Πονεμένα κόκαλα, οι πιο σίγουροι οιωνοί της βροχής.
Πλάτη στη λάμπα, τα έντομα απαντούν στα
βογκητά.
Στρώματα η σκόνη, πεσμένα φύλλα. Σπίτι χωρίς
γυναίκα.
Σκόρπια βιβλία, καμένο λιβάνι, μοναχική κλίνη.
Ανώφελες σκέψεις ορθώνονται βουβά, μα δεν
πειράζει.
Τα έλκη πώς ν' αντέξεις και τα σωθικά που
πονούν.
Άκου μονάχα πάλι τα λόγια του σοφού απ' το
νότο.
Δες στο πηγάδι το τίποτα που είσαι. Tο πιο καλό
γιατρικό.
Κάτω από τον σιγανό και ανεπαίσθητο ήχο της βροχής ο συγγραφέας θυμάται ένα παρελθόν από το οποίο δεν έχει τίποτα επιβιώσει. Θυμάται το παλιό Έντο, τους κακόφημους δρόμους, τα σπίτια με τα κόκκινα φανάρια, τον ήχο του σαμισέν, την εποχή της νιότης του. "Αν απόλαυση της νιότης είναι η γυναίκα και της μέσης ηλικίας η τέχνη, του γήρατος είναι το σπίτι, ο κήπος".
Γράφει σε μια εποχή που δεν έχει τίποτα πια να περιμένει. Η γυναίκα του τον έχει εγκαταλείψει, ο ίδιος έχει παρατήσει την ερωμένη του, λόγω της ανυπόφορης ζήλιας της. Τώρα ζει μόνος, παρέα με ορχιδέες, βιβλία και πουλιά. Συχνάζει στους κακόφημους δρόμους τη νύχτας. Μα ακόμη κι εκεί, όταν γνωρίζει μια γκέισα, αισθάνεται μεγαλύτερη την ανάγκη να της διδάξει κάτι, παρά να ζήσει μαζί της τον έρωτα.
Βαρέθηκε τους ανθρώπους, δεν έχει καμία όρεξη να τους ακούσει, καμία διάθεση να τους καταλάβει. Μίσησε τη γυναίκα, κουράστηκε να ζει. Η μυρωδιά του μαγειρεμένου φαγητού φτάνει από το διπλανό σπίτι κι εκείνος κλείνει θυμωμένος το παράθυρο. Δεν αντέχει να θυμάται τις απολαύσεις των οικογενειακών συναθροίσεων που κάποτε είχε γευτεί.
Μεσάνυχτα μπροστά στη λάμπα. Όλη η δεκαετία
Αντηχώντας τη βροχή ποτίζει ξάφνου την ψυχή μου.
Η ποιητική φλόγα έσβησε πια και η μοναξιά δεν μπορεί τίποτα να μετατρέψει σε έμπνευση. Τον οδηγεί σε μάταιους θρήνους και παράπονα που κανείς δεν έχει όρεξη να ακούσει.
[...] η ηχώ της [βροχής] συγκινεί την ανθρώπινη καρδιά πολύ περισσότερο απ' το βογκητό του ανέμου μέσα απ' τα μεγάλα δέντρα, απ' τον πνιχτό ήχo του νερού μες στα φαράγγια. Η φωνή του ανέμου είναι μια φωνή θυμού και αυτή του νερού ενός θρήνου. Η φωνή της βροχής δε φτάνει να γίνει οργή, ούτε παράπονο. Κάνει επίκληση μόνο και αφηγείται.
Δεν είναι πια παρά ένας μισάνθρωπος που έχει συνειδητοποιήσει ότι τίποτα δεν πρόκεται να αλλάξει στη ζωή του.
Ναι, αυτό είναι. Έσβησαν τα πάθη, στέγνωσε η καρδιά. Οι κραυγές κινδύνου όλου του σκεπτόμενου κόσμου, για το γεμάτο ανησυχητικά,
προειδοποιητικά σημάδια μεταπολεμικό χάος στην Ευρώπη, φτάνουν στ'
αυτιά μου σαν το φλάουτο ενός γέροντα που πουλάει γλυκίσματα στο δρόμο.
Τα δύο-τρία αυτά τελευταία χρόνια, οι μεγαλύτερές μου χαρές είναι να τρώω και να κοιμάμαι, και να είναι οι χειμώνες όχι τόσο παγεροί και τα καλοκαίρα ήπια. Η ευτυχία του να μπορεί κανείς ν' απολαμβάνει μια καλή χώνεψη κι έναν ευχάριστο ύπνο χωρίς όνειρα είναι, τολμώ να πω, μεγαλύτερη απ' το να ΄χει για προσκεφάλι τα γόνατα μιας όμορφης γυναίκας.
Η Σιγανή Βροχή ξεκινά με την εαρινή ισημερία και τελειώνει με τη φθινοπωρινή. Έργο μελαγχολικό, που η νοσταλγία του κινείται στα όρια μεταξύ του λογοτεχνικού και του στοχαστικού δοκιμιακού λόγου. Περιδιάβαση στο παρελθόν. Περιδιάβαση μέσα από σκέψεις, εσωτερικούς μονολόγους, επιστολές και ποιήματα. Η βροχή δεν παύει να ακούγεται.
Στην καρδιά του ποιητή παλεύουν ο σταυρός με το ξίφος: η χριστιανική ταπεινοφροσύνη με το πολεμικό πνεύμα των σαμουράι. Στο τέλος της ζωής του, αφοπλισμένος από το πολεμοχαρές πνεύμα της νεαρής ηλικίας, χωρίς καμιά διάθεση για συγχώρεση, περιμένει το τέλος.
Ναγάι Καφού, Σιγανή βροχή (μτφρ. Παναγιώτης Ευαγγελίδης), Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1991
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου