Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2020

Τζέιμς Μπόλντουιν


Επειδή ο μπαρμπα-Θωμάς αρνείται να πάρει εκδίκηση, δεν ήταν ήρωας για μένα.
Τζέιμς Μπόλντουιν


Είχα διαβάσει το Μια άλλη χώρα του Τζέιμς Μπόλντουιν φοιτήτρια, πριν από είκοσι χρόνια περίπου. Το τελείωσα με κομμένη την ανάσα. Αγάπησα τον Ρούφους, κι ας βουτάει από τη γέφυρα στις πρώτες εκατό σελίδες. Όλο το μυθιστόρημα κινείται γύρω από κείνον. Άκουσα δεκάδες φορές τους δίσκους της Billie Holiday και της Bessie Smith. Στη φωνή που έβγαινε από το πικαπ, έδινα τη μορφή της Άιντα, μιας μαύρης οργισμένης καλλονής που τη μισείς και τη λατρεύεις. Σκεφτόμουν για βδομάδες αυτή την άτυχη παρέα λευκών και έγχρωμων νέων που μάταια προσπαθούν να αγαπήσουν και να αγαπηθούν. Διάβαζα ξανά και ξανά τους έρωτές τους, συνειδητοποιώντας πως ο έρωτας δεν έχει χρώμα και φύλο.

Το ξαναδιάβασα πριν από δύο μήνες περίπου, συγκλονισμένη όσο και τότε που ρουφούσα την κάθε του σελίδα μαγεμένη από μαύρες λογοτεχνίες και μουσικές, πρωτοσυγκινημένη από πράγματα όπως μόνο στα δεκαεννιά μπορείς να νιώσεις. 


Η νιότη είναι μάλλον η χειρότερη περίοδος στη ζωή του ανθρώπου. Όλα συμβαίνουν για πρώτη φορά, αλλά η πίκρα που έρχεται μετά κρατάει για πάντα. Αργότερα καταλαβαίνεις ότι υπήρχε κάτι πολύ όμορφο σε όλα αυτά. Και ο λόγος που το καταλαβαίνεις είναι ότι δεν πρόκειται να είσαι νέος ποτέ ξανά.[1]

"Μόνο η αγάπη μπορεί να καταφέρει το θαύμα να κάνει μια ζωή υποφερτή", γράφει ο Μπόλντουιν. "Αλλά κι η αγάπη τις περισσότερες φορές αποτυγχάνει". Οι ήρωές του, εξόριστοι από την κοινωνία που τους έτυχε να ζήσουν, υποφέρουν, προδίδονται, βυθίζονται απεγνωσμένα στο αδιέξοδο, μοιράζονται τους φόβους και την αλήθεια τους. 

Νόμιζα ότι μισούσαν τους λευκούς, πράγμα που ήταν λογικό. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη σκληρή αλήθεια -ότι δεν άντεχαν δηλαδή να τους περιφρονούν. Δεν ήξεραν ότι οι πάντες σχεδόν περιφρονούν τους πάντες, ούτε μπορούσαν να αντιληφθούν ότι ο κόσμος -ή τουλάχιστον αυτός ο κόσμος που γνωρίζουμε- είναι γεμάτος με ανθρώπους που απεχθάνονται τους άλλους επειδή απεχθάνονται τον εαυτό τους.[1] 



Μετά το Μια άλλη χώρα, ήρθε το Κουαρτέτο του Χάρλεμ να μου θυμίσει τις παρέες των νέγρων μουσικών που αγωνίζονται να μείνουν ζωντανοί στην Αμερική της δεκαετίας του '60. Η υπόκρουση στο Κουαρτέτο του Χάρλεμ είναι τα γκόσπελ. Στο Μια άλλη χώρα ήταν η τζαζ. Ο Ρούφους τραγουδούσε στα τζαζ μπαρ του Χάρλεμ. Ο Άρθουρ κάνει περιοδείες στις εκκλησίες του αμερικανικού Νότου. Και οι δύο πρωταγωνιστές είναι νεκροί από τις πρώτες σελίδες κιόλας. Γύρω από την απουσία τους πλέκονται αφηγήσεις, ιστορίες, έρωτες και αυταπάτες όσων τους αγαπούσαν. Όταν αυτοκτονεί ο Ρούφους, ο πατέρας του αρνείται να ξαναπροσευχηθεί. Όταν πεθαίνει ο Άρθουρ, ο εραστής του αναρωτιέται αν η σχέση τους θα ήταν αρεστή στον Θεό, αν όταν έρθει η Ημέρα της Κρίσης ο Κύριος θα εκφράσει την ετυμηγορία του για τον τρόπο που είχαν ν' αγαπούν. 

Θα το ομολογήσω μπροστά σ' όλους τους Θεούς της ερήμου, κι όταν θα μου έχουν φράξει το λαρύγγι με άμμο, το τραγούδι που άκουσα κι έμαθα να εμπιστεύομαι, φίλε μου, στα γόνατα του αδερφού σου, θα συνεχίσει να αντιλαλεί στον αέρα. Και θα γεμίσει την έρημο με νερό, γιατί αυτό υποτίθεται πως πρέπει να κάνει το τραγούδι.[1] 

Η Αμερική του Μπόλντουιν δεν είχε χώρο για τους ομοφυλόφιλους, τους  "αράπηδες", τα φτωχά κορίτσια του Νότου,  τα έγχρωμα ζευγάρια. 

Από τη στιγμή που γεννιέσαι, επειδή δεν έχεις μάθει να κάνεις τίποτε άλλο, όποια πέτρα κι αν σηκώσεις και όποιο πρόσωπο κι αν δεις είναι λευκό και, επειδή δεν έχεις κοιταχτεί ακόμα στον καθρέφτη, νομίζεις ότι είσαι έτσι κι εσύ. Και παθαίνεις μεγάλο σοκ όταν, στα πέντε, έξι ή εφτά σου χρόνια, ανακαλύπτεις ότι, τότε που υποστήριζες τον Γκάρι Κούπερ βλέποντάς τον να εξολοθρεύει τους Ινδιάνους, ο Ινδιάνος ήσουν εσύ. Παθαίνεις μεγάλο σοκ όταν ανακαλύπτεις ότι η χώρα όπου γεννήθηκες, και στην οποία χρωστάς τη ζωή και την ταυτότητά σου, δεν έχει προβλέψει, στο όλο σύστημα της πραγματικότητάς της, ούτε μια σπιθαμή χώρου για σένα.[2]
*

Οι λευκοί πρέπει να προσπαθήσουν να βρουν μες στην καρδιά τους τον λόγο που τους ήταν εξαρχής απαραίτητο να έχουν έναν “αράπη”, γιατί δεν είμαι αράπης, είμαι άνθρωπος. Αν όμως εσείς με θεωρείτε αράπη, αυτό σημαίνει πως έχετε ανάγκη από αράπηδες. Να τι θα έπρεπε να αναρωτηθείτε, να τι θα έπρεπε να αναρωτηθούν οι λευκοί αυτής της χώρας, οι Βόρειοι και Νότιοι, γιατί η χώρα είναι μία, και για τον νέγρο δεν υπάρχει καμία διαφορά μεταξύ Βορρά και Νότου –υπάρχει μόνο μια μικρή διαφορά στον τρόπο με τον οποίο σε ευνουχίζουν, μα ο ευνουχισμός παραμένει ίδιον της Αμερικής... Αν λοιπόν εγώ δεν είμαι αράπης σε αυτή την ιστορία και εσείς απλώς τον επινοήσατε, αν εσείς οι λευκοί τον επινοήσατε, τότε πρέπει να ανακαλύψετε το γιατί. Και το μέλλον της χώρας εξαρτάται από αυτό ακριβώς, από το αν δηλαδή θα μπορέσει ή όχι να θέσει στον εαυτό της τούτο το ερώτημα. [2]

Γεγονότα που συνταράζουν, τρυφερή αφήγηση, νιάτα, ο ήχος της τζαζ, ο έρωτας σε κάθε μορφή του, ο αργός ρυθμός της οικογενειακής σάνγκας του Χάρλεμ, ένας νέγρος που ορθώνει το ανάστημά του στην αμερικανική υποκρισία, που αρνείται να ταυτιστεί με τον τυφλό και εκδικητικό ακτιβισμό των συντρόφων του, που διεκδικεί το δικαίωμα του ομοφυλόφιλου να αγκαλιάζει τον σύντροφό του και να κλαίει στην αγκαλιά του χωρίς να κρύβεται. Διαβάζοντας τον Μπόλντουιν ξέρεις ότι διαβάζεις έναν καλό άνθρωπο που ξέρει να σου πει μια ιστορία. 

***

Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:

[1] James Baldwin, Το κουαρτέτο του Χάρλεμ (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου), Πόλις, Αθήνα 2019. 
[2] James Baldwin, Δεν είμαι ο νέγρος σου (μτφρ. Ισμήνη Θεοδωροπούλου), Πόλις, Αθήνα 2019. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου