Στις εννιά το βράδυ της Παρασκευής, 27 Ιουλίου 2012:
Η Σόφι και ο Ίαν ήταν καθισμένοι στον καναπέ του σπιτιού τους, παρακολουθώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην τηλεόραση.
Ο Κόλιν Τρότερ ήταν μόνος στο σπίτι του στο Ρέντναλ, καθισμένος στην πολυθρόνα του, παρακολουθώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην τηλεόραση.
Η Έλενα Κόλαν ήταν μόνη στο σπίτι της στο Κέρνελ Μάγκνα, καθισμένη στην πολυθρόνα της, παρακολουθώντας την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων στην τηλεόραση.
Ο Τζόναθαν Κόου είναι από τους συγγραφείς που στην Ελλάδα έχουν τους ακολούθους τους. Κάποιοι από μας έχουμε διαβάσει όλα ή σχεδόν όλα του τα βιβλία. Εμένα το μόνο που μου ξέφυγε ήταν ο Κλειστός κύκλος, κι έτσι δεν είδα τους ήρωες της Λέσχης των τιποτένιων να ωριμάζουν. Τους ξανασυνάντησα, περίπου είκοσι χρόνια μετά, τακτοποιημένους μεσήλικες στη Μέση Αγγλία και τα πλούσια προάστια του Λονδίνου.
Λένε πως ο τίτλος Μέση Αγγλία παραπέμπει στη Μέση γη του Τόλκιν, ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα εμπνεύστηκε την περιοχή του ειδυλλιακού Σάιρ από το Μπέρμιγχαμ. Να πω την αλήθεια, με το που έπιασα το βιβλίο στα χέρια μου ταύτισα τη Μέση Αγγλία με τη μέση ηλικία. Middle aged in middle England. Ίσως επειδή η "πολιτική ορθότητα", πάνω στην οποία προβληματίζεται ο συγγραφέας και οι ήρωές του σ' αυτό το μυθιστόρημα, αποτελεί χαρακτηριστικό της.
Την τελευταία φορά που ο Κόου επισκέφτηκε την Ελλάδα, είχε δηλώσει στο κοινό πως θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά δεν θα ήθελε να τοποθετηθεί για δύο πράγματα: τον Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit. Τελικά μίλησε γι' αυτά μέσα από το τελευταίο μυθιστόρημά του. "Βλέπεις, οι Βρετανοί δεν πιστεύουν στην πρόοδο. Στα λόγια είναι μια χαρά, βέβαια, αλλά όταν έρχεται η ώρα της πράξης, δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στη λέξη 'πρόοδος' -ούτε και στην ιδέα. Γιατί απειλεί το σύστημα που τους εξυπηρετεί τόσο καλά εδώ και μερικούς αιώνες", έγραφε ο Κόου στο Expo 58, και αναρωτιόμαστε σήμερα αν αυτή η αντίδραση στην πρόοδο ή την "πολιτική ορθότητα" τελικά οδήγησε μια, έστω οριακή, πλειοψηφία Βρετανών να ψηφίσουν την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι άνθρωποι που κάποτε κρατούσαν μια σπουδαία βρετανική παράδοση ζωντανή με τα κυνηγόσκυλά τους, δεν είναι πλέον ελεύθεροι να το κάνουν. Κι αν κάποιος από μας τολμήσει να διαμαρτυρηθεί γι' αυτό, τον αναγκάζουν να σωπάσει. Το τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο μας αγνοεί ή μας αντιμετωπίζει με περιφρόνηση. Η εκλογική διαδικασία είναι απλώς χάσιμο χρόνου, εφόσον όλοι οι πολιτικοί συμφωνούν με τις ίδιες μοντέρνες απόψεις.
