Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιαπωνική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ιαπωνική Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 22 Αυγούστου 2019

Παπούτσια εισβολείς




Τώρα πια δύσκολα βρίσκει κανείς τόσο καλά παπούτσια. Είναι καλοβαλμένα, χωρίς κοκεταρίες, παπούτσια με γερή βούληση απ' ό,τι βλέπω. Πέρα όμως απ' όλα αυτά, κυρίως είναι παπούτσια που σας πηγαίνουν τέλεια. Θα  'λεγε κανείς πως γεννηθήκατε μ' αυτά πάνω στα πόδια σας. 
Φαίνεται ότι ξέρετε από παπούτσια. 
Ε, κάπως έτσι είναι. Γυαλίζω παπούτσια εδώ και πενήντα χρόνια. Μια ματιά και τα καταλαβαίνω όλα, τι θέλετε, υλικό, τιμή εποχή, κατασκευαστή; Στην ιστορία μου των πενήντα χρόνων στιλβώματος δεν έχω, απ' ό,τι θυμάμαι, συναντήσει τέτοιο είδος. 
Ο γεράκος έκανε κουβάρι το μαντίλι μαζί με το πάνινο πορτοφόλι που ήταν τώρα άδειο και τα έχωσε στην τσέπη του. 
Θα σας δώσω όμως μια συμβουλή. Όσο κι αν σας είναι άνετα, νομίζω πως δεν είναι καλό να τα έχετε στα πόδια σας εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο. 
Και γιατί αυτό;
─ Επειδή, δεσποινίς μου, εφαρμόζουν στα πόδια σας υπερβολικά καλά. Ακόμα κι όταν τα βλέπει κανείς απ' έξω, ως τρίτος, έχουν κάτι το σχεδόν τρομαχτικό. Το στρώσιμό τους είναι τέλειο. Δεν βλέπετε πως τα όρια ανάμεσα στα παπούτσια και το πόδι είναι δυσδιάκριτα; Απόδειξη ότι το παπούτσι έχει αρχίσει να εισβάλλει στο πόδι.
─  Να εισβάλλει;
─ Ναι, έτσι όπως σας το λέω. Σπανιότατα βρίσκει κανείς τόσο φοβερά παπούτσια. Παπούτσια εισβολείς. Μόνον πριν από σαρανταδύο χρόνια μου έτυχε κι εμένα να γυαλίσω μία και μόνη φορά έναν τύπο παπουτσιών ίδιον με αυτά εδώ. Γι' αυτό και τα ξέρω. Δεν θέλω να πω τίποτε κακό, προς Θεού. Απλώς μην τα φοράτε παραπάνω από μία φορά την εβδομάδα. Αν δεν το κάνετε αυτό, δεσποινίς μου, κινδυνεύετε να χάσετε τα πόδια σας. 


***

[1] Yoko Ogawa, Ο παράμεσος (μετάφραση από τα Ιαπωνικά Παναγιώτης Ευαγγελίδης), Άγρα, Αθήνα 2011.
[2] Φωτογραφία: Rufen Afanador

Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Ομορφιά και θλίψη


Στα μυθιστορήματα του Γιασουνάρι Καουαμπάτα υπάρχει πολλή ζωή και πολύς θάνατος. Ίσως επειδή ο Ιάπωνας νομπελίστας έζησε τον θάνατο περισσότερο από κάθε άλλο λογοτέχνη. Μεγάλωσε χωρίς μητέρα, έχασε μικρός τον πατέρα του και ακολούθησαν οι θάνατοι της γιαγιάς του, της αδερφής του και του παππού του. Έμεινε απόλυτα μόνος, χωρίς κανέναν συγγενή ζωντανό, και μπήκε εσωτερικός σε οικοτροφείο στα δεκάξι του. Έζησε τον θάνατο της κόρης του, τον θάνατο της παλιάς Ιαπωνίας, την καταστροφή που προκάλεσε η ατομική βόμβα, την τελετουργική αυτοκτονία του μεγάλου συγγραφέα Γιούκιο Μίσιμα, και κατά πάσα πιθανότητα οδηγήθηκε στην αυτοχειρία και ο ίδιος, αφήνοντας το γκάζι να γεμίσει τον χώρο του γραφείου του. 

Ακόμη κι όταν δεν πρόκειται για ολοκληρωτικό θάνατο, αλλά για μια αλλαγή που δεν σταματά τη ζωή, τότε πάλι ως θάνατος αντιμετωπίζεται. Ως θάνατος αντιμετωπίζονται το τέλος της αθωότητας, ο εξευρωπαϊσμός της ιαπωνικής κοινωνίας, η σίγαση της ερωτικής επιθυμίας, το γήρας, η φθορά, η ασχήμια.

Το τελευταίο  μυθιστόρημα του Καουαμπάτα, "Ομορφιά και θλίψη", είναι μια ώριμη σπουδή στον έρωτα και τη ζήλια. Ο Όκι, ένας μεσήλικας συγγραφέας, αποφασίζει να ταξιδέψει από την Καμάκουρα στο Κιότο για να ακούσει εκεί τις καμπάνες της πρωτοχρονιάς. Στο Κιότο κατοικεί η Οτόκο, ο μεγαλύτερος έρωτας της νιότης του. Το πάθος που αισθάνθηκε ο Όκι "για μια τέτοια γυναίκα", και το βίαιο τέλος της σχέσης τους -που είχε ξεκινήσει είκοσι πέντε χρόνια νωρίτερα, ενώ η Οτόκο ήταν ανήλικη κι εκείνος ήδη παντρεμένος και πατέρας-, μετατρέπουν σε ασήμαντο πρόσχημα τη βαθιά επιθυμία του να ακούσει τις καμπάνες. Ο Όκι αισθάνεται αγωνία, αλλά και τύψεις, που καταδίκασε αυτή τη γυναίκα να στερηθεί το γάμο και τη μητρότητα.

Δεν μπορούσε να διώξει απ΄την ψυχή του την οδύνη στη σκέψη ότι είχε σπείρει τη διάλυση στον κόσμο αυτής της κοπέλας, στερώντας της τη δυνατότητα να γίνει σύζυγος και μητέρα. [...] Στις αναμνήσεις του Όκι η Οτόκο παρέμενε η πιο παθιασμένη γυναίκα που είχε γνωρίσει ποτέ του. Αλλά και η τόση αμεσότητα της ανάμνησης της Οτόκο ακόμα και σήμερα δεν ήταν σημάδι ότι στην πραγματικότητα δεν είχαν χωρίσει ποτέ τους; Μολονότι ο Όκι είχε γεννηθεί στο Τόκιο, τα φώτα της νύχτας που έπεφτε στο Κιότο συνδαύλιζαν μέσα του μια αίσθηση καταγωγής. 

Η Οτόκο θα δεχτεί να δει τον άντρα που λεηλάτησε τη νιότη της. Αλλά δεν θα τον δει μόνη. Θα τη συνοδέψουν σ΄εκείνο το πρωτοχρονιάτικο δείπνο δύο γκέισες και η Κέικο, μαθήτριά της στη ζωγραφική, με την οποία συζεί. Εκείνο το πρωτοχρονιάτικο βράδυ, τέμνονται για πρώτη φορά οι πλευρές ενός ιδιότυπου ερωτικού τριγώνου, οι κορυφές του οποίου θα κατασπαράξουν σαν λεπίδες την οικογένεια του Όκι. Η αγάπη της Οτόκο για τον Όκι θα γεμίσει ζήλια την ερωτευμένη Κέικο, που θα θελήσει να πάρει εκδίκηση από την οικογένεια του άντρα για όλα όσα έμειναν ανεξίτηλα στην ψυχή της δασκάλας της

Η Κέικο πήρε το χέρι της Οτόκο, έβαλε στο στόμα της το μικρό της δάχτυλο, το δάγκωσε και την κοίταξε με πλάγιο βλέμμα. Ύστερα μουρμούρισε: [...]  
"Οτόκο, σας είμαι αφιερωμένη και ζω μόνο για σας" [...] 
"Η ιδέα ότι θα μπορούσα πολύ εύκολα να στραγγαλίσω τον Όκι Τοσίο στον μακάριο ύπνο του με ηδόνιζε, δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο..."


Η Κέικο θα ξετυλίξει κάθε σαγήνη της νιότης της, κάθε χαρακτηριστικό της δαιμονικής γυναικείας της φύσης, καθώς αργά και τελετουργικά, με μια ιεροτελεστία παρόμοια με αυτή του τσαγιού, θα σερβίρει το πιάτο της απολάνησης και της εκδίκησης τόσο στον Όκι όσο και στον γιο του. 

Η Οτόκο είχε αποτύχει στην απόπειρα αυτοκτονίας της μετά τον χωρισμό με τον Όκι, πάντα όμως ευχόταν να τα είχε καταφέρει και συλλογιζόταν ότι, αν είχε πεθάνει τότε, η ζωή της θα είχε υπάρξει σύντομη, αλλά όμορφη. Ακόμη καλύτερα θα ήταν να είχε πεθάνει στη γέννα, πριν την απόπειρα αυτοκτονίας που κατέληξε σε αποτυχία, και πριν το μωρό της πεθάνει, γιατί μ' αυτόν τον τρόπο θα είχε γλιτώσει κι από τα σιδερόφρακτα παράθυρα του ψυχιατρικού τμήματος του νοσοκομείου και όλα θα είχαν τελειώσει όμορφα. 

Εκτός από μια πραγματεία στον έρωτα -τον έρωτα ως εμμονή και ασθένεια- το μυθιστόρημα του Καουαμπάτα θίγει συχνά το θέμα του χρόνου, της ανάμνησης και της εξιδανίκευσής της στην ανθρώπινη συνείδηση. Η δεκαεπτάχρονη Οτόκο στο τέλος του μυθιστορήματος είναι πια σαράντα, αλλά ο χρόνος δεν έχει κυλήσει στη ζωή της. Παρέμεινε αμετακίνητος, όπως και ο έρωτάς της για τον Όκι. Ο χρόνος λιμνάζει μέσα της και η ίδια παραδίδεται με αυταρέσκεια στις αναμνήσεις ενός θλιμμένου έρωτα. Η αγάπη της έχει κάτι ναρκισσιστικό. Ακόμη και η ερωτική της σχέση με την Κέικο είναι σαν να μεταμορφώνεται σε έρωτα για τον ίδιο της τον εαυτό. Ή σε έρωτα για ό,τι υπήρξε ο Όκι για κείνη. Μαθαίνει στην Κέικο ό,τι το δικό της σώμα έμαθε από τον Όκι. Παίρνει τη θέση του, γίνεται εκείνος, κι έτσι παραμένει ο έρωτάς της στη ζωή. 

Όλα ρέουν με ρυθμούς τόσο αργούς που φτάνουν να γίνουν αισθησιακοί. Ο αισθησιασμός χαρακτηρίζει και τις περιγραφές της φύσης, νεκρής ή ζωντανής. Η περιγραφή παραμένει εξίσου ζωντανή, είτε αναφέρεται σ' ένα λουλούδι, μια λίμνη, μια οροσειρά, έναν βουδιστικό ναό, είτε στον ήχο του σαμισέν, της καμπάνας, το σχέδιο ενός κιμονό, το δέσιμο ενός όμπι.

Μετά το τέλος της ανάγνωσης παραμένει ένα ερωτηματικό, που συχνά γεννά η ιαπωνική τέχνη. Πώς είναι δυνατόν η φιλοσοφία του ζεν, η έννοια του σάμπι, αυτή η βαθιά εσωτερικότητα και εναρμόνιση με τους ήχους και τους ρυθμούς της φύσης, να συνδυάζονται με την απόλυτη βιαιότητα και παραφροσύνη σε ό,τι αφορά τον έρωτα;

***

Το κείμενο συνοδεύουν φωτογραφίες του Masao Yamamoto.

