Δευτέρα 12 Νοεμβρίου 2018

Παιδική αθωότητα ΙΙ


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα πουλί που φύλαγε παιδιά, ας το ονομάσουμε Κοράκι. Είχε διαβάσει πάρα πολλά ρώσικα παραμύθια (το καμένο τεμπέλικο αγόρι, το ουρλιαχτό του Μπάμπα Γιάγκα, τη νίκη του καλού πρίγκιπα), πάντως, ήταν ένας εγκεκριμένος και πιστοποιημένος παιδοκόμος, που τον θαύμαζαν πολλοί Λονδρέζοι γονείς και είχε μεγάλη ζήτηση για τα βράδια της Παρασκευής. Η αγγελία που έβαλε στο πρακτορείο των εφημερίδων έλεγε:
"Από την ηλικία των πάμπερς και μετά!"

Tο κοράκι έσβησε την τιβί και πρότεινε ένα παιχνίδι. "Λοιπόν, αγόρια", είπε, "ο καθένας σας θα κάνει ένα ομοίωμα της Μητέρας σας, εκεί, καταγής. Ακριβώς όπως τη θυμάστε! Και ο νικητής θα είναι αυτός που θα κάνει το καλύτερο ομοίωμα. Όχι το πιο ρεαλιστικό, αλλά το καλύτερο, το πιο αληθινό. Και το βραβείο...", είπε το Κοράκι ανακατώνοντας τα λουσμένα τους μαλλιά, "... είναι ότι θα ζωντανέψω το καλύτερο ομοίωμα, μια μητέρα με σάρκα και οστά που θα σας πηγαίνει για ύπνο το βράδυ". 

Τα αγόρια λοιπόν στρώθηκαν στη δουλειά. 
Το πρώτο επέλεξε να τη ζωγραφίσει, με μανιασμένη αυτοσυγκέντρωση, σαν ένας μικροσκοπικός ζωγράφος νωπογραφιών, σκαρφαλωμένος με τα τέσσερα στη σκαλωσιά. Τριάντα εφτά φύλλα Α4 κολλημένα μεταξύ τους με ταινία και όλο το ουράνιο τόξο των κραγιονιών, των παστέλ και των μαρκαδόρων, δαγκώνοντας τα χείλη με τα μπροστινά δόντια του. Ξεφυσώντας βαριά από τη μύτη καθώς προσπαθούσε να φτιάξει τα μάτια, διόρθωνε, άρχιζε πάλι από την αρχή, έσβηνε, προχωρούσε πιο κάτω, ευχαριστημένο με τα χέρια, ευχαριστημένο με τα πόδια. 

Το δεύτερο προτίμησε τη συναρμολόγηση, ένα ομοίωμα γυναίκας φτιαγμένο με μαχαιροπίρουνα, κορδέλες, χαρτικά, παιχνίδια, κουμπιά και βιβλία. Συναρμολογούσε με μανιακή προσήλωση -πεταγόταν πάνω, έπεφτε στο πάτωμα- σαν μηχανικός αυτοκινήτων μέσα στο γκαράζ του. Έκανε κλακ και τ-τ-τ με τη γλώσσα του, χτίζοντας σιγά σιγά την ψηφιδωτή μαμά, ευχαριστημένο με το πρόσωπο, ευχαριστημένο με το μέγεθος. Και τελικά, "Στοπ!", είπε το Κοράκι. 

"Είναι και τα δύο εξαιρετικά," είπε, θαυμάζοντας τη δουλειά τους, "εσύ πέτυχες το χαμόγελό της, εσύ πέτυχες τη στάση της, ακριβώς έτσι έγερνε τους ώμους της!"

Και τα αγόρια ανυπομονούσαν να μάθουν ποιος βγήκε νικητής. "Ποια είναι; Ποια είναι η Μαμά;!", αλλά το Κοράκι άρχισε να χοροπηδά, απέφυγε το βλέμμα τους, έπνιξε ένα χάχανο και τους γύρισε την πλάτη. 

"Κοράκι, ποια από αυτές τις ψεύτικες μαμάδες κέρδισε, ώστε να γίνει αληθινή;"

Και το Κοράκι σώπαινε, δεν γελούσε πια. 

"Κοράκι, χωρίς πλάκα, δώσε μας την πραγματική Μαμά μας". 

Και το Κοράκι άρχισε να κλαίει. 

Και τ' αγόρια έψησαν το Κοράκι σε έναν πολύ καυτό φούρνο μέχρι που απέμειναν μόνο κάποια κύτταρα. 

***

[1] Μαξ Πόρτερ, Η θλίψη είναι ένα πράγμα με φτερά (μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου), Πόλις, Αθήνα 2018. 
[2] Φωτογραφία: Antanas Sutkus.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου