Τι είναι επιτέλους αυτό το φριχτό, αυτό το θλιβερό πράγμα που κουβαλάμε όλοι μέσα μας;
Ο Γιοσούκε Μισούγκι δεν έχει καμιά σχέση με την ποίηση. Για την ακρίβεια, ποτέ στη ζωή του δεν εκτιμούσε την υποτιθέμενη οξυδέρκεια των ποιητών. Είναι άνθρωπος που αγαπά το κυνήγι. Μια μέρα, βρίσκει στο περιοδικό "Ο σύντροφος του κυνηγιού" ένα ποίημα που αναφέρεται σ' εκείνον. Απευθύνεται στον άνθρωπο που το έγραψε. Εκτός από το δικό του γράμμα, του στέλνει άλλα τρία που τον αφορούν. Το πρώτο, το γράμμα της Σόκο, το έγραψε η κόρη της ερωμένης του. Το δεύτερο, το γράμμα της Μιντόρι, το έγραψε η σύζυγός του, και το τρίτο, το γράμμα της Σάικο, το έγραψε η ερωμένη του και ξαδέρφη της γυναίκας του.
Τα τρία γράμματα καθιστούν το "Κυνηγετικό όπλο" του Γιασούσι Ινόουε ένα ενδιαφέρον επιστολικό μυθιστόρημα, που δεν αποτελεί παρά μια ενδελεχή πραγματεία στο φαινόμενο της μοιχείας, ιδωμένο από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες.
Η Σόκο είναι το μεγαλύτερο θύμα του παράνομου έρωτα, είναι εκείνη που θα πληγωθεί περισσότερο από το ερωτικό τρίγωνο, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν η μητέρα της. Πέρα από την αποκαθήλωση της καθαγιασμένης μορφής της μάνας, θα θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την άποψη που είχε για τον έρωτα, καθώς τα πάντα γύρω παίρνουν το χρώμα της θλίψης.
Μέχρι τώρα πίστευα πως η αγάπη μοιάζει με τον ήλιο που, ευλογημένος αιώνια από το Θεό και τους ανθρώπους, λάμπει περίτρανα! Πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει με τον καιρό όπως το διάφανο ρέμα που αστράφτει σ' όλη του την ομορφιά στο φως του ήλιου, ενώ ο αέρας φουσκώνει και ξεδιπλώνει τα νερά του, πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει, σαν το διάφανο ποτάμι με τις δυο όχθες του που, σκεπασμένες με χώμα, λουλούδια, δέντρα, το αγκαλιάζουν προστατευτικά. Πώς μπορούσα να φανταστώ μια αγάπη που δεν φωτίζει ο ήλιος, που χύνεται με ορμή από παντού κι όμως δεν πάει πουθενά, μένει μόνο βαθιά θαμμένη σαν καταχθόνιο ποτάμι;
Η Σόκο θυμάται τη μητέρα της να αγαπά παράφορα, άλλοτε να εκστασιάζεται, άλλοτε να προσεύχεται, άλλοτε να υποφέρει και άλλοτε να επιζητά το θάνατο. Μόνο εκεί θα λυτρωνόταν από την ανήλιαγη αγάπη που την έκανε να μοιάζει στα μάτια της κόρης της με ξερό φύλλο εγκλωβισμένο σε γυάλινο πρες παπιέ.
Η Μιντόρι είναι η σύζυγος. Το πρόσωπο για το οποίο όλοι πιστεύουν πως δεν γνωρίζει τίποτα, κι όμως γνωρίζει τα πάντα. Η απατημένη γυναίκα που όλη της η ζωή επισφραγίζεται από την επίπονη προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της και να συμφιλιωθεί με την εξαπάτηση.
Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να κατανοήσει αν την ταλανίζει περισσότερο η παράνομη σχέση του συζύγου της ή το δίλημμα αν θα έπρεπε ή όχι να αποκαλύψει ότι την γνωρίζει. Στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής της επέλεξε να προσποιηθεί την άγνοια, καταδικάζοντας τη νιότη της στην απελπισία.
Την ύπαρξή μας τη χτίσαμε αποκλειστικά και μόνο με τα μυστικά μας.
Η Μιντόρι θα επιλέξει την εκδίκηση, λίγο πριν από το τέλος, και θα οδηγήσει την άρρωστη αντίζηλό της στο θάνατο.
Το έγκλημα μιας γυναίκας που κλέβει τον άντρα μιας άλλης γυναίκας, η ταπείνωση της εικοσάχρονης κοπέλας που μόλις έχει παντρευτεί, αυτά τα δύο πράγματα δεν γίνεται να μη ζητήσουν εκδίκηση μια μέρα.
Το τρίτο και τελευταίο είναι το γράμμα της Σάικο, της ερωμένης, της γυναίκας που έχει αποφασίσει να βιώσει τον έρωτα ως τυραννία, που έχει επιλέξει να αμαρτήσει, να ζήσει εξαπατώντας τον κόσμο στο όνομα της ευτυχίας.
Σήμερα, όσο είχε ακόμη φως, διάβασα στα γρήγορα το ημερολόγιό μου, και συνειδητοποίησα πόσο συχνά ανέφερα μέσα τις λέξεις "θάνατος", "αμαρτία" και "έρωτας". Αυτές οι λέξεις μού υπενθύμιζαν ότι ο δρόμος που είχα διαλέξει μαζί σου δεν ήταν καθόλου εύκολος. Όμως το βάρος του ημερολογίου μου, όταν το έβαζα πάνω στα χέρια μου για να το ζυγίσω, δεν ήταν καθόλου μικρότερο απ' την ίδια μου την ευτυχία.
Η αφήγηση της Σάικο τελειώνει με μια ανάμνησή της από το σχολείο. Στην τρίτη τάξη, στο μάθημα των αγγλικών, τους έδωσαν μια άσκηση πάνω στην ενεργητική και την παθητική φωνή των ρημάτων. Χτυπώ, χτυπιέμαι, ξεχνώ, ξεχνιέμαι, κοιτώ, κοιτιέμαι. Μεταξύ άλλων, ξεχώριζε και το ζεύγος αγαπώ, αγαπιέμαι. Μια μαθήτρια άρχισε να κυκλοφορεί στην τάξη ένα χαρτί και οι υπόλοιπες κύκλωναν το ρήμα που προτιμούσαν, απατώντας την ερώτηση "Θέλεις να αγαπήσεις; Θέλεις ν' αγαπηθείς;". Όλες οι μαθήτριες κύκλωσαν το "θέλεις να αγαπηθείς". Μόνο μία άρπαξε το χαρτί και σχημάτισε δυνατά με το μολύβι της έναν κύκλο γύρω από το "θέλεις να αγαπήσεις". Το πιο άχρωμο κορίτσι της τάξης, το πιο αδιάφορο, το πιο συνεσταλμένο, δεν ενδιαφερόταν για το αν θα αγαπηθεί, αλλά ήθελε να αγαπήσει. Η Σάικο αναρωτιέται, όταν δυο γυναίκες γνωρίζουν το θάνατο, σε ποια θα χαρίσει ο Θεός την ανάπαυση; Σε εκείνη που γεύτηκε την ευτυχία επειδή αγαπήθηκε ή σε εκείνη που αγάπησε, κι ας έζησε δυστυχισμένη;
Πιστεύει πως τιμωρήθηκε γιατί "δεν αρκέστηκε στη χαρά του να αγαπά κανείς, αλλά προσπάθησε ν΄αρπάξει την ευτυχία που νιώθουμε όταν μας αγαπούν".
Πιστό στην προσφιλή για την ιαπωνική λογοτεχνία φόρμα της νουβέλας, το βιβλίο του Ινόουε πυκνώνει σε ελάχιστες σελίδες βαθιά νοήματα που αφορούν πρωτίστως τη γυναικεία ψυχολογία. Όπως στα ιδεογράμματα, μια βαθιά ιδέα αποτυπώνεται σε ένα ευσύνοπτο σύμβολο.
Γιασούσι Ινόουε, Το κυνηγετικό όπλο (μτφρ. Δανάη Μιτσοτάκη), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου