Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγλόφωνη Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αγγλόφωνη Λογοτεχνία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2022

Έκτρωση: το"έργο του Διαβόλου"


Και στη γυναίκα είπε ο Θεός: «Πληθύνων πληθυνώ τας λύπας σου και τον στεναγμόν σου· εν λύπαις τέξη τέκνα και προς τον άνδρα σου η αποστροφή σου και αυτός σου κυριεύσει»(Γεν. γ, 16).

Τι μπορεί να συνδέει έναν Αμερικανό ταλαντούχο παραμυθά όπως ο Τζον Ίρβινγκ με τη μικροσκοπική (μα τετραπέρατη!) καναδέζα μυθιστοριογράφο Μάργκαρετ Άτγουντ; Εντελώς τυχαία αυτό το καλοκαίρι διάβασα τη Θέα στον ωκεανό αμέσως μετά την Ιστορία της Θεραπαινίδας. Με πόσο διαφορετικό τρόπο μπορεί να πραγματευτεί ο συγγραφέας το τραγικά επίκαιρο θέμα της έκτρωσης! 

Αυτή η κοπέλα είναι δεκατριών χρονών. Η λεκάνη της έχει μόνο τρεισήμισι ίντσες διάμετρο. Δύο προηγούμενοι βίαιοι τοκετοί καταξέσχισαν τα τρυφερά της μέρη και της άφησαν μια μάζα από άκαμπτο ιστό γεμάτο ουλές. Αυτή είναι η τρίτη εγκυμοσύνη της, αποτέλεσμα αιμομιξίας -αποτέλεσμα βιασμού. Αν επιτραπεί η συνέχιση της εγκυμοσύνης, θα μπορέσει να γεννήσει μόνο με καισαρική τομή, η οποία, με δεδομένο την εύθραυστη υγεία του παιδιού (η ίδια είναι παιδί), για να μην αναφερθούμε και στην πνευματική της κατάσταση, θα ήταν πολύ επικίνδυνη. Γι' αυτό αποφάσισα να της κάνω έκτρωση.[1] 

Ο Δόκτωρ Λάρτς δέχεται να κάνει εκτομή της μήτρας και να κονιορτοποιήσει ένα έμβρυο, προκειμένου να απαλλάξει μια μέλλουσα μητέρα από κινδύνους που αφορούν τη σωματική και ψυχική της υγεία. Είναι παράνομο, αλλά το κάνει παρόλα αυτά. Είναι μαιευτήρας. Δουλειά του είναι να φέρνει παιδιά στον κόσμο. Οι συνάδελφοί του το ονομάζουν "έργο του Κυρίου". Κάνει επίσης και εκτρώσεις. Οι συνάδελφοί του τις αποκαλούν "έργο του Διαβόλου". 

Η πόρτα ανοίγει και μπαίνουν άλλες δυο γυναίκες, κι οι δυο με κόκκινο φόρεμα και τη λευκή καλύπτρα των Θεραπαινίδων. Η μία απ' αυτές είναι έγκυος σε προχωρημένο μήνα. Η κοιλιά της, κάτω απ' το φαρδύ της φόρεμα είναι διογκωμένη θριαμβικά. Ένα θρόισμα διατρέχει τον χώρο, ένας ψίθυρος, κοφτά επιφωνήματα. Παρά τη θέλησή μας, στρέφουμε το κεφάλι ξεδιάντροπα για να κοιτάξουμε. Τα δάχτυλά μας λαχταρούν να την αγγίξουν. Η παρουσία της έχει κάτι το μαγικό για όλες μας, είναι αντικείμενο φθόνου και πόθου, τη ζηλεύουμε βασανιστικά. Είναι σαν σημαία σε κορυφή λόφου, δείχνοντάς μας αυτό που μπορεί ακόμη να επιτευχθεί: μπορούμε κι εμείς να σωθούμε.[2] 

Η Άτγουντ στο μυθιστόρημά της περιγράφει το ολοκληρωτικό καθεστώς της Γαλαάδ: Μια κοινωνία βαθιά πατριαρχική, που παρουσίαζε τη στειρότητα ως αμάρτημα και κατάρα. Οι στείρες γυναίκες μετατρέπονταν σε κέρβερους βασανιστές, τις λεγόμενες Θείες, και οι στείροι άνδρες σε Κυβερνήτες. Βέβαια...

Δεν υπάρχουν πλέον στείροι άντρες, τουλάχιστον όχι επισήμως. Μόνο γυναίκες καρπερές και γυναίκες στέρφες, έτσι ορίζει ο νόμος. 

Το καθεστώς δημιούργησε ένα άμεσο απόθεμα γυναικών που επιστρατεύτηκαν για αναπαραγωγικούς σκοπούς με την απλή τακτική της κήρυξης όλων των δεύτερων γάμων και των σχέσεων εκτός γάμου ως τέλεση μοιχείας. Συλλαμβάνοντας και κρίνοντάς ηθικά αξιόμεμπτες τις γυναίκες των ζευγαριών, έδινε τα παιδιά που είχαν αποκτήσει σε άτεκνες οικογένειες των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων και πρόσφερε τις ίδιες σαν μηχανές τεκνοποίησης σε άντρες της ελίτ και στις συζύγους τους. 

Η πτωτική πορεία των γεννήσεων, η αδυναμία των γυναικών για αναπαραγωγή, αλλά και η εκτεταμένη διαθεσιμότητα ποικίλων μέσων αντισύλληψης, συμπεριλαμβανομένης και της έκτρωσης, επέβαλαν τη λήψη εφιαλτικών μέτρων. Στο πρόσφατο παρελθόν έχουν εφαρμοστεί παρόμοια μέτρα. Αρκεί να θυμηθούμε τη Ρουμανία της δεκαετίας του '80 όπου ο πρόεδρος Τσαουσέσκου απαγόρεψε όλα τα μέσα αντισύλληψης επιβάλλοντας καταναγκαστικούς ελέγχους εγκυμοσύνης στον γυναικείο πληθυσμό, συνδέοντας επαγγελματικές προαγωγές και μισθολογικές αυξήσεις με τη γονιμότητα. 


Για τις κατοπινές γενιές, έλεγε η θεία Λίντια, τα πράγματα θα είναι απείρως καλύτερα. Οι γυναίκες θα ζουν αρμονικά όλες μαζί, σε μια μεγάλη οικογένεια. Θα είστε σαν κόρες τους, κι όταν ο πληθυσμός θα φτάσει πάλι τα παλιά του επίπεδα δε θα χρειάζεται πλέον να σας μεταφέρουμε απ' το ένα σπίτι στο άλλο, διότι θα υπάρχουν αρκετά μωρά. [...]Γυναίκες ενωμένες προς έναν κοινό στόχο! 

Με την είσοδό τους στο νοικοκυριό ενός Κυβερνήτη, οι Θεραπαινίδες άλλαζαν το όνομά τους: Τουγκλέν, Τουφρέντ, Τουγουόρεν, κατά τον ίδιο τρόπο που μια γυναίκα της ελληνικής υπαίθρου μετά τον γάμο της ονομαζόταν Γιαννού, Μήτσαινα, Κώσταινα και πάει λέγοντας. Ρατσισμός, παγανιστικά στοιχεία, χριστιανικοί φόβοι συνδυάστηκαν με την κοινωνιοβιολογική θεωρία της φυσικής πολυγαμίας του ανθρώπου και μετέτρεψαν τις γυναίκες σε αντικείμενα αναπαραγωγής. Οι ηλικιωμένες, οι Θεραπαινίδες που απέτυχαν και στις τρεις ευκαιρίες που τους δόθηκαν να εγκυμονήσουν και άλλες "αδιόρθωτες" εξορίζονται στις αποικίες. Ξερονήσια για απόβλητες και στείρες. Γιατί όχι;

Αναλογίσου τι μπλεξίματα είχαν [οι γυναίκες] τα παλιά χρόνια. Ξεχνάς τα μπαρ για εργένηδες, την αναξιοπρέπεια των τυφλών ραντεβού στο λύκειο; Το εμπόριο σαρκός. Ξεχνάς το φρικτό χάσμα που χώριζε όσες μπορούσαν να εξασφαλίσουν έναν άντρα από εκείνες που δεν μπορούσαν; Ορισμένες κυριεύονταν από απόγνωση, λιμοκτονούσαν για να αδυνατίσουν ή τίγκαραν τα στήθη τους με σιλικόνη, πήγαιναν κι έκοβαν τις μύτες τους. Σκέψου το μέγεθος της ανθρώπινης δυστυχίας. 

***

[1] Τζον Ίρβινγκ, Θέα στον ωκεανό, Νεφέλη, Αθήνα 1999.

[2] Μάργκαρετ Άτγουντ, Η ιστορία της θεραπαινίδας, Ψυχογιός, Αθήνα 2018. 

[3] Οι εικόνες τις ανάρτησης είναι από το γκράφικ νόβελ της Renee Nault

Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Αυτό είναι ευτυχία

 

"Στο τέλος όλοι γινόμαστε ιστορίες"

Διαβάζω τον τίτλο στο βιβλίο του Νάιαλ Ουίλλιαμς και ξεκινώ το μυθιστόρημα έχοντάς τον διαρκώς στο μυαλό. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία από το να βρίσκεσαι σε διακοπές και να διαβάζεις ένα τέτοιο βιβλίο· Αυτό είναι ευτυχία.

Πρόκειται για την ιστορία της ενός ιρλανδέζικου χωριού και των κατοίκων του, λίγο πριν από τον ερχομό του ηλεκτρικού. Βέβαια, ένα χωριό χωρίς ηλεκτρικό δεν σημαίνει απλώς ένα χωριό χωρίς ρεύμα. Σημαίνει ένα χωριό με ανθρώπους εντελώς διαφορετικούς από τους ανθρώπους της εποχής μας· διαφορετικές συνήθειες, διαφορετικό τοπίο, διαφορετική αίσθηση του χώρου και του χρόνου, διαφορετική αντίληψη για τον έρωτα, την οικογένεια, την αγάπη, την αλήθεια. Μια εποχή που ο κόσμος δεν ήταν τόσο οριοθετημένος όσο είναι σήμερα και η γνώση ταυτιζόταν με την εμπειρία. Μια εποχή που οι άνθρωποι δένονταν μεταξύ τους μέσα από τις ιστορίες. Παντού λεγόντουσαν ιστορίες. Το μέλλον του εκσυγχρονισμού έστεκε αβέβαιο και ο κόσμος έβρισκε παρηγοριά στην οπισθοδρομικότητα.

Για να υπερνικηθεί λοιπόν τόσο ο χρόνος όσο και η πραγματικότητα, ένας από τους άγραφους νόμους της τοπικής ποιητικής τέχνης ήταν ότι η ιστορία δεν πρέπει ποτέ να φτάνει στο ζητούμενό της ή να διακινδυνεύει κάποια κατάληξη. Και επειδή στη Φάχα, όπως και παντού στην επαρχία, ο χρόνος ήταν το μόνο πράγμα που περίσσευε σε όλους, οι ιστορίες ήταν πάντα μακροσκελείς, όλοι τις αφηγούνταν με την ησυχία τους, και την ησυχία σου, και την ησυχία όλων, και όλοι απεμπολούσαν τις ησυχίες τους πολύ ευχαρίστως, αντιλαμβανόμενοι πως ιστορίες που μιλάνε για πράγματα τόσο αφύσικα κι αλλόκοτα όσο τα ανθρώπινα όντα οφείλουν να είναι μακροσκελείς, για να μην πούμε περίπλοκες, οφείλουν να είναι τόσο μεγάλες και εκτενείς ώστε να μην τελειώνουν, ώστε βασικά να μην μπορούν να τελειώσουν στην από δω πλευρά του τάφου, και αν δεν έσβηνε κάποια στιγμή η φωτιά και αν δεν ακούγονταν τα πρωινά πουλιά, μπορεί και να συνεχίζονταν για πάντα.

Η ζωή στη Φάχα έχει παραμείνει ίδια εδώ και χίλια χρόνια. Ίδια κι απαράλλαχτη. Σ’ αυτή τη ζωή –τη ζωή στο σπίτι του παππού και της γιαγιάς του– αναζητά καταφύγιο ο δεκαεπτάχρονος Νόου, ένα ορφανό αγόρι, που από τη στιγμή που το σκάει από το εκκλησιαστικό οικοτροφείο και γίνεται άθεος, η ζωή του γεμίζει θαύματα. Ο Νόου είναι υπερχαρισματικός αφηγητής· αφηγείται τη ζωή τόσο βελτιωμένη, που την κάνει να μοιάζει επική.

Άλλωστε, στη Φάχα η εκκεντρικότητα αποτελούσε κανόνα. Οι άνθρωποι εξακολουθούσαν να μιλούν τη γλώσσα των πουλιών, των καρπών και του νερού. "Η μοναξιά είχε κάνει τον χαρακτήρα τους διαυγή σαν κρύσταλλο [...] τα παιδικά τους χρόνια είχαν γεύση από δάκρυα". Και επειδή στη ζωή τους τίποτα το σπουδαίο δε συνέβαινε, περίμεναν έναν ξένο για να της δώσει νέο νόημα.

Ο πλανήτης δεν ήταν ακόμη τόσο γεμάτος ώστε βλέποντας ένα ανθρώπινο πλάσμα στην πόρτα σου να μην εξάπτεται η περιέργειά σου και το ενδιαφέρον σου και, επειδή τότε η συνηθισμένη τροχιά της ζωής ήταν μικρότερη, οι ξένοι έφερναν και μια αίσθηση πως οι κουρτίνα της ζωής τραβήχτηκε λιγάκι και μπορούσες για λίγο να δεις τι βρισκόταν από πίσω.

Το μυθιστόρημα του Ουίλλιαμς είναι η αφήγηση ενός ανθρώπου που έθεσε ως στόχο στη ζωή του να γίνεται καλύτερος, ενός ανθρώπου που αναζητά την αγάπη, όχι στο πρόσωπο του πλησίον μόνο· αναζητά την αγάπη στην ολότητά της, στη βαθύτερη ουσία της. Είναι η αφήγηση ενός εφήβου που, όσο τη ζούσε, πίστευε πως εκείνη η προνεωτερική μορφή ζωής στη Φάχα δεν ήταν τίποτε το σπουδαίο θα έπρεπε και θα μπορούσε να είναι καλύτερη. Κάνοντας την αναδρομή, όμως, στο εφηβικό του  παρελθόν, αισθάνεται δέος μπροστά στην ποικιλοχρωμία της ζωής και των ανθρώπων.

Οι δυσκολίες και τα βάσανα αποτελούσαν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής για τόσο πολύ καιρό που θεωρούνταν πια κάτι αυτονόητο. Δεν υπήρχε η προσδοκία ότι τα πράγματα κάποια στιγμή θα αλλάξουν ή ότι μπορούσαν να αλλάξουν. Συνέχιζες να ζεις και, με τη βοήθεια της πίστης, της οικογένειας και του χαρακτήρα σου, προσαρμοζόσουν όσο καλύτερα μπορούσες σε όποιο βάσανο και κακοτυχία σού αναλογούσε.

Ο αναγνώστης παρακολουθεί τις τελευταίες στιγμές που κοινοτικής ζωής στην ενορία της Φάχα –μέχρι που ήρθε το ρεύμα και οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, μες στις ανέσεις της ηλεκτρικής απομόνωσης. Γυρίζοντας την τελευταία σελίδα, νιώθει πως ο μικρόκοσμος της Φάχα αποτελεί πραγματική μικρογραφία του κόσμου όλου. Μια μικρογραφία που σε βοηθά να συνειδητοποιήσεις πόσο μεγαλειώδες, πόσο εκπληκτικά απίθανο πράγμα είναι η ζωή. Και μπορείς πάνω στην τελευταία σελίδα "να σταθείς, να σταματήσεις ό,τι κάνεις για μια στιγμή, όσο διαρκεί ένα καρδιοχτύπι, και, ανεξαρτήτως του τι συμβαίνει μες στο μυαλό σου ή στην καρδιά σου, να πεις Αυτό είναι ευτυχία, λόγω της απλής αλήθειας ότι είσαι ζωντανός και μπορείς να το πεις".

Είθε να έχουμε όλη την τύχη να ζήσουμε τόσο πολύ ώστε να δούμε την εποχή μας να μετατρέπεται σε παραμύθι.

***

Νάιαλ Ουίλλιαμς, Αυτό είναι ευτυχία (μτφρ.: Κίκα Κραμβουσάνου), Δώμα, Αθήνα 2022. 


Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Πρόσωπα σε απόγνωση

"Πεθαίνουμε όλοι μας από ανία"

Ένα μεγάλο μυθιστόρημα πολλές φορές μπορεί να διαβαστεί μέσα σε μια μέρα. Δεν είναι σύνηθες, αλλά συμβαίνει. Τα Πρόσωπα σε απόγνωση της Πόλα Φοξ είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα "τσέπης" και διαβάζεται απνευστί. Δεν ξέρω αν βάζει κάτω τον Άπνταϊκ, τον Ροθ ή τον Μπέλοου, όπως σημειώνει ο Τζόναθαν Φράνζεν στην εισαγωγή του, αλλά μπορεί να αναμετρηθεί μαζί τους με μεγάλη ευκολία.  

Διαβάζοντας την ιστορία της Σόφη και του Ότο στο βιβλίο της Φοξ, θυμήθηκα τον Ζερόμ και τη Συλβί στα Πράγματα  του Ζωρζ Περέκ. Δύο νέοι άνθρωποι που ζουν στο Παρίσι στα τέλη της δεκαετίας του '60 ρίχνονται με τα μούτρα στη βιοπάλη, με σκοπό να κυνηγήσουν την ευτυχία. Μια ευτυχία που μέσα τους ταυτίζεται με την ιδιοκτησία: διαμερίσματα, εξοχικές κατοικίες, αυτοκίνητα, ακριβή διακόσμηση, πορσελάνινα σερβίτσια. Γεμίζουν τη ζωή τους με την ακόρεστη επιθυμία να φτιαχτούν και ξαφνικά κάθε χαρά μένει ημιτελής, κάθε στιγμή μοιάζει χαμένη. 

Οι Μπέντγουντ είχαν υψηλό εισόδημα. Δεν είχαν παιδιά και, μια και είχαν περάσει κι οι δυο τα σαράντα (η Σόφη ήταν δύο μήνες μεγαλύτερη από τον Ότο), δεν περίμεναν ότι θ' αποκτούσαν τώρα πια. Μπορούσαν ν' αποκτήσουν περίπου ό,τι ήθελαν. Είχαν ένα σεντάν Μερσέντες Μπενζ κι ένα σπίτι στο Λονγκ Άιλαντ με μακροπρόθεσμη υποθήκη, που δεν τους ήταν πια βάρος. 

Ο Ότο και η Σόφη έχουν φτάσει εκεί που κάθε ζευγάρι ονειρεύεται. Είναι αστοί και ζουν σε μια όμορφη μονοκατοικία στο Μπρούκλιν. Εκείνος είναι καταξιωμένος δικηγόρος, εκείνη δεν έχει ανάγκη από επάγγελμα. Στα καθιστικό τους φιγουράρουν ακριβές μπερζέρες και ντιζαϊνάτα φωτιστικά. Στα ράφια της βιβλιοθήκης τους έχει περίοπτη θέση ο Γκαίτε. 

- Κοίτα αυτά τα παπούτσια! Φτιαγμένα από κάποιον Ευρωπαίο σκλάβο για μια λιρέτα, σωστά; Πάνω σε τι δυστυχισμένα πλήθη αναπαυόμαστε όλοι! Νόμιζα πως η ματαιοδοξία μου θα υποχωρούσε όταν θα έφτανα τα πενήντα, αλλά έχει χειροτερέψει. 

Μέχρι που μια γάτα επιτίθεται στη Σόφη την ώρα που εκείνη της προσφέρει ένα μπολ με γάλα. Η γάτα πλησιάζει τη γλώσσα της στο μεσημεριανό της και τη στιγμή που η Σόφη επιχειρεί να τη χαϊδέψει, παίρνει φόρα και γαντζώνει τα δόντια στο χέρι που την ταΐζει. Η δαγκωνιά προκαλεί την εσωτερική κατάρρευση της Σόφη. Νιώθει παραμορφωμένη. Όχι από την επίθεση του ζώου, αλλά από αυτό που της προκάλεσε: φόβο και απέχθεια. Απέχθεια για τον άντρα της, απέχθεια για τη ζωή τους.

Τι έλεος θα μπορούσε να περιμένει; Ποιος θα τη λυπόταν για τον παιδιάστικο τρόμο της, την υπεκφυγή της, την προσποίησή της ότι δεν έχει συμβεί τίποτα τρομερό; Η ζωή ήταν εύκολη τόσο πολύ καιρό, στρογγυλεμένη και μαλακή, και τώρα, εδώ, με όλη την επιφανειακή του κοινοτοπία και την καλυμμένη φρίκη του, συνέβαινε αυτό το ηλίθιο επεισόδιο –που η ίδια είχε προκαλέσει– αυτή η αναξιοπρεπής αντιπαράθεση με τη θνητότητα.

Η Σόφη συνειδητοποιεί σταδιακά πόσο μισεί τον Ότο. Θα προτιμούσε να τον είχε δολοφονήσει ο συνέταιρός του; Να είχαν κάψει την αγροικία τους; Να την είχε σκοτώσει ο νέγρος έξω από το σπίτι τους; Να είχε κολλήσει λύσσα; "Θεέ μου, αν κόλλησα λύσσα, είμαι ίση μ’ αυτό που υπάρχει έξω”, μονολογεί. Απαριθμεί κάθε μέρα τις ευλογίες της, όπως έκανε κι η μάνα της: “Έχεις δικό σου χώρο, καλό φαγητό, καινούργια παπούτσια, δικό σου δωμάτιο, παιχνίδια, καθαρά ρούχα, μόρφωση, καλό περιβάλλον". Τις μετρά μία μία και τις βρίσκει πάντα λίγες. 

Όσο η καθημερινότητα του ζευγαριού ξεδιπλώνεται στα μάτια του αναγνώστη, οι πρωταγωνιστές θυμίζουν χαμογελαστούς κολυμβητές που ανταλλάσσουν κλοτσιές κάτω από το νερό. Μοιράζονται "εκείνο το ιδιαίτερο είδος αναλήθειας που κρύβεται τόσο αισχρά σε ενάρετες γνώμες και δείχνει μόνο τη έπαρση εκείνου που μιλάει". 

Έξω από το παράθυρο του σπιτιού τους αφρόντιστες πίσω αυλές, ακαταστασία, άνθρωποι που ψάχνουν στα σκουπίδια, μεθύστακες που κοιμούνται στα σκαλοπάτια, περαστικοί που κατουρούν όρθιοι, γονείς που ζουλάνε και φιλούν ρουφηχτά τα παιδιά τους. Δύο διαφορετικές όψεις του Μπρούκλιν, δύο διαφορετικές εικόνες της καθημερινότητας: βιτρίνα και πραγματικότητα, προσποίηση και αλήθεια, πολιτισμένες χειρονομίες και ενστικτώδεις αντιδράσεις. Τελικά, η λύσσα που φοβάται η Σόφη είναι "αυτό που υπάρχει εκεί έξω". Είναι η ίδια η ζωή. 

***

[1] Paula Fox, Πρόσωπα σε απόγνωση (μτφρ.:Ρένα Χατχούτ), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2021. 

[2] Στις φωτογραφίες: Η συγγραφέας και διάφορα πρόσωπα σε απόγνωση: Λιβ Ούλμαν και Έρλαντ Γιόζεφσον στις "Σκηνές από ένα γάμο" του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, η Σίρλεϊ Μακ Λέιν στο "Desperate characters" του Φρανκ Ντ. Γκίλροϊ, Ελίζαμπεθ Τέιλορ και Ρίτσαρντ Μπάρτον στο "Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ" του Μάικ Νίκολς.



Παρασκευή 15 Ιουλίου 2022

Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη


Ξέρεις τι αναρωτιόμουνα, Μόρις;

Πέ' μου, Τσάρλι. 

Σχετικώς με το θάνατο, Μος. 

Άντε πάλι. 

Είναι όσο σκληρό πράγμα λένε ότι είναι;

Δηλαδή; 

Δεν είναι κατά κάποιο τρόπο ένα ξαλάφρωμα, όταν εκείνος πλησιάζει και σε καλεί; Ο Μαύρος Άγγελος...; Για στάσου... Άκου... Το απαλό φτερούγισμά του... Τ' ακούς;

Τσαρλς;

Είμαστε εξίσου καλά αν τον αποφύγουμε, Μόρις; Αυτό ρωτάω. Με όλες αυτές τις μαλακίες που μας συμβαίνουν; 

Δεν τον βλέπω να 'ναι και καμιά εκδρομή στη φύση, Τσάρλι. Το θάνατο. 

Πιστεύεις ότι είναι το τέλος; 

Δε λέω ότι είναι το τέλος. Απλώς δεν το βλέπω σαν εκδρομή, ούτε σαν πικνίκ. 

Προσωπικά έχω μια αρκετά χαρούμενη θεωρία για το μεγάλο Θ. Για κάποιο λόγο. 

Τι βλέπεις εκεί κάτω, Τσάρλι; Στο τέρμα του δρόμου;

Δε βλέπω ένα λιβάδι με λουλούδια. Δε λέω αυτό, σε καμία περίπτωση. Ούτε βλέπω μιαν αμμουδιά στο φεγγαρόφωτο. Με όλες τις παλιές σου γκόμενες να σε περιμένουνε στη σειρά, η μία μετά την άλλη, στο άνθος της ηλικίας τους. Δεν βλέπω κάτι τέτοιο, με τίποτα. Αλλά αυτό που φαντάζομαι, Μόρις, είναι μια κάποια... ησυχία. Με νιώθεις; Απλώς ένα είδος... σιωπής. 

Υπέροχα, λέει ο Μόρις Χερν. Ανάπαυση. 

Άμα σκεφτείς τι έχουμε υπομείνει στη ζωή μας. Από πλευράς θορύβου. 

Μια πραγματική κακοφωνία, κύριε Ρέντμοντ. 

Ερχόμαστε στον κόσμο στην άκρη μιας κραυγής, πάνω στο κύμα των βογγητών των κακόμοιρων των μανάδων μας. 

Οι κακομοίρες οι μανάδες μας, να έχουν ξεσκίσει το στρώμα τους, τ' άχυρα να έχουν πεταχτεί έξω σχεδόν. 

Και το πρώτο πράγμα που κάνουμε; Αρχίζουμε κι εμείς να ουρλιάζουμε και να ωρυόμαστε. Ανοίγουμε τα πνευμόνια μας και του δίνουμε και καταλαβαίνει. Τα δίνουμε όλα. Και πώς αποχωρούμε; Στην άλλη άκρη της ζωής; Πολύ συχνά με τον ίδιο τρόπο. Ουρλιάζοντας ενώ βγαίνουμε... εκτός εαυτού! 

Και τι συμβαίνει ενδιαμέσως; 

Φασαρία, Μόρις. Θόρυβος. Θόρυβος και σαστιμάρα. 

Ψάχνει κανείς τα ήσυχα μέρη στη ζωή, Τσαρλς. Τα βρίσκει; 

Στην τρύπα του, ναι. 

Ή στην αγάπη, ίσως. 

Ίσως.

Την αγαπούσα, Τσάρλι. 

Το ξέρω. Πολύ λυπάμαι. 

Για ένα μεγάλο διάστημα. Την ήξερα, με καταλαβαίνεις; Τη Σίνθια. Ήξερα ποια είναι. 

Σκέφτεσαι πού μπορεί να έχει πάει;

Ναι, βέβαια. Και δε βλέπω καμία εκδρομή στη φύση και κανένα πικνίκ, Τσάρλι. 

Δηλαδή εννοείς ότι μπορεί απλώς...

Να είναι μια απ' τα ίδια. 

Στην από κει όχθη. Μπορεί απλώς να έχει πάλι...

Θόρυβο;

***

[1] Kevin Barry, Νυχτερινό πλοίο για Ταγγέρη (μτφρ.: Ορφέας Απέργης), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα 2021, σ.124-127.

[2] Φωτογραφία: Tristam Kenton. Ίαν ΜακΚέλεν και Πάτρικ Σιούαρτ στο "Περιμένοντας τον Γκοντό" του Σάμιουελ Μπέκετ. 

Δευτέρα 4 Ιουλίου 2022

Ο κύριος Μι

Κάθε έργο μυθοπλασίας πρέπει να περιέχει τουλάχιστον ένα ψεύδος που να συντηρεί τη συνοχή του. 

Είναι μερικοί άντρες που κάνουν τις γυναικοδουλειές τους και ξεμπερδεύουν πριν από τα σαράντα, λέει η κυρία Μπι. Αλλά είναι και κάτι άλλοι που περιμένουν να περάσουν τα ογδόντα, για να καταλάβουν ότι όλα αυτά είναι βλακείες. Μπορείτε εύκολα να μαντέψετε σε ποια κατηγορία ανήκει ο κύριος Μι. 

"Δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να ζείτε μ' όλα τούτα τα βιβλία πάνω απ' το κεφάλι σας", είπε η κυρία Μπι. 

"Μπορεί αυτός που τα 'γραψε να ήταν έξυπνος άνθρωπος, αλλά αυτός που πάει και τ' αγοράζει είναι χαζός. Λες και δεν σας φτάνουν τα βιβλία που 'χετε εδώ μέσα για να την περνάτε".

"Αυτή η σαβούρα κάνει μονάχα για μουσείο. Ένα κομπιούτερ χρειάζεστε". 

Ο κύριος Μι, ογδοηκοντούτης, παθιασμένος αναγνώστης του Χιουμ και φανατικός μελετητής της λογοτεχνίας του 18ου αιώνα, και η κυρία Μπι, μάλλον μεσήλικη λαϊκή γυναίκα ειδική στην εξολόθρευση της σκόνης, προσπαθούν να συνυπάρξουν. Εκείνος ασχολείται με τα γράμματα και εκείνη με την επιβίωσή του: διατροφή, υγιεινή, καθαριότητα.

Όσο η σκόνη και ο όγκος των βιβλίων αυξάνονται επικίνδυνα, τόσο η κυρία Μπι επιμένει πως ο κύριος Μι πρέπει να ξεφορτωθεί οτιδήποτε χάρτινο βρίσκεται στο σπίτι και να προμηθευτεί έναν υπολογιστή. Το παιδί του γείτονα, από τότε που αγόρασε αυτό το μαραφέτι, περνά επτά με οκτώ ώρες την ημέρα κοιτάζοντας μια πολύχρωμη οθόνη. Το ίδιο ακριβώς χρονικό διάστημα και ο κύριος Μι προσηλώνεται στις αράδες των βιβλίων του. Ξεφορτώνεσαι τη βιβλιοθήκη και αγοράζεις το μηχάνημα. Απλό. 

Ο κύριος Μι ακολουθεί τις συμβουλές της καλής του οικονόμου και ανακαλύπτει μια ολότελα καινούργια γλώσσα: επεξεργασία κειμένου, PC, σερφάρισμα, μνήμη...


Σε άλλα νέα, που λένε, οι Φεράν και Μινάρ, δύο παράξενοι τύποι που μοιράζονται το πάθος τους για το σκάκι και την ψητή πάπια, αναζητούν ελεύθερη εργασία για να την βγάλουν. Κλείνονται σε ένα δωμάτιο κι αρχίζουν να αντιγράφουν την Εγκυκλοπαίδεια. Χειρόγραφα που κάνουν φτερά και η δολοφονία της νεαρής Ζακλίν τούς οδηγούν σε ένα συναρπαστικό ταξίδι που θα τους φέρει σε επαφή ακόμη και με τον ίδιο τον Ρουσσώ!

Κάτι αιώνες αργότερα, η ύπαρξη των δυο αντιγραφέων θα απασχολήσει έναν μεσήλικα ακαδημαϊκό που αναζητά  ομοιότητες ανάμεσα στο έργο του Ζαν Ζακ Ρουσσώ και του Μαρσέλ Προυστ μαζί με ολίγη ανανέωση της ερωτικής του ζωής. 

Ο Προυστ έγραψε ένα μεγάλο μυθιστόρημα που αφορά ένα πρόσωπο που αποκαλείται "Εγώ" κι ας μην είναι πάντοτε αυτός ο ίδιος, και που σε ένα μόνο σημείο του βιβλίου ονομάζεται ως Μαρσέλ. [...] Τη μια ο "Εγώ" είναι ο ένας, άλλοτε πάλι ο άλλος, και μερικές φορές, κι αυτό είναι το μαγικό, κανένας απ' τους δύο. Κι όμως, για πάρα πολλούς αναγνώστες αυτά τα πρόσωπα ταυτίζονται. 

Φυγόκεντρες δυνάμεις, καινούργιοι χαρακτήρες, υποπλοκές και πληροφορίες κοντεύουν να τινάξουν τη μυθιστορηματική κατασκευή στον αέρα, μα σταδιακά βρίσκεται ο μίτος που οδηγεί τα πάντα σε μια απολαυστικά εξισορροπητική σύγκλιση, σύμφωνα με τη θεωρία του Κλαριέ και ακριβώς αυτό συμβαίνει στον Κύριο Μι του Άντριου Κράμεϋ. 

Τι θέση έχει, ή θα έπρεπε να έχει, η λογοτεχνία στη ζωή μας; Θα άλλαζε τίποτα στον κόσμο εάν επιλέγαμε ηγέτες βάσει των αναγνωστικών τους προτιμήσεων; 

Γράψιμο σημαίνει να εκθέτεις τον εαυτό σου στον υπέρτατο βαθμό, όπως πίστευε ο Κάφκα; Ποτέ δεν είσαι αρκετά μόνος για να γράψεις;

Υπήρξαν οι Φεράν και Μινάρ ή αποτέλεσαν αποκύημα της φαντασίας του Ρουσσώ; Κι αν ναι, τότε πώς δολοφονήθηκε ο ένας εκ των δύο και από ποιον; Είναι δυνατόν να δολοφονηθεί κάποιος που ουδέποτε υπήρξε;

Το σεξ είναι τελικά αυτό που έχουν στο μυαλό τους οι άνθρωποι όταν υποτίθεται πως παρακολουθούν μια ανακοίνωση σχετικά με τη λογοτεχνία του δέκατου όγδοου αιώνα; 

Λίγα μόνο από τα ερωτήματα που θέτει στον αναγνώστη αυτό το γλυκόπικρα ξεκαρδιστικό μυθιστόρημα. 

Τώρα πια ήμουν στ' αλήθεια μόνος. Η Κατριόνα με είχε εγκαταλείψει, το ίδιο και ο υπολογιστής μου. Ακόμα και το φαρμακευτικό μου απόθεμα είχε εξαντληθεί, και κανένας στα νάιτκλαμπς στα οποία τηλεφώνησα δεν είχε ακουστά για παραδόσεις κατ' οίκον. Για μια ακόμη φορά ήμουν ένας μοναχικός γέρος με αδύναμη φούσκα. Αλλά, όσες δυσκολίες κι αν μας περιμένουν, όσοι εφήμεροι σύντροφοι κι αν μας εγκαταλείπουν, όσους πόνους κι αγωνίες κι αν βιώνουμε, όλα αυτά είναι εντελώς προσωρινά, και αυτές τις στιγμές γνωρίζουμε πάντα πως οι πρώτοι και οι πιο αληθινοί μας φίλοι, των οποίων η εγκατάλειψη ίσως και να επέσπευσε τις συμφορές, θα είναι πάντα εκεί για μας περιμένοντας την επιστροφή μας. Ανέβηκα αργά τη σκάλα, για τελευταία φορά εκείνη τη μέρα, κρατώντας γερά την κουπαστή και λέγοντας από μέσα μου, "Ποιος θα το φανταζόταν ότι", και τα λοιπά, έως ότου έφτασα στο γραφείο μου, ξεκλείδωσα τα παραμελημένα ντουλάπια, κι άρχισα να τα βγάζω έξω ένα ένα. Τα πολύτιμα τετράδιά μου, τη μόνη αληθινή παρηγοριά μου. Μάλιστα, είπα στα βιβλία μου, μπορεί να είστε αραχνιασμένα και παλιωμένα, αλλά το ίδιο ισχύει και για μένα, κι έτσι είμαστε φτιαγμένοι ο ένας για τον άλλον. 

Όσο βρίσκεται πλάι στην κυρία Μπι, ο κύριος Μι υπάρχει πραγματικά; Όταν εκείνη φεύγει, απομακρύνεται από την ίδια του την ύπαρξη; Από τη συνήθεια; Από την ιδιότητα του μοναχικού αναγνώστη; Πρέπει να επιστρέψει εκείνη στη ζωή του για να επιστρέψει κι εκείνος στη ζωογόνο μοναξιά των βιβλίων; 

Ο κύριος Μι είναι ένα βιβλίο για τη λογοτεχνία του 18ου αιώνα και τους Εγκυκλοπαιδιστές. Ένα αστυνομικό θρίλερ. Μια ιστορία μυστηρίου. Ένα κάμπους νόβελ. Ένα βιβλίο για τους κινδύνους των σύγχρονων τεχνολογιών και το ψηφιακό έγκλημα. Ένα βιβλίο για τα βιβλία και όσους τα αγαπούν. Είναι όλα αυτά ή και τίποτε απ' αυτά. Είναι σίγουρα ένα καλό μάθημα για το πώς μπορεί διαφορετικά μυθοπλαστικά σύμπαντα να συναντηθούν και ετερόκλιτα λογοτεχνικά ύφη να συνυπάρξουν για να χαρίσουν γέλιο, γέλιο, γέλιο και συγκίνηση.

 * * * 

Άντριου Κράμεϋ, Ο κύριος Μι (μτφρ. Νίκος Παναγιωτόπουλος), Πόλις, Αθήνα 2001. 

Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2021

Neverhome

Άμα φας χώμα, βλέπεις παράξενα όνειρα. Ονειρεύεσαι ότι γυρνάς σπίτι.

Το 1861 ξεκινά ο Αμερικανικός Εμφύλιος. Η Κόνστανς Τόμπσον εγκαταλείπει τον άντρα της και το αγρόκτημά τους, για να υπηρετήσει. Εκείνος μένει πίσω για να "φυλάει τη ζωή που δεν είχαν και την οικογένεια που δεν απέκτησαν". Ένας Οδυσσέας που κάθεται σπίτι. Ή ένας "κύριος-Πηνελόπη". Η Κόνστανς περνά τα σύνορα από την Ιντιάνα στο Οχάιο και παρουσιάζεται στον στρατό της Ένωσης με το όνομα Ας. Τρώει γαλέτες, πίνει ουίσκι κάτω από τ' αστέρια μαζί με τους άλλους στρατιώτες, επιδεικνύει με κάθε ευκαιρία τη σωματική δύναμη και τον ιπποτισμό της, κερδίζει το παρατσούκλι-παράσημο "γενναίος Ας" και γράφει γράμματα στον άντρα της. 