Γιασουνάρι Καουαμπάτα, Ομορφιά και θλίψη (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2004.



Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

Πραγματεία στην απιστία



Τι είναι επιτέλους αυτό το φριχτό, αυτό το θλιβερό πράγμα που κουβαλάμε όλοι μέσα μας; 
 
Ο Γιοσούκε Μισούγκι δεν έχει καμιά σχέση με την ποίηση. Για την ακρίβεια, ποτέ στη ζωή του δεν εκτιμούσε την υποτιθέμενη οξυδέρκεια των ποιητών. Είναι άνθρωπος που αγαπά το κυνήγι. Μια μέρα, βρίσκει στο περιοδικό "Ο σύντροφος του κυνηγιού" ένα ποίημα που αναφέρεται σ' εκείνον. Απευθύνεται στον άνθρωπο που το έγραψε. Εκτός από το δικό του γράμμα, του στέλνει άλλα τρία που τον αφορούν. Το πρώτο, το γράμμα της Σόκο, το έγραψε η κόρη της ερωμένης του. Το δεύτερο, το γράμμα της Μιντόρι, το έγραψε η σύζυγός του, και το τρίτο, το γράμμα της Σάικο, το έγραψε η ερωμένη του και ξαδέρφη της γυναίκας του.

Τα τρία γράμματα καθιστούν το "Κυνηγετικό όπλο" του Γιασούσι Ινόουε ένα ενδιαφέρον επιστολικό μυθιστόρημα, που δεν αποτελεί παρά μια ενδελεχή πραγματεία στο φαινόμενο της μοιχείας, ιδωμένο από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες.

Η Σόκο είναι το μεγαλύτερο θύμα του παράνομου έρωτα, είναι εκείνη που θα πληγωθεί περισσότερο από το ερωτικό τρίγωνο, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν η μητέρα της. Πέρα από την αποκαθήλωση της καθαγιασμένης μορφής της μάνας, θα θέσει υπό αμφισβήτηση ακόμη και την άποψη που είχε για τον έρωτα, καθώς τα πάντα γύρω παίρνουν το χρώμα της θλίψης. 

Μέχρι τώρα πίστευα πως η αγάπη μοιάζει με τον ήλιο που, ευλογημένος αιώνια από το Θεό και τους ανθρώπους, λάμπει περίτρανα! Πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει με τον καιρό όπως το διάφανο ρέμα που αστράφτει σ' όλη του την ομορφιά στο φως του ήλιου, ενώ ο αέρας φουσκώνει και ξεδιπλώνει τα νερά του, πίστευα πως η αγάπη δυναμώνει, σαν το διάφανο ποτάμι με τις δυο όχθες του που, σκεπασμένες με χώμα, λουλούδια, δέντρα, το αγκαλιάζουν προστατευτικά. Πώς μπορούσα να φανταστώ μια αγάπη που δεν φωτίζει ο ήλιος, που χύνεται με ορμή από παντού κι όμως δεν πάει πουθενά, μένει μόνο βαθιά θαμμένη σαν καταχθόνιο ποτάμι; 

Η Σόκο θυμάται τη μητέρα της να αγαπά παράφορα, άλλοτε να εκστασιάζεται, άλλοτε να προσεύχεται, άλλοτε να υποφέρει και άλλοτε να επιζητά το θάνατο. Μόνο εκεί θα λυτρωνόταν από την ανήλιαγη αγάπη που την έκανε να μοιάζει στα μάτια της κόρης της με ξερό φύλλο εγκλωβισμένο σε γυάλινο πρες παπιέ. 

Η Μιντόρι είναι η σύζυγος. Το πρόσωπο για το οποίο όλοι πιστεύουν πως δεν γνωρίζει τίποτα, κι όμως γνωρίζει τα πάντα. Η απατημένη γυναίκα που όλη της η ζωή επισφραγίζεται από την επίπονη προσπάθεια να διατηρήσει την αξιοπρέπειά της και να συμφιλιωθεί με την εξαπάτηση. 

Ο αναγνώστης δυσκολεύεται να κατανοήσει αν την ταλανίζει περισσότερο η παράνομη σχέση του συζύγου της ή το δίλημμα αν θα έπρεπε ή όχι να αποκαλύψει ότι την γνωρίζει. Στην πιο κρίσιμη καμπή της ζωής της επέλεξε να προσποιηθεί την άγνοια, καταδικάζοντας τη νιότη της στην απελπισία.

Την ύπαρξή μας τη χτίσαμε αποκλειστικά και μόνο με τα μυστικά μας.

Η Μιντόρι θα επιλέξει την εκδίκηση, λίγο πριν από το τέλος, και θα οδηγήσει την άρρωστη αντίζηλό της στο θάνατο.  

Το έγκλημα μιας γυναίκας που κλέβει τον άντρα μιας άλλης γυναίκας, η ταπείνωση της εικοσάχρονης κοπέλας που μόλις έχει παντρευτεί, αυτά τα δύο πράγματα δεν γίνεται να μη ζητήσουν εκδίκηση μια μέρα.

Το τρίτο και τελευταίο είναι το γράμμα της Σάικο, της ερωμένης, της γυναίκας που έχει αποφασίσει να βιώσει τον έρωτα ως τυραννία, που έχει επιλέξει να αμαρτήσει, να ζήσει εξαπατώντας τον κόσμο στο όνομα της  ευτυχίας.

Σήμερα, όσο είχε ακόμη φως, διάβασα στα γρήγορα το ημερολόγιό μου, και συνειδητοποίησα πόσο συχνά ανέφερα μέσα τις λέξεις "θάνατος", "αμαρτία" και "έρωτας". Αυτές οι λέξεις μού υπενθύμιζαν ότι ο δρόμος που είχα διαλέξει μαζί σου δεν ήταν καθόλου εύκολος. Όμως το βάρος του ημερολογίου μου, όταν το έβαζα πάνω στα χέρια μου για να το ζυγίσω, δεν ήταν καθόλου μικρότερο απ' την ίδια μου την ευτυχία. 

Η αφήγηση της Σάικο τελειώνει με μια ανάμνησή της από το σχολείο. Στην τρίτη τάξη, στο μάθημα των αγγλικών, τους έδωσαν μια άσκηση πάνω στην ενεργητική και την παθητική φωνή των ρημάτων. Χτυπώ, χτυπιέμαι, ξεχνώ, ξεχνιέμαι, κοιτώ, κοιτιέμαι. Μεταξύ άλλων, ξεχώριζε και το ζεύγος αγαπώ, αγαπιέμαι. Μια μαθήτρια άρχισε να κυκλοφορεί στην τάξη ένα χαρτί και οι υπόλοιπες κύκλωναν το ρήμα που προτιμούσαν, απατώντας την ερώτηση "Θέλεις να αγαπήσεις; Θέλεις ν' αγαπηθείς;". Όλες οι μαθήτριες κύκλωσαν το "θέλεις να αγαπηθείς". Μόνο μία άρπαξε το χαρτί και σχημάτισε δυνατά με το μολύβι της έναν κύκλο γύρω από το "θέλεις να αγαπήσεις". Το πιο άχρωμο κορίτσι της τάξης, το πιο αδιάφορο, το πιο συνεσταλμένο, δεν ενδιαφερόταν για το αν θα αγαπηθεί, αλλά ήθελε να αγαπήσει. Η Σάικο αναρωτιέται, όταν δυο γυναίκες γνωρίζουν το θάνατο, σε ποια θα χαρίσει ο Θεός την ανάπαυση; Σε εκείνη που γεύτηκε την ευτυχία επειδή αγαπήθηκε ή σε εκείνη που αγάπησε, κι ας έζησε δυστυχισμένη; 

Πιστεύει πως τιμωρήθηκε γιατί "δεν αρκέστηκε στη χαρά του να αγαπά κανείς, αλλά προσπάθησε ν΄αρπάξει την ευτυχία που νιώθουμε όταν μας αγαπούν". 

