον συγγραφέα, και για τα γράμματά μας" [1].  

Με ένα μαλακό πακέτο πάντοτε στην τσέπη του πουκαμίσου του, ένα άφιλτρο τσιγάρο στο χέρι, χοντρά γυαλιά, ρουφηγμένα μάγουλα, ρυτιδιασμένο πρόσωπο, ο Σκαρίμπας υπήρξε μια ιδιαίτερη φυσιογνωμία. Κοιτάζει κανείς τις φωτογραφίες του και νιώθει πως αυτό το πρόσωπο δεν υπήρξε ποτέ νέο. 

"Άκρως ιδιάζουσα και ακραία (όχι όμως και μοναδική), η περίπτωση Σκαρίμπα θέτει επί τάπητος το σκοτεινό πρόβλημα της, ηθελημένης και μη, συγχύσεως των αξιών, που καταταλαιπωρεί μονίμως τα γράμματά μας. Ποιητής, διηγηματογράφος, θεατρικός συγγραφέας, καραγκιοζοπαίχτης και χαρτονομουτροκατασκευαστής, ενδεχομένως δε και ιστοριογράφος, ο Γιάννης Σκαρίμπας με το παράξενο, αλλόκοτο και ανατρεπτικό του έργο [...] αυτός ακριβώς ο Σκαρίμπας δεν μνημονεύεται καν -ουδέ άπαξ, στην τελευταία -έστω- έκδοση του 1985 της Ιστορίας της Νεοεελληνικής Λογοτεχνίας του Κ.Θ. Δημαρά" [2].  

Εκείνος που έκανε μια κάπως εκτενέστερη αναφορά στον Γιάννη Σκαρίμπα και το έργο του ήταν ο Mario Vitti, που τον ενέταξε στη Γενιά του '30, διαχωρίζοντάς τον παράλληλα απ' αυτήν. Ο κριτικός που τον ξεχώρισε ήταν ο Τέλλος Άγρας. Υπερρεαλιστής πριν από τους υπερρεαλιστές, νεωτεριστής σε εποχές παραδοσιακές, πρόδρομος του ελληνικού αντι-μυθιστορήματος, ελεύθερος μύστης της γλώσσας με καθαρά προσωπική αισθητική, ο Σκαρίμπας ανέσυρε από το κατακάθι της τύπους που ανέδειξε σε ποιητικούς. 

Αντισυμβατικός και οξύς αμφισβητητής κάθε κατεστημένου, τα βάζει με τους "κυρίους" που δέχονται επισκέψεις στη γιορτή τους, τους συζύγους, τα γενέθλια, τα σουαρέ, τις βραδιές μπριτζ, την τιμή και την υπόληψη των αστών, τις ζωούλες τους, που θυμίζουν ρόδα που γυρνά μονότονα. 

Η ειρωνική διάθεση και η σουβλερή ματιά με την οποία αντιμετωπίζει τους ανθρώπους γίνονται λυρισμός και καλοσύνη όταν αφουγράζεται τη φύση γύρω του. Είναι καλός και κακός, άνθρωπος και "απάνθρωπος", ελεύθερος και αναγκασμένος να σπάει διαρκώς δεσμά, αγγελικός μα και δαιμόνιος. Είναι το Θείο Τραγί. 

Εμείς καλλιεργούμε μόνο από έρωτα προς την ελευθερία το ψέμα -ένα ψέμα όλο ποίηση, μιαν αναποδιά όλην οίστρο- ενώ αυτοί είναι αυτόδουλοί του και σκλάβοι του. Η συμφωνία τους είναι ν' αλληλοκλέβουνται έντιμα, ενώ η κλεψιά είναι άτιμη. Είν' η συνθήκη τους τίμια με σήμα κατατεθέν της το ψέμα. Τι μπρίο! Τι μπρίο! Πώς διάλολο συσχετίζουν τα άσχετα; Πώς μπρε μάτια μ' συμβιβάζουν τα άκρα; Είναι όλοι τους "τίμιοι" κατά τον πιο άτιμο τρόπο!... Πού να τους παραβγούμε εμείς οι κακόμοιροι σ' αυτή τους την ανομία τη νόμιμη, σ' αυτή την πεπειραμένη αρετή τους. Είναι πολύ πεζεβένηδες.
Να, γι' αυτό γκιζιρνάμε. Μήτε σπείρουμε, μήτε θερίζουμε γιατί για μας είναι τα χούματα μπρούτζινα και νικέλινη η γη μας. Τα Έθνη, οι πολιτείες, οι τόποι, δεν έχουνε σύνορα στον δικό μας το χάρτη και τα δυο ημισφαίρια μας πέφτουνε λίγα. Η ζωή μας δεν ανέχεται όρια. Εμείς ένα σύνορο ξέρουμε: των σολών μας το πάτι. Είμαστε μεις πολίτες του απείρου, κ' έχουμε κ' εμείς μια σφραγίδα: τον πάτο μας. Μ' αυτήν σφραγίζουμε μεις τα πιστοποιητικά της τιμής των [3]
Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί



[1] Παπαδημητρακόπουλος Η., 1997, "Γιάννης Σκαρίμπας", Η μεσοπολεμική πεζογραφία μας. Από τον Πρώτο ως τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, Αθήνα, Σοκόλης, Τόμος Η' . 
[2] ό.π.
[3]  Γιάννη Σκαρίμπα, Το Θείο Τραγί, Νεφέλη, Αθήνα 1993

Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κλασικά εικονογραφημένα - Georges Wolinski

Χιούμορ χωρίς αυταπάτες...

 







 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αγάπη για τους άντρες, αγάπη για την πολιτική...

 

 


 

Η ζωή ξεκινά μετά τα εξήντα...

 



Θάνατος

Παράδεισος

 

Πέμπτη 22 Ιανουαρίου 2015

Το βιβλίο των φανταστικών συγγραφέων



Ο Κάρελ Τσάπεκ, σε θεατρικό του έργο, φαντάστηκε πρώτος το ρομπότ. Ο Μπόρχες, στο "Βιβλίο των φανταστικών όντων", περίπου εκατό φανταστικά όντα. Ο Μπολάνιο, στο βιβλίο του "Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική", δεκάδες λογοτέχνες της Αμερικής που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο υπηρέτησαν τον ναζισμό, φλέρταραν με τα ολοκληρωτικά καθεστώτα ή γοητεύτηκαν από αυτά. 

Κινούμενοι ήρωες, πρόδρομοι και αντιδιαφωτιστές, καταραμένοι ποιητές, μορφωμένες και ταξιδεμένες "λογοτέχνιδες", φαντασιόπληκτοι, μάγοι, μισθοφόροι, απλώς ελεεινοί, ποιητές της Βόρειας Αμερικής και η αδελφότητα των Αρίων είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που τους αποδίδονται, τους ομαδοποιούν σε κατηγορίες και συνάμα αποτελούν τους τίτλους των κεφαλαίων του βιβλίου.

Για τον κάθε λογοτέχνη παρατίθεται το έτος και ο τόπος γέννησης και θανάτου του, βιογραφικά του στοιχεία και αναλυτική παρουσίαση του έργου του. Από τα πρωτόλεια ποιήματα μέχρι τις απόπειρες του γήρατος για τη συγγραφή έπους. Χρονολογίες έκδοσης, υποθέσεις, αντιδράσεις από τους κριτικούς.

Τα πρώτα της ποιήματα, όπως είναι λογικό να υποθέσουμε, μιλούν για θυγατρικά συναισθήματα, για θρησκευτικές σκέψεις και για κήπους. Ερωτοτρόπησε λίγο με την ιδέα να γίνει μοναχή. Έμαθε να ιππεύει άλογο.

Αυτό είναι το ξεκίνημα της Εδελμίρα Τόμσον δε Μεντιλούσε, που ξεκινά με την ποιητική συλλογή "Στον Μπαμπά" και συνεχίζει την καλλιτεχνική της πορεία με μια αυτοβιογραφία, ένα παιδικό βιβλιαράκι, τις εντυπώσεις της από την Ευρώπη, για να καταλήξει, όπως κάθε συγγραφέας που σέβεται τον εαυτό του, στη φιλοσοφία. Η κριτική την χαρακτηρίζει απλά ως ψώνιο. Παρηγορεί τον εαυτό της με διαφόρων ειδών φιλανθρωπίες. Παραμένει συμπονετική.

Πρώτο κοινό χαρακτηριστικό των λογοτεχνών που "ανθολογούνται" είναι το γεγονός πως είναι και δεν είναι λογοτέχνες. Επιθυμούν διακαώς να ενταχθούν σε λογοτεχνικούς κύκλους, η κριτική όμως τους αγνοεί, τους περιφρονεί, τους περιθωριοποιεί, δεν τους αποδέχεται. Το έργο τους απευθύνεται στους ναζιστές και τους δυσαρεστημένους, τους αλκοολικούς και τους περιθωριοποιημένους -σεξουαλικώς και οικονομικώς- ενώ η κοινωνία των γραμμάτων, τρομαγμένη, προσπαθεί να τους συντρίψει.

Δεύτερο χαρακτηριστικό τους είναι πως, παρά τις σχέσεις που ο καθένας τους διατήρησε με διαφόρων ειδών δικτατορίες, είναι άνθρωποι πολιτικά ανερμάτιστοι. Φλερτάρουν με τους περονιστές, φλερτάρουν και με τους στρατιωτικούς. Εθνικιστές που εντάσσονται ως εθελοντές στον στρατό του Φράνκο, αλλά κρύβουν τις πολιτικές τους απόψεις ή απλά δεν έχουν. Ποδοσφαιριστές, φουτουριστές, χριστιανές που ερωτεύονται κομμουνίστριες με ακτιβιστικές τάσεις.  Άλλοι που αφοσιώνονται στην αγαμία και την αγάπη τους για τον Βάγκνερ. Όλοι μαζί συνθέτουν το πορτρέτο του τέλειου εθνικιστή:

Ανάμεσα στις νεανικές του προτάσεις ήταν και η επαναφορά της Ιεράς Εξέτασης, οι δημόσιες σωματικές τιμωρίες, ο διαρκής πόλεμος είτε κατά των Χιλιανών, είτε κατά της Παραγουάης, είτε κατά της Βολιβίας, ως ένας είδος εθνικής γυμναστικής, επίσης η ανδρική πολυγαμία, η φυσική εξολόθρευση των ιθαγενών για να μην υπάρξει επιμόλυνση της αργεντίνικης ράτσας, ο περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών εβραϊκής καταγωγής, η μαζική εισροή μεταναστών από σκανδιναβικές χώρες...

Ποιος εθνικιστής δε θα επιθυμούσε να γεμίσει η χώρα του σκανδιναβούς, ώστε σταδιακά να επέλθει και η λεύκανση της επιδερμίδας των συμπατριωτών του, η οποία σίγουρα έχει σκουρύνει από χυδαίες επιμειξίες αιώνων;

Η ειρωνεία του Μπολάνιο φτάνει στα άκρα, αν και παραμένει διακριτική. Ο αφηγητής δεν τοποθετείται απέναντι στα πρόσωπα και τις επιλογές τους, απλά σταχυολογεί και παραθέτει στοιχεία από τον βίο και το έργο τους. Οι ευφάνταστες πλην όμως "αστείες" υποθέσεις των έργων ανταποκρίνονται απόλυτα στο ναζιστικό εικαστικό ιδεώδες, και θυμίζουν τη γελοιότητα το κινηματογράφου των "λευκών τηλεφώνων" που άνθισε στην Ιταλία του Μουσολίνι. 

Εξάλλου, ο αετός που επιλέχθηκε για το εξώφυλλο της ελληνικής έκδοσης θυμίζει στον αναγνώστη το αντιπαθητικό πουλί του γνωστού μας πραξικοπήματος.
 


Ρομπέρτο Μπολάνιο, Η ναζιστική λογοτεχνία στην Αμερική (μτφρ. Κρίτων Ηλιόπουλος), ΑΓΡΑ, Αθήνα 2014

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Κλασικά εικονογραφημένα - Η περίπτωση Kay Nielsen




Η "Φαντασία" του Ντίσνεϊ, από τα τρομακτικότερα παιδικά έργα, πρωτοκυκλοφόρησε το 1939. Περίπου πενήντα χρόνια αργότερα, στα τέλη της δεκαετίας του '80, μοιράστηκε μια νέα κόπια και οι άδειοι, λόγω βιντεοκασέτας, κινηματογράφοι της Αθήνας γέμισαν παιδιά.

Μισή μέρα και μισή νύχτα, μισή στους χρωματισμούς του μπλε και μισή στα πορτοκαλί, η "Φαντασία" έμεινε σίγουρα αλησμόνητη. Μια σκούπα που χόρευε, το Ave Maria  του Σούμπερτ, και μαγικές εικόνες που διαδέχονταν η μία την άλλη, πολλές φιλοτεχνημένες από τον Δανό εικονογράφο Kay Nielsen. H "Φαντασία" ήταν η μοναδική εργασία του Νielsen στο κινούμενο σχέδιο. Είχε εικονογραφήσει παραμύθια των αδερφών Γκριμ και του Άντερσεν, αλλά τον καθιέρωσε η εικονογράφηση ενός τόμου με μύθους και παραμύθια των σκανδιναβικών λαών, με τίτλο "East of the sun and west of the moon. Old tales from the North". Το βιβλίο κυκλοφόρησε το 1914 στης Ηνωμένες Πολιτείες και έκανε γνωστό τον Σκανδιναβό εικονογράφο. 



























Μακρόστενα σώματα, ανέκφραστα πρόσωπα, παγωμένα τοπία, πολικές αρκούδες που κουβαλάνε στη ράχη τους ξωτικά, φιγούρες που πλέκουν το σώμα τους σε αστέρια και κλαδιά δέντρων...























...γυμνά δέντρα που λυγίζουν στον άνεμο, δράκοι και μάγοι, κοιμισμένα τρολ, κομμένα κεφάλια βασιλιάδων, μαύρα ποτάμια...


... σώματα ψηλόλιγνα, με μακριά άκρα, πρόσωπα χωρίς χαρακτηριστικά, όλα υπάρχουν στο σκανδιναβικό παραμύθι.

 

Αυτός ο εικονογράφος, που αποτύπωσε τόσο πιστά το πολικό κλίμα και τη διάφανη φρεσκάδα του παγωμένου τοπίου, γέμισε την παλέτα του με γήινα χρώματα και απεικόνισε στο χαρτί τη θέρμη της αραβικής νύχτας. Στις δημιουργίες του παντρεύονται ο πάγος του Βορρά με τις φλόγες της Ανατολής:




 

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Πραγματεία στην απιστία



Τι είναι επιτέλους αυτό το φριχτό, αυτό το θλιβερό πράγμα που κουβαλάμε όλοι μέσα μας; 
 
Ο Γιοσούκε Μισούγκι δεν έχει καμιά σχέση με την ποίηση. Για την ακρίβεια, ποτέ στη ζωή του δεν εκτιμούσε την υποτιθέμενη οξυδέρκεια των ποιητών. Είναι άνθρωπος που αγαπά το κυνήγι. Μια μέρα, βρίσκει στο περιοδικό "Ο σύντροφος του κυνηγιού" ένα ποίημα που αναφέρεται σ' εκείνον. Απευθύνεται στον άνθρωπο που το έγραψε. Εκτός από το δικό του γράμμα, του στέλνει άλλα τρία που τον αφορούν. Το πρώτο, το γράμμα της Σόκο, το έγραψε η κόρη της ερωμένης του. Το δεύτερο, το γράμμα της Μιντόρι, το έγραψε η σύζυγός του, και το τρίτο, το γράμμα της Σάικο, το έγραψε η ερωμένη του και ξαδέρφη της γυναίκας του.

Τα τρία γράμματα καθιστούν το "Κυνηγετικό όπλο" του Γιασούσι Ινόουε ένα ενδιαφέρον επιστολικό μυθιστόρημα, που δεν αποτελεί παρά μια ενδελεχή πραγματεία στο φαινόμενο της μοιχείας, ιδωμένο από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Η Σόκο είναι το μεγαλύτερο θύμα του παράνομου έρωτα, είναι εκείνη που θα πληγωθεί περισσότερο από το ερωτικό τρίγωνο, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν η μητέρα της. Πέρα από την αποκαθήλωση της καθαγιασμένης μορφής της μάνας, θα θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την άποψη που είχε για τον έρωτα, καθώς τα πάντα γύρω παίρνουν το χρώμα της θλίψης. 

Μέχρι τώρα πίστευα πως η αγάπη μοιάζει με τον ήλιο που, ευλογημένος αιώνια από το Θεό και τους ανθρώπους, λάμπει περίτρανα! Πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει με τον καιρό όπως το διάφανο ρέμα που αστράφτει σ' όλη του την ομορφιά στο φως του ήλιου, ενώ ο αέρας φουσκώνει και ξεδιπλώνει τα νερά του, πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει, σαν το διάφανο ποτάμι με τις δυο όχθες του που, σκεπασμένες με χώμα, λουλούδια, δέντρα, το αγκαλιάζουν προστατευτικά. Πώς μπορούσα να φανταστώ μια αγάπη που δεν φωτίζει ο ήλιος, που χύνεται με ορμή από παντού κι όμως δεν πάει πουθενά, μένει μόνο βαθιά θαμμένη σαν καταχθόνιο ποτάμι; 

Η Σόκο θυμάται τη μητέρα της να αγαπά παράφορα, άλλοτε να εκστασιάζεται, άλλοτε να προσεύχεται, άλλοτε να υποφέρει και άλλοτε να επιζητά το θάνατο. Μόνο εκεί θα λυτρωνόταν από την ανήλιαγη αγάπη που την έκανε να μοιάζει στα μάτια της κόρης της με ξερό φύλλο εγκλωβισμένο σε γυάλινο πρες παπιέ. 

Η Μιντόρι είναι η σύζυγος. Το πρόσωπο για το οποίο όλοι πιστεύουν πως δεν γνωρίζει τίποτα, κι όμως γνωρίζει τα πάντα. Η απατημένη γυναίκα που όλη της η ζωή επισφραγίζεται από την επίπονη προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της και να συμφιλιωθεί με την εξαπάτηση. 

Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να κατανοήσει αν την ταλανίζει περισσότερο η παράνομη σχέση του συζύγου της ή το δίλημμα αν θα έπρεπε ή όχι να αποκαλύψει ότι την γνωρίζει. Στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής της επέλεξε να προσποιηθεί την άγνοια, καταδικάζοντας τη νιότη της στην απελπισία.

Την ύπαρξή μας τη χτίσαμε αποκλειστικά και μόνο με τα μυστικά μας.

Η Μιντόρι θα επιλέξει την εκδίκηση, λίγο πριν από το τέλος, και θα οδηγήσει την άρρωστη αντίζηλό της στο θάνατο.  

Το έγκλημα μιας γυναίκας που κλέβει τον άντρα μιας άλλης γυναίκας, η ταπείνωση της εικοσάχρονης κοπέλας που μόλις έχει παντρευτεί, αυτά τα δύο πράγματα δεν γίνεται να μη ζητήσουν εκδίκηση μια μέρα.

Το τρίτο και τελευταίο είναι το γράμμα της Σάικο, της ερωμένης, της γυναίκας που έχει αποφασίσει να βιώσει τον έρωτα ως τυραννία, που έχει επιλέξει να αμαρτήσει, να ζήσει εξαπατώντας τον κόσμο στο όνομα της  ευτυχίας.

Σήμερα, όσο είχε ακόμη φως, διάβασα στα γρήγορα το ημερολόγιό μου, και συνειδητοποίησα πόσο συχνά ανέφερα μέσα τις λέξεις "θάνατος", "αμαρτία" και "έρωτας". Αυτές οι λέξεις μού υπενθύμιζαν ότι ο δρόμος που είχα διαλέξει μαζί σου δεν ήταν καθόλου εύκολος. Όμως το βάρος του ημερολογίου μου, όταν το έβαζα πάνω στα χέρια μου για να το ζυγίσω, δεν ήταν καθόλου μικρότερο απ' την ίδια μου την ευτυχία. 

Η αφήγηση της Σάικο τελειώνει με μια ανάμνησή της από το σχολείο. Στην τρίτη τάξη, στο μάθημα των αγγλικών, τους έδωσαν μια άσκηση πάνω στην ενεργητική και την παθητική φωνή των ρημάτων. Χτυπώ, χτυπιέμαι, ξεχνώ, ξεχνιέμαι, κοιτώ, κοιτιέμαι. Μεταξύ άλλων, ξεχώριζε και το ζεύγος αγαπώ, αγαπιέμαι. Μια μαθήτρια άρχισε να κυκλοφορεί στην τάξη ένα χαρτί και οι υπόλοιπες κύκλωναν το ρήμα που προτιμούσαν, απατώντας την ερώτηση "Θέλεις να αγαπήσεις; Θέλεις ν' αγαπηθείς;". Όλες οι μαθήτριες κύκλωσαν το "θέλεις να αγαπηθείς". Μόνο μία άρπαξε το χαρτί και σχημάτισε δυνατά με το μολύβι της έναν κύκλο γύρω από το "θέλεις να αγαπήσεις". Το πιο άχρωμο κορίτσι της τάξης, το πιο αδιάφορο, το πιο συνεσταλμένο, δεν ενδιαφερόταν για το αν θα αγαπηθεί, αλλά ήθελε να αγαπήσει. Η Σάικο αναρωτιέται, όταν δυο γυναίκες γνωρίζουν το θάνατο, σε ποια θα χαρίσει ο Θεός την ανάπαυση; Σε εκείνη που γεύτηκε την ευτυχία επειδή αγαπήθηκε ή σε εκείνη που αγάπησε, κι ας έζησε δυστυχισμένη; 