Τα γράμματα που μου έστελνε ο Βαρθολομαίος ήταν σε τελείως άλλο επίπεδο. Είχε τον τρόπο με πέντε λέξεις να ξαναζωντανέψει όλο τον παλιό εκείνο κόσμο. Διαβάζοντας τα γράμματά του, μύριζα τα πρώτα αρώματα του φθινοπώρου και άκουγα τους πρώτους φθινοπωρινούς ήχους. Μια φορά έβαλε μέσα στον φάκελο το αστραφτερό φτερό ενός κόκκινου καρδινάλιου και μου είπε ότι το είχε βρει "να αιωρείται στο χείλος του πηγαδιού", μέσα στο οποίο θα χανόταν ίσως για πάντα αν δεν το είχε μαζέψει για να το στείλει να με βρει πετώντας στην άλλη άκρη του κόσμου. Δεν μπορώ να σας πω ακριβώς το γιατί, αλλά αυτή η φράση για το φτερό που πέταξε στην άλλη άκρη του κόσμου για να με βρει έφερε στη γωνιά του ματιού μου ένα δάκρυ που δεν έφυγε ακόμα και όταν το σκούπισα. 

Στον πόλεμο, η Κόνστανς δεν το βάζει στα πόδια. Κυνηγά, ασκείται στη σκοποβολή, σκοτώνει αντάρτες με το όπλο της.

Ήθελα να πιάσω το κεφάλι του νεκρού και να το κρατήσω στην αγκαλιά μου, αλλά δεν το έκανα, αφού ήξερα ότι σκέψεις σαν κι αυτή ήταν ένα από τα πράγματα που επίσης έπρεπε να μάθω να σκοτώνω. 

Το τιτίβισμα των κοκκινολαίμηδων, ο κορμός μιας μανόλιας, η ομορφιά κάθε στοιχείου της φύσης κάνει ακόμη πιο φρικαλέα την αγριότητα των μαχών. Η γη μετατρέπεται σε ομαδικό τάφο. Νεκροί γερμένοι σε κορμούς, νεκροί με τα πόδια στον αέρα, νεκροί που κρέμονται σαν φρούτα από τα κλαδιά των δέντρων. Σε έναν σφιχτά κλεισμένο γυλιό τρεις μεγάλες χούφτες παστό βοδινό, τυλιγμένο σε πετσέτες με κεντημένα τριαντάφυλλα. Μαζί με το βοδινό και ένα σημείωμα: 

Γύρνα πίσω, αγαπημένε μου γιέ. 


Η λιτή αφήγηση αφήνει χώρο για τρυφερότητα και λυρισμό σε μια πρόζα που άλλοτε μυρίζει μπαρούτι και άλλοτε ξεχειλίζει από τα αρώματα του δάσους.

Το μεσημέρι έφτασα  σ΄ ένα ωραίο παλιό αρχοντικό που είχε γίνει στάχτη από τη φωτιά. Το μόνο που είχε απομείνει ήταν τα σπιτάκια που ήταν χτισμένα ολόγυρά του, σαν μανιτάρια γύρω από ένα μαύρο τριαντάφυλλο. Έχωσα το κεφάλι μου σε δυο-τρία από αυτά, αλλά είδα μονάχα έναν σταυρό και μια εικόνα του προέδρου Λίνκολν από κάποιο περιοδικό. 

Όσο ζωντανή και να κρατήσει κανείς μέσα του την ομορφιά της ζωής και της φύσης, ο πόλεμος φαίνεται πως ποτέ δεν τελειώνει. Κι αν ακόμη τελειώσει, ένα κομμάτι του μένει πάντα ζωντανό. Από τον πόλεμο κανείς δεν επιστρέφει. Μετά τον πόλεμο κανείς δεν έχει πατρίδα. 

Έχετε πολεμήσει ποτέ με άντρα πάνω σε άλογο; Με άντρα που κρατά όπλο στο χέρι του; Με άντρα που έρχεται από το Νάτσεζ με το δαιμονισμένο άλογο που καβαλάει απ' όταν γεννήθηκε και διψάει για αίμα; Ένα παιδί, ούτε δυο μέτρα μακριά μου, έγινε αλοιφή από μια παρδαλή φοράδα με κόκκινα μάτια. 

Όσο υπηρετεί, η Κόνστανς μιλά με τη νεκρή της μητέρα. "Ποτέ μη γυρίζεις το άλλο μάγουλο". Θυμάται τις συμβουλές της και αναζητά στον πόλεμο τον εαυτό της. Χάνει το σύνταγμά της, περιπλανιέται στην κόλαση, καταλήγει σε κελιά και φρενοκομεία, μέχρι να βρει τον δρόμο του γυρισμού και να φτάσει στο σπίτι του πιο απροσδόκητου τέλους. 

*** 

[1] Λερντ Χαντ, Neverhome (μτφρ.: Χρήστος Οικονόμου), Πόλις, Αθήνα 2021. 



Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά


Humpty Dumpty sat on a wall
Humpty Dumpty had a great fall
All the king's horses and all the king's men
Couldn't put Humpty together again

Έχουν γραφτεί χιλιάδες πράγματα για τον Humpty Dumpty -τον πιο γνωστό ήρωα παιδικού τραγουδιού στον αγγλόφωνο κόσμο. Και είναι ενδιαφέρον που η φράση " All the king's men" υπάρχει σ' αυτό το αθώο τραγουδάκι, που μιλά για έναν ανθρωπάκο με μορφή αυγού, που πέφτει από έναν ψηλό τοίχο και μετά τη μεγαλειώδη πτώση του κανείς δεν μπορεί να τον επανασυναρμολογήσει.

Είναι κι αυτό ένα από τα θέματα στο μυθιστόρημα του Γουόρεν "Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά": η πτώση.  Μια πτώση γραμμένη και σκηνοθετημένη αριστουργηματικά, όπως μονάχα  στις σαιξπηρικές τραγωδίες την έχουμε παρακολουθήσει, όπως μονάχα ο άνθρωπος που φλερτάρει με την εξουσία μπορεί να τη βιώσει.

Ο Γουόρεν γράφει ένα πολιτικό βιβλίο -ή μάλλον, ένα βιβλίο για την Πολιτική- και μιλά για όσα κατά καιρούς μας απασχολούν ως αναγνώστες και πολιτικά όντα: τα ασαφή όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό, τους σκοπούς και τα μέσα, τον ηγέτη λαϊκής καταγωγής και τον λαϊκιστή, τη γλώσσα της αλήθειας και τη γλώσσα της εξουσίας, τη σκευή και την κατασκευή του ήρωα.

Και όλα αυτά μέσα από τη διήγηση ενός αφηγητή που όσο κι αν προσπαθεί να παραμείνει αποστασιοποιημένος, μετεωρίζεται διαρκώς ανάμεσα στον θαυμασμό και την απέχθεια για το αντικείμενο παρατήρησής του. 

Πάντως θα περάσει πολύς καιρός για να γίνει αυτό, τώρα όπου να 'ναι θα αφήσουμε το σπίτι για να επιστρέψουμε στον σπασμό του κόσμου, έξω από την ιστορία, για να μπούμε ξανά στην Ιστορία και ν' αναλάβουμε τη φοβερή ευθύνη του Χρόνου.

"All the king's men" (1949) 

Δυο δυνατοί χαρακτήρες, ο Γουίλι Σταρκ, κυβερνήτης μιας πολιτείας του αμερικανικού Νότου και ο Τζακ Μπέρντεν, δημοσιογράφος που παρακολουθεί την άνοδο του πολιτικού αστέρα και συμβάλλει σ' αυτή, ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο για τον πρωταγωνιστικό ρόλο και μοιράζονται μια πορεία κοινή. 

Η άδεια καρέκλα του εξωφύλλου υποδηλώνει με τον καλύτερο τρόπο πως η ηγεσία μπορεί εύκολα να αποδειχτεί μια χίμαιρα. Σου κάθεται τη στιγμή που έχεις χάσει όλα τα άλλα. Ή μάλλον σου κάθεται ακριβώς γι' αυτό. 

Η δημιουργία του ανθρώπου, για τον οποίο ο Θεός με την πρόγνωσή Του ήξερε ότι επέπρωτο να αμαρτήσει, είναι ο τρομερός δείκτης της παντοδυναμίας Του. Διότι είναι αμελητέα και ανάξια ευκολία για την Τελείωση το να δημιουργήσει απλώς το τέλειο. Κάτι τέτοιο,  ας είμαστε ειλικρινείς, δεν θα ήταν δημιουργία, αλλά προέκταση. 