Την τελευταία φορά που ο Κόου επισκέφτηκε την Ελλάδα, είχε δηλώσει στο κοινό πως θα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις, αλλά δεν θα ήθελε να τοποθετηθεί για δύο πράγματα: τον Ντόναλντ Τραμπ και το Brexit. Τελικά μίλησε γι' αυτά μέσα από το τελευταίο μυθιστόρημά του. "Βλέπεις, οι Βρετανοί δεν πιστεύουν στην πρόοδο. Στα λόγια είναι μια χαρά, βέβαια, αλλά όταν έρχεται η ώρα της πράξης, δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στη λέξη 'πρόοδος' -ούτε και στην ιδέα. Γιατί απειλεί το σύστημα που τους εξυπηρετεί τόσο καλά εδώ και μερικούς αιώνες", έγραφε ο Κόου στο Expo 58, και αναρωτιόμαστε σήμερα αν αυτή η αντίδραση στην πρόοδο ή την "πολιτική ορθότητα" τελικά οδήγησε μια, έστω οριακή, πλειοψηφία Βρετανών να ψηφίσουν την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι άνθρωποι που κάποτε κρατούσαν μια σπουδαία βρετανική παράδοση ζωντανή με τα κυνηγόσκυλά τους, δεν είναι πλέον ελεύθεροι να το κάνουν. Κι αν κάποιος από μας τολμήσει να διαμαρτυρηθεί γι' αυτό, τον αναγκάζουν να σωπάσει. Το τοπικό τηλεοπτικό δίκτυο μας αγνοεί ή μας αντιμετωπίζει με περιφρόνηση. Η εκλογική διαδικασία είναι απλώς χάσιμο χρόνου, εφόσον όλοι οι πολιτικοί συμφωνούν με τις ίδιες μοντέρνες απόψεις.
Σατιρικός όπως πάντα, ο Κόου παρουσιάζει μια χώρα όπου αναβιώνουν αντιθέσεις και διαφωνίες που δεν είναι απλώς ταξικές. Οι Εργατικοί καμώνονται τους φιλόζωους και απαγορεύουν το κυνήγι της αλεπούς όχι γιατί ενδιαφέρονται για την ευημερία των ζώων, αλλά γιατί απεχθάνονται την ανώτερη τάξη. Η αποδοχή του βεγκανισμού, των ομοφυλοφιλικών σχέσεων, της προαγωγής μιας μουσουλμάνας (και αλλόθρησκη και γυναίκα) σε μια ανώτερη θέση που διεκδικεί ταυτόχρονα ένας Βρετανός συνάδελφός της, παρουσιάζονται ως μικρά στοιχεία καθημερινότητας που διχάζουν τους Βρετανούς.
"Η μεσαία τάξη της Αγγλίας", είπε απευθυνόμενη ευθέως στον Κινέζο φιλοξενούμενο, "ψήφισε τον κύριο Κάμερον, γιατί δεν είχε καμία άλλη, αληθινή επιλογή. Η εναλλακτική ήταν αδιανόητη. Αλλά, αν μας δοθεί ποτέ η ευκαιρία να του πούμε τι πραγματικά πιστεύουμε γι' αυτόν, τότε, πιστέψτε με, θα την αδράξουμε".
Ο Κόου, όπως ακριβώς έκανε και στη Λέσχη των τιποτένιων για τη δεκαετία του '70 ή στο Τι ωραίο πλιάτσικο! για τη δεκαετία του '80, σχολιάζει την επικαιρότητα και τον βαθύ πολιτικό διχασμό της εποχής μας. Ο αναγνώστης θα έχει να θυμάται τις σελίδες που αφιερώνονται στην τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2012 και τις αντιδράσεις που προκαλεί σε καθέναν από τους πρωταγωνιστές, την αναφορά στις πολιτικές αναταραχές και τη δολοφονία της Τζο Κοξ λίγο πριν από το δημοψήφισμα για το Brexit, την περιγραφή της καθίζησης της βρετανικής αυτοκινητοβιομηχανίας, τον ανάλγητο πόλεμο, τη λασπολογία και το τρολάρισμα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης -που εύστοχα θίγονται και στον Αριθμό 11.
Δεν λέω... εννοώ, το ξέρω ότι φτιάχναμε χάλια αυτοκίνητα. Το ξέρω πως οι Γερμανοί και οι Ιάπωνες κατασκευάζουν καλύτερα αυτοκίνητα από όσο φτιάχναμε εμείς ποτέ. Δεν ξεμωράθηκα. Τα καταλαβαίνω όλα αυτά. Καταλαβαίνω γιατί οι άνθρωποι προτιμούν να αγοράσουν ένα αυτοκίνητο από την Ιαπωνία, που δεν πρόκειται να χαλάσει μετά από δύο χρόνια, όπως συνέβαινε με τα δικά μας. Όμως, αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι... Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι πού θα τελειώσει αυτό; Πώς μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι; Δεν φτιάχνουμε τίποτα πια.
Διάβασα το βιβλίο στην Αγγλία, ακούγοντας αρκετές φορές τις νοσταλγικές παλιομοδίτικες μουσικές της Shirley Collins και συνθέτοντας μ' αυτό τον τρόπο ένα ιδιαίτερο σύμπαν ήχων και