Πιστεύει πως τιμωρήθηκε γιατί "δεν αρκέστηκε στη χαρά του να αγαπά κανείς, αλλά προσπάθησε ν΄αρπάξει την ευτυχία που νιώθουμε όταν μας αγαπούν". 

Πιστό στην προσφιλή για την ιαπωνική λογοτεχνία φόρμα της νουβέλας, το βιβλίο του Ινόουε πυκνώνει σε ελάχιστες σελίδες βαθιά νοήματα που αφορούν πρωτίστως τη γυναικεία ψυχολογία. Όπως στα ιδεογράμματα, μια βαθιά ιδέα αποτυπώνεται σε ένα ευσύνοπτο σύμβολο. 

Γιασούσι Ινόουε, Το κυνηγετικό όπλο (μτφρ. Δανάη Μιτσοτάκη), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.


Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2014

Κλασικά εικονογραφημένα - "Τα κόκκινα παπούτσια"






Μια νύχτα έφτασε στο έρημο νεκροταφείο της εκκλησίας, όπου οι νεκροί δεν χόρευαν -αναπαύονταν. Ούτ΄εκεί μπόρεσε να σταματήσει. Χορεύοντας μπήκε από την ανοιχτή πόρτα στην εκκλησία. Κι εκεί είδε τον Άγγελο, με κατάλευκο ένδυμα και με φτερούγες τεράστιες, από τους ώμους του έως το πάτωμα. Η φυσιογνωμία του ήταν αυστηρή και σοβαρή και στο χέρι του κρατούσε αστραφτερή ρομφαία.

"Θα χορεύεις συνέχειa" της είπε. "Θα χορεύεις με τα κόκκινα παπούτσια σου μέχρι να γίνεις κάτωχρη και το δέρμα σου να ζαρώσει και να μοιάζεις με σκελετό! Θα χορεύεις από πόρτα σε πόρτα, και όπου μένουνε κακά κι ατίθασα παιδιά, θα χτυπάς για να σ' ακούνε και να φοβούνται. Θα χορεύεις συνέχεια..." 

*** 

Χόρευε ακατάπαυστα, δεν μπορούσε να σταματήσει. Νύχτωσε και τα παπούτσια την οδηγούσανε συνέχεια μέσα σε βάτα και αγκαθότοπους, τα πόδια της σχιζόντουσαν κι αιμορραγούσαν.
























Κάτι έλαμψε ανάμεσα στα δέντρα. Η μικρή στην αρχή σκέφτηκε πως ήτανε το φεγγάρι, που ξεπρόβαλε κατακόκκινο μέσ' από τη νυχτερινή αχλύ. Αλλά ήταν ο γερο-στρατιώτης με την κοκκινωπή γενειάδα, που καθότανε σε μια πέτρα και επαναλάμβανε: "Κοίτα τι ωραία παπούτσια χορού!"

 *** 

Έφτασε κάποτε σ' ένα ξέφωτο, χέρσο, μ' ένα μοναδικό σπιτάκι. Ήξερε πως εκεί έμενε ο δήμιος, γι' αυτό του χτύπησε με τα δάχτυλά της τα παραθυρόφυλλα, φωνάζοντας: "Βγες έξω! Βγες έξω! Εγώ δεν μπορώ να μπω μέσα γιατί χορεύω!"

***

 "Μη μου κόψεις το κεφάλι! Κόψε μου μόνο τα πόδια με τα κόκκινα παπούτσια! " [...] Και ο δήμιος της έκοψε τα πόδια που φορούσανε τα κόκκινα παπούτσια. Μα και τότε ακόμα τα παπούτσια χόρευαν και παρασύρανε τα κομψά πόδια στα χωράφια κι ύστερα σε πυκνά δάση...

***
Αποσπάσματα από το παραμύθι του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Τα κόκκινα παπούτσια.

Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και παραμύθια, Ωκεανίδα, Αθήνα 2000



Στην εικονογράφηση έργα των: Kay Nielsen (1931;), Charles Robinson (1920;), Helen Stratton (1899), Honor Appleton (1932),  Helen Stratton (1899).

Κυριακή 21 Δεκεμβρίου 2014

"Τα κόκκινα παπούτσια"



O Ερρίκος Μπελιές επισημαίνει εύστοχα πως τα παραμύθια του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν είναι από εκείνα τα λογοτεχνήματα που η κριτική παρεξήγησε και κακώς τοποθέτησε στα «παιδικά». Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων του Κάρολ, τη Χριστουγεννιάτικη ιστορία του Ντίκενς και πολλά άλλα.

Στην πραγματικότητα οι ιστορίες και τα παραμύθια του Άντερσεν αποτελούν αφηγήματα από τα οποία μπορεί κανείς να κατανοήσει το κοινωνικό, πολιτικό και κυρίως θρησκευτικό πλαίσιο της Ευρώπης του 19ου αιώνα, μιας εποχής παρακμής των ευγενών, κυριαρχίας της αστικής τάξης, αλλά και έντονης θρησκοληψίας. Όπως ο Αίσωπος αναδεικνύει την τιμωρία των ηρώων του, όπως ο Περώ εισάγει τη Νέμεση με τη μορφή τεράτων, έτσι ακριβώς και ο Άντερσεν καταδεικνύει το αμείλικτο της προτεσταντικής ενοχής[1].

Σε κανένα παραμύθι δε γίνεται αυτό τόσο εμφανές όσο στα «Κόκκινα παπούτσια». Το μικρό κορίτσι που τολμά να πάει στην εκκλησία με κόκκινα παπούτσια, και μάλιστα χορού, καταλήγει με πληγωμένα δάχτυλα, και χτυπά η ίδια την πόρτα του δήμιου, παρακαλώντας τον να της  κόψει τα πόδια.

Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα κοριτσάκι πολύ όμορφο και ντελικάτο, αλλά τόσο φτωχό που το καλοκαίρι κυκλοφορούσε ξυπόλυτο, ενώ το χειμώνα φορούσε ξυλοπάπουτσα και τα ποδαράκια του κοκκίνιζαν και πρηζόντουσαν.

Το κορίτσι το υιοθετεί μια γριά κυρία και, όταν έρχεται η ώρα για το μυστήριο  του χρίσματος, πηγαίνουν να της διαλέξει παπούτσια. Η Κάρεν, διαλέγει ένα ζευγάρι κόκκινα λουστρίνια, ίδια με παπούτσια χορού, αλλά δεν το αποκαλύπτει στη γριά κυρία, που δεν βλέπει καλά και ποτέ δε θα της επέτρεπε να μπει στην εκκλησία φορώντας κόκκινα παπούτσια. Είναι το πρώτο της ψέμα.

Την επόμενη Κυριακή η Κάρεν θα πήγαινε στην εκκλησία να κοινωνήσει. Κοίταξε πρώτα τα κόκκινα παπούτσια της, μετά τα μαύρα, μετά πάλι τα κόκκινα –που τ’ άρπαξε και τα φόρεσε.

Λέει ψέματα για δεύτερη φορά. Μπαίνει στην εκκλησία όλων τα μάτια έπεσαν στα κόκκινα παπούτσια της Κάρεν. Ως και τ’ αγάλματα την κοίταζαν. Και όταν η Κάρεν γονάτισε για να κοινωνήσει, μπροστά της έβλεπε μόνο τα παπούτσια της. Τόσο πολύ τα κοιτά, που ξεχνά να κάνει την προσευχή της.  

Καθώς βγαίνει από την εκκλησία, ένας γέρος στρατιώτης παινεύει τα παπούτσια της και η Κάρεν δοκιμάζει να κάνει μερικά χορευτικά βήματα. Και δεν μπορεί να σταματήσει να χορεύει. Φτάνει στο σπίτι της και μόνο όταν της βγάζουν τα παπούτσια τα πόδια της σταματούν.

Η γριά κυρία είναι ετοιμοθάνατη και η Κάρεν μαθαίνει για μια μεγάλη χοροεσπερίδα που θα γίνει στην πόλη. Την παρατά στο νεκροκρέβατο και φορά τα κόκκινα παπούτσια για τρίτη φορά.