Ο Γουίλι Σταρκ, παιδί αγροτικής οικογένειας, ξενυχτά στο φτωχικό πατρικό του σπίτι διαβάζοντας νομικά βιβλία. Το όραμα για έναν κόσμο λιγότερο ταξικό και άδικο, για μια ζωή καλύτερη από τη ζωή των Αμερικανών που ζουν στις φτωχές πολιτείες του Νότου λίγο μετά το κραχ του 1929, αλλά και η βοήθεια ενός σκανδάλου που θα οδηγήσει στον θάνατο δεκάδες μικρά παιδιά, γεννούν στον Γουίλι τη φιλοδοξία να γίνει δικηγόρος και αργότερα να κυβερνήσει έναν τόπο γεμάτο καλύβες και λασπότοπους, που όπως κάθε τέτοιος τόπος, περιμένει σωτήρες. Ο γάμος, η απόκτηση ενός μοναχογιού, ο πατέρας, το γέρικο πιστό σκυλί συμπληρώνουν λίγο λίγο τις ψηφίδες της οικογενειακής φωτογραφίας που εγγυάται τη νίκη.  

Ο Τζακ αφηγούμενος την άνοδο του Γουίλι στην εξουσία, κάνει αναδρομές σε αθώες κι ανέμελες στιγμές των παιδικών του χρόνων και λίγο λίγο αποκαλύπτει τον δικό του ρόλο σ' αυτό τον φαύλο κύκλο δωροδοκιών και προδοσίας, σ' αυτό το παιχνίδι διαφθοράς που μετατρέπει και τον καθαρότερο άνθρωπο σε αναρριχητικό τρωκτικό. 

Η πολιτική είναι η δράση και κάθε λογής δράση δεν είναι παρά μια ατέλεια στη τελειότητα της αδράνειας, που είναι η ειρήνη ακριβώς, όπως η ύπαρξη δεν είναι παρά μια ατέλεια στην τελειότητα της ανυπαρξίας που είναι ο Θεός. 

Η ιστορία του Γουίλι Σταρκ, η ιστορία του Τζακ Μπέρντεν, η ιστορία της Αμερικής του μεσοπολέμου, η ιστορία του ανθρώπου που ξεκινά με τις καλύτερες προθέσεις για να πρωταγωνιστήσει σε ένα τραγικό παιχνίδι εκβιασμών που μοιάζει αναπόφευκτο και μας καλεί να επανατοποθετηθούμε σε ό,τι αφορά το νόμιμο και το ηθικό. Μια τέτοια σπουδαία ιστορία είναι το "Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά". 


***

[1] Robert Penn Warren, Όλοι οι άνθρωποι του βασιλιά (μτφρ: Αθηνά Δημητριάδου),  Πόλις, Αθήνα 2020.  

[2] Στις εικόνες: O Humpty Dumpty σε διασκευή και εικονογράφηση του W.W. Denslow, σκηνή από την κινηματογραφική μεταφορά του  "All the king's men" σε σκηνοθεσία του Robert Rossen και δύο θεατρικές αφίσες των Andrzej Pagowski και Stasys Eidrigevičius. 



Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2021

Πρώτος έρωτας



Πριν από είκοσι χρόνια περίπου, δούλευα σε ένα μεγάλο βιβλιοπωλείο της Αθήνας. Είχα μετακινηθεί σε διάφορα τμήματα -από την τέχνη στα κοινωνιολογικά και περιστασιακά στη λογοτεχνία- μέχρι που κατέληξα σε ένα παταράκι που είχε κόμικς, τουριστικούς οδηγούς και τις λεγόμενες προσφορές. Φοιτήτρια ακόμα, δούλευα εκεί τα απογεύματα, που τότε δεν είχαν και τόσο κόσμο, τουλάχιστον όχι τις καθημερινές. Η Δευτέρα, μάλιστα, ήταν σχεδόν νεκρή. Οι βιβλιόφιλοι είχαν κάνει τα ψώνια τους από το Σάββατο, γραφεία, υπουργεία και δημόσιες υπηρεσίες έκλειναν μετά τις τρεις και εκείνα τα χρόνια λίγα μαγαζιά έμεναν ανοιχτά στο κέντρο τις Δευτέρες και τις Τετάρτες. Ακόμη και το εμπορικό τρίγωνο ερήμωνε. 

Από τις τρεις μέχρι και τις οκτώ, λοιπόν, ήμουν σκαρφαλωμένη σε εκείνο το πατάρι και, όταν δεν υπήρχε κόσμος να εξυπηρετήσω, διάβαζα παλιά και ξεχασμένα βιβλία που οι εκδότες πρόσφεραν για τελευταία φορά σε χαμηλή τιμή. Έτσι είχα διαβάσει ιστορικά του Κυριάκου Σιμόπουλου, άπαντα τα διηγήματα του Δημοσθένη Βουτυρά, κάποια από τα μυθιστορήματα του Θανάση  Βαλτινού, προτού μετακομίσουν από τις εκδόσεις Άγρα στην Εστία. Εκεί γνώρισα και λάτρεψα την Κάρσον ΜακΚάλλερς (την είχε μεταφράσει για τον Κέδρο ο Μένης Κουμανταρέας), την τριλογία του Ντος Πάσος για την Αμερική, την αυτοβιογραφία του Λουί Μπουνιουέλ, μικρά κλασικά των εκδόσεων Νεφέλη και πολλά άλλα. 


Η σειρά, όμως, που θυμάμαι εντονότερα ήταν τα βιβλία τσέπης του Οδυσσέα. Μικρά, ελαφριά, το ευτελές χαρτί τους θύμιζε βίπερ, αλλά οι τίτλοι τους ένας κι ένας. Ήταν ολιγοσέλιδα, συλλογές διηγημάτων συνήθως ή το πολύ πολύ καμιά νουβέλα. Μια πρώτη αποκάλυψη ήταν ο Μπάρτλμπυ ο γραφιάς του Χέρμαν Μέλβιλ. Σ' αυτή τη σειρά του Οδυσσέα, είχε πρωτοεμφανιστεί στα ελληνική γράμματα και ο Ίαν Μακ Γιούαν, που ξανάπεσε στα χέρια μου πρόσφατα. Η πρώτη του συλλογή είχε τον τίτλο Πρώτος έρωτας και κυκλοφόρησε στα ελληνικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Πολύ θα ήθελα να ξέρω πώς την υποδέχτηκε εκείνα τα χρόνια κριτική. 

Αυτό που είχε συμβεί πιθανόν να ήταν από τα πιο θλιβερά ζευγαρώματα στην ιστορία της συνουσιαζόμενης ανθρωπότητας, όπου ανακατεύονταν ψέμα, απάτη, ταπείνωση, αιμομιξία, ο σύντροφός μου κοιμισμένος, εγώ με οργασμό μυρμηγκιού και οι λυγμοί που τώρα γέμιζαν την κρεβατοκάμαρα. Αλλά εγώ ήμουν ευχαριστημένος μ' αυτό, με το εαυτό μου, με την Κόνι, και ήθελα να μείνουν τα πράγματα για λίγο έτσι, να καταλαγιάσει η υπόθεση. Πήγα την Κόνι στο μπάνιο και άρχισα να γεμίζω τον νιπτήρα -οι γονείς μου θα γύριζαν σε λίγο και η Κόνι έπρεπε να κοιμάται στο κρεβάτι της. Είχα επιτέλους μπει στον κόσμο των μεγάλων, ήμουν ικανοποιημένος μ' αυτό.


Η συλλογή αποτελούνταν από οκτώ διηγήματα, καθένα από τα οποία αφορά μια διαστροφή. Στη "Σπιτική συνταγή" ένας έφηβος βιάζει τη μικρή του αδερφή. Στη "Στερεομετρία" ένας άνδρας που επιμελείται τα απομνημονεύματα του προπάππου του και κρατά σαν φυλαχτό ένας πέος στη φορμόλη, κάνει έρωτα μετά από μήνες με τη σύντροφό του δίνοντας στο σώμα της μια στάση που τελικά με έναν μαγικό τρόπο την αφανίζει. Στην "Τελευταία μέρα του καλοκαιριού", ένα ορφανό αγόρι σφυρίζει αδιάφορα στον πνιγμό μιας χοντρής του φίλης. Στο "Ο Κόκερ στο θέατρο" ένα ζευγάρι ηθοποιών κάνει έρωτα την ώρα της πρόβας. Ένας άντρας παραμένει το μωρό της μαμάς του, ακόμη και μετά την ενηλικίωσή του, μια παρέα παιδιών ψήνουν μια γάτα, ένα ζευγάρι νεαρών εραστών σκοτώνουν έναν αρουραίο που με τις νυχιές του στον τοίχο επενδύει μουσικά την ερωτική τους πράξη, μια μεσήλικη γυναίκα αναγκάζει τον ανιψιό της να μεταμφιέζεται σε μικρή κοπελίτσα κι εκείνη υποδύεται τον αυστηρό αξιωματικό του. 

Προσπάθησε να σταματήσει την ανάπτυξή μου και για πολύ καιρό το πέτυχε. Ξέρεις, δεν έμαθα να μιλάω κανονικά ως τα δεκαοχτώ μου. Δεν πήγα σχολείο, με κράτησε σπίτι, γιατί έλεγε πως ήταν πολύ σκληρό περιβάλλον. Μέρα νύχτα με κράταγε αγκαλιά. Δεν της άρεσε που δεν χώραγα πια στο παιδικό κρεβατάκι μου και πήγε κι αγόρασε ένα κρεβάτι με κάγκελα σε κάποια δημοπρασία νοσοκομείου. Τέτοια πράγματα έκανε. Ως τη μέρα που έφυγα κοιμόμουν σ' αυτό το πράμα. Δεν μπορούσα να κοιμηθώ σε κανονικό κρεβάτι, φοβόμουν πως θα έπεφτα και δεν μ' έπαιρνε ο ύπνος. Την πέρναγα έξι πόντους κι εκείνη ακόμα προσπαθούσε να μου δένει τη σαλιάρα γύρω από το λαιμό. 

Η πρώτη ιστορία της συλλογής ("Συζήτηση με τον άνθρωπο στην νουλάπα") γράφτηκε το 1970, όταν ο συγγραφέας ζούσε ως μεταπτυχιακός φοιτητής στο Νόργουιτς. Οι κριτικοί αντιμετώπισαν το έργο τόσο αμήχανα που ήταν δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς μια θετική από μια αρνητική κριτική, μιας και όλες επέμεναν στην ηθική διάσταση του έργου και όχι στη λογοτεχνική του αξία. Ο νεαρός συγγραφέας ήθελε να σπάσει τη μονοτονία του "Hamstead divorce novel", μυθιστόρημα της εποχής που αφορούσε τα μικροπροβλήματα στις προσωπικές σχέσεις Άγγλων της μεσαίας τάξης, υπενθυμίζοντας πως οι ηθικές αναστολές, τα διλήμματα, η παιδική σκληρότητα και ο πόθος μπορούν να πάρουν πολύ πιο ακραίες και πολύ ρεαλιστικότερες μορφές. 

Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, είναι ζητούμενο αν γίναμε πιο σεμνότυφοι ή πιο απελευθερωμένοι. Μπερδεμένοι στον σύγχρονο βηματισμό μιας "πολιτισμένης" κοινωνίας αδυνατούμε να ορίσουμε τι σημαίνει κακοποίηση, τι σημαίνει  βία. Το σίγουρο, πάντως, είναι πως ο Μακ Γιούαν από είκοσι χρονών ήταν αποφασισμένος να γίνει συγγραφέας και το συγγραφικό του ντεμπούτο υπήρξε εκρηκτικό. Πιο χαμηλόφωνος σήμερα, αγαπιέται πολύ από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό, αν και πολλά από τα παλιά του έργα είναι δυσεύρετα. Εκείνα τα παλιά, καλά, εξαντλημένα βιβλία μάς σύστησαν τους συγγραφείς που αγαπήσαμε. 

***

Ίαν Μακ Γιούαν, Πρώτος έρωτας (μτφρ. Ρωξάνη Καυτατζόγλου), Οδυσσέας, Αθήνα 1979. 

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2021

Κοινοβιακή βαβέλ


έπρεπε να στήσουν ένα σύστημα διαχείρισης και μαζεύτηκαν ένα Σάββατο πρωί στο φουαγιέ για να το συζητήσουν

οι μαρξιστές απαίτησαν να συσταθεί μια Κεντρική Επιτροπή της Εργατικής Δημοκρατίας της Γης της Ελευθερίας, που ήταν κομμάτι υποκριτικό, σκέφτηκε η Άμα, μια και οι περισσότεροι είχαν πάρει "μια θέση αρχής ενάντια στα σκυλιά που διηύθυναν τον καπιταλισμό" σαν δικαιολογία για να μη δουλεύουν

οι χίπηδες πρότειναν να σχηματίσουν ένα κοινόβιο και να μοιράζονται τα πάντα, αλλά ήταν πολύ χαλαροί και άνετοι, όλοι μιλούσαν πιο δυνατά απ' αυτούς

οι περιβαλλοντολόγοι ήθελα να απαγορέψουν τα αεροζόλ, τις πλαστικές σακούλες και τα αποσμητικά, γεγονός που τους έκανε όλους να στραφούν εναντίον τους, ακόμα και τους πανκ που δεν ήταν ακριβώς γνωστοί επειδή μοσχοβολούσαν

οι χορτοφάγοι απαίτησαν μια πολιτική απαγόρευσης του κρέατος, οι βίγκαν ήθελαν να επεκταθεί και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, οι μακροβιοτικοί πρότειναν να τρώνε λάχανο στον αχνό για πρωινό

οι Ρασταφαριανοί ήθελαν να νομιμοποιηθεί η κάνναβη και να τους παραχωρηθεί ένα κομμάτι στο χώρο πἰσω από το κτήριο για τις Νιαμπίνγκι συγκεντρώσεις τους 

οι Χάρι Κρίσνα ήθελαν να πάνε όλοι μαζί τους το ίδιο κιόλας απόγευμα για να παίξουν τα τύμπανά τους στην Όξφορντ Στριτ

οι πανκ ήθελαν την άδεια να παίζουν εκκωφαντική μουσική αλλά όλοι οι άλλοι έβαλαν τις φωνές κάνοντάς τους να σωπάσουν

οι γκέι ήθελαν να ενσωματωθεί αντιομοφοβική νομοθεσία στο σύνταγμα του κτηρίου, στο οποίο όλοι απάντησαν ποιο σύνταγμα;

οι ριζοσπαστικές φεμινίστριες ήθελαν έναν χώρο μόνο για γυναίκες, που θα τον διοικούσε ένας δικός τους συνεταιρισμός

οι λεσβίες ριζοσπαστικές φεμινίστριες ήθελαν έναν δικό τους χώρο μακριά από τις μη-λεσβίες ριζοσπαστικές φεμινίστριες, που επίσης θα τον διοικούσε ένας δικός τους συνεταιρισμός

οι μαύρες ριζοσπαστικές λεσβίες φεμινίστριες ήθελαν το ίδιο αλλά με την προϋπόθεση ότι κανένας λευκός οποιουδήποτε φύλου δεν θα επιτρεπόταν να μπει μέσα

οι αναρχικοί αποχώρησαν επειδή οποιαδήποτε μορφή διακυβέρνησης αποτελούσε προδοσία όλων εκείνων τα οποία πίστευαν

η Άμα προτιμούσε να κανονίζει τη ζωή της μόνη της και να συναναστρέφεται εκείνους που δεν προσπαθούσαν να επιβάλουν τη θέλησή του σε κανέναν άλλο. 


***

[1] Bernardine Evaristo, Κορίτσι, γυναίκα, άλλο (μτφρ. Ρένα Χατχούτ), Gutenberg, Αθήνα 2020.