Πιστό στην προσφιλή για την ιαπωνική λογοτεχνία φόρμα της νουβέλας, το βιβλίο του Ινόουε πυκνώνει σε ελάχιστες σελίδες βαθιά νοήματα που αφορούν πρωτίστως τη γυναικεία ψυχολογία. Όπως στα ιδεογράμματα, μια βαθιά ιδέα αποτυπώνεται σε ένα ευσύνοπτο σύμβολο. 

Γιασούσι Ινόουε, Το κυνηγετικό όπλο (μτφρ. Δανάη Μιτσοτάκη), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1997.


Παρασκευή 19 Δεκεμβρίου 2014

Σιγανή βροχή




Πονεμένα κόκαλα, οι πιο σίγουροι οιωνοί της βροχής.
Πλάτη στη λάμπα, τα έντομα απαντούν στα 
βογκητά.
Στρώματα η σκόνη, πεσμένα φύλλα. Σπίτι χωρίς 
γυναίκα. 
Σκόρπια βιβλία, καμένο λιβάνι, μοναχική κλίνη.
Ανώφελες σκέψεις ορθώνονται βουβά, μα δεν
πειράζει.
Τα έλκη πώς ν' αντέξεις και τα σωθικά που 
πονούν.
Άκου μονάχα πάλι τα λόγια του σοφού απ' το
νότο.
Δες στο πηγάδι το τίποτα που είσαι. Tο πιο καλό
γιατρικό. 
 





 Κάτω από τον σιγανό και ανεπαίσθητο ήχο της βροχής ο συγγραφέας θυμάται ένα παρελθόν από το οποίο δεν έχει τίποτα επιβιώσει. Θυμάται το παλιό Έντο, τους κακόφημους δρόμους, τα σπίτια με  τα κόκκινα φανάρια, τον ήχο του σαμισέν,  την εποχή της νιότης του. "Αν απόλαυση της νιότης είναι η γυναίκα και της μέσης ηλικίας η τέχνη, του γήρατος είναι το σπίτι, ο κήπος". 


Γράφει σε μια εποχή που δεν έχει τίποτα πια να περιμένει. Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει,  ο ίδιος έχει παρατήσει την ερωμένη του, λόγω της ανυπόφορης ζήλιας της. Τώρα ζει μόνος, παρέα με ορχιδέες, βιβλία και πουλιά. Συχνάζει στους κακόφημους δρόμους τη  νύχτας. Μα ακόμη κι εκεί, όταν γνωρίζει μια γκέισα, αισθάνεται μεγαλύτερη την ανάγκη να της διδάξει κάτι, παρά να ζήσει μαζί της τον έρωτα. 

Βαρέθηκε τους ανθρώπους, δεν έχει καμία όρεξη να τους ακούσει, καμία διάθεση να τους καταλάβει. Μίσησε τη γυναίκα, κουράστηκε να ζει. Η μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού φτάνει από το διπλανό σπίτι κι εκείνος κλείνει θυμωμένος το παράθυρο. Δεν αντέχει να θυμάται τις απολαύσεις των οικογενειακών συναθροίσεων που κάποτε είχε γευτεί. 

 Μεσάνυχτα μπροστά στη λάμπα. Όλη η δεκαετία
Αντηχώντας τη βροχή ποτίζει ξάφνου την ψυχή μου. 

Η ποιητική φλόγα έσβησε πια και η μοναξιά δεν μπορεί τίποτα να μετατρέψει σε έμπνευση. Τον οδηγεί σε μάταιους θρήνους και παράπονα που κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει.