Κι όταν προσπάθησε να πάει στο βάθος της αίθουσας, τα παπούτσια την πήγανε προς την έξοδο, την κατέβασαν τα σκαλιά, την πέρασαν από τους κεντρικούς δρόμους και την έβγαλαν από την πύλη της πόλης. Χόρευε, χόρευε η Κάρεν, τα πόδια της δεν σταματούσανε. Χόρευε μέχρι που μπήκε στο σκοτεινό δάσος.

Και ο γέρος στρατιώτης την βρίσκει παντού και επαναλαμβάνει «Τι ωραία παπούτσια χορού!» Η Κάρεν προσπαθεί να βγάλει τα παπούτσια, αλλά είναι αδύνατον, σκίζει τις κάλτσες της, αλλά έχουν γίνει ένα με τα πόδια της. Πηγαίνει στην εκκλησία, ο άγγελος την καταριέται, να χορεύει μέχρι να γίνει κάτωχρη, να ζαρώσει, να μοιάζει με σκελετό, να λιώσουν τα πόδια της. Τα πόδια την οδηγούν σε βάτα, σε αγκαθότοπους, την εξορίζουν από το γένος των ανθρώπων, βρίσκεται σε πυκνά τρομακτικά δάση και απόμερα χωράφια που την τρομάζουν, ώσπου ζητά έλεος στο σπίτι του δήμιου, που αντί να της κόψει το κεφάλι, της κόβει τα πόδια.

Έτσι, ένα μικρό κορίτσι τιμωρείται για τη φιλαρέσκειά του, για την ανυπακοή της στη γυναίκα που τη μεγάλωσε, για την ασέβεια στο γονιό και το Θεό, για την προσευχή που δεν έκανε, για το ψέμα που είπε. Η αμαρτία της επαναλαμβάνεται τρεις φορές και εξαλείφεται με τη μετάνοια και την αναζήτηση της λύτρωσης στην τιμωρία.

Αυτός είναι ο κόσμος του Άντερσεν,  που η εποχή της απομυθοποίησης του ονείρου ονόμασε «παιδικό». Και είναι αρκετά μακριά από τον κόσμο του λαϊκού παραμυθιού, που με έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο, είναι επίσης σκληρός κι αποτρόπαιος.


Στην ευτυχή για τον αγγλικό κινηματογράφο δεκαετία του ’40, ο σκηνοθέτης Μάικλ Πάουελ, σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Έμερικ Πρεσμπέργκερ, θα εμπνευστούν τα δικά τους «Κόκκινα παπούτσια». Παρά το θρησκευτικό απολυταρχισμό της Βρετανίας (που κρατούσε κλειστά τα σινεμά τις Κυριακές, καθ’ όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου) ο Άγγλος σκηνοθέτης παρακάμπτει το μοτίβο αμαρτία-δοκιμασία-μετάνοια-λύτρωση και δημιουργεί ένα υπέροχο δράμα για τους εραστές του χορού. Οι κινηματογραφημένες σκηνές μπαλέτου είναι μοναδικά ποιητικές, τα τοπία της φύσης εναλλάσσονται όσο η μπαλαρίνα με τα κόκκινα παπούτσια χορεύει, ο χορός της μοιάζει ένα ταξίδι σε όσα τοπία μπορεί να πλάσει η φαντασία. 

Στην πραγματικότητα, όμως,  η ταινία «αφηγείται τον συναισθηματικό διχασμό μιας μπαλαρίνας ανάμεσα στο χορό (που εκπροσωπεί το υπερβατικό πνεύμα) και τον έρωτα»[2]. Στο συναισθηματικό της δίλημμα η μπαλαρίνα αδυνατεί να απαντήσει γιατί πολύ απλά αδυνατεί να σταματήσει να χορεύει.  Ο κοκκινομάλλης «μάγος» που τις πουλά τις κόκκινες πουέντ θυμίζει έντονα το παραμύθι του Άντερσεν και παραπέμπει σ’ εκείνον τον γέρο στρατιώτη που διαρκώς επαναλαμβάνει «Τι όμορφα παπούτσια χορού!».

Η χορεύτρια χορεύει, χορεύει και τα παπούτσια της μοιάζουν όλο και πιο κόκκινα. Ομορφαίνουν σε κάθε της βήμα ή στάζουν αίμα τα πόδια της;



[1] Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, Ιστορίες και παραμύθια,  Ωκεανίδα, Αθήνα 2000
[2] Στάθης Βαλούκος, Ιστορία του κινηματογράφου, Εκδόσεις Αιγόκερως, Αθήνα 2003