 [...] η ηχώ της [βροχής] συγκινεί την ανθρώπινη καρδιά πολύ περισσότερο απ' το βογκητό του ανέμου μέσα απ' τα μεγάλα δέντρα, απ' τον πνιχτό ήχo του νερού μες στα φαράγγια. Η φωνή του ανέμου είναι μια φωνή θυμού και αυτή του νερού ενός θρήνου. Η φωνή της βροχής δε φτάνει να γίνει οργή, ούτε παράπονο. Κάνει επίκληση μόνο και αφηγείται.



Δεν είναι πια παρά ένας μισάνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει ότι τίποτα δεν πρόκεται να αλλάξει στη ζωή του.


Ναι, αυτό είναι. Έσβησαν τα πάθη, στέγνωσε η καρδιά. Οι κραυγές κινδύνου όλου του σκεπτόμενου κόσμου, για το γεμάτο ανησυχητικά, προειδοποιητικά σημάδια μεταπολεμικό χάος στην Ευρώπη, φτάνουν στ' αυτιά μου σαν το φλάουτο ενός γέροντα που πουλάει γλυκίσματα στο δρόμο. Τα δύο-τρία αυτά τελευταία χρόνια, οι μεγαλύτερές μου χαρές είναι να τρώω και να κοιμάμαι, και να είναι οι χειμώνες όχι τόσο παγεροί και τα καλοκαίρα ήπια. Η ευτυχία του να μπορεί κανείς ν' απολαμβάνει μια καλή χώνεψη κι έναν ευχάριστο ύπνο χωρίς όνειρα είναι, τολμώ να πω, μεγαλύτερη απ' το να ΄χει για προσκεφάλι τα γόνατα μιας όμορφης γυναίκας.

Η Σιγανή Βροχή ξεκινά με την εαρινή ισημερία και τελειώνει με τη φθινοπωρινή. Έργο μελαγχολικό, που η νοσταλγία του κινείται στα όρια μεταξύ του λογοτεχνικού και του στοχαστικού δοκιμιακού λόγου. Περιδιάβαση στο παρελθόν. Περιδιάβαση μέσα από σκέψεις, εσωτερικούς μονολόγους, επιστολές και ποιήματα. Η βροχή δεν παύει να ακούγεται.
 
Ο Ναγάι Καφού είναι ένας συγγραφέας που ζει την παλινόρθωση του αυτοκράτορα στην Ιαπωνία. Ζει το τέλος της φεουδαρχίας, των κόκκινων σπιτιών, των σογκούν, των πολεμιστών σαμουράι. "Η Ιαπωνία, ύστερα από χρόνια αποχής και απομόνωσης, προκειμένου να μη γίνει βορά των επεκτακτικών σχεδίων του υπόλοιπου αναπτυσσόμενου κόσμου, βγαίνει από το καβούκι της, και υιοθετεί μια σειρά από αλλαγές που θα την βοηθήσουν να επιβιώσει στην παλαίστρα του ανταγωνισμού. Οι παλιές φεουδαρχικές δομές αντικαθίστανται από έναν καλπάζοντα βιομηχανικό καπιταλισμό". Τίποτα δε θα θυμίζει πια το παλιό Έντο. Ένα νέο Τόκυο γεννιέται. Η πλημμύρα του 1910 θα καταστρέψει τη παλιά πόλη. Λίγο πριν από τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ιαπωνία θα είναι πια μια άλλη χώρα. 

Στην καρδιά του ποιητή παλεύουν ο σταυρός με το ξίφος: η χριστιανική ταπεινοφροσύνη με το πολεμικό πνεύμα των σαμουράι. Στο τέλος της ζωής του, αφοπλισμένος από το πολεμοχαρές πνεύμα της νεαρής ηλικίας, χωρίς καμιά διάθεση για συγχώρεση, περιμένει το τέλος.


Ναγάι Καφού, Σιγανή βροχή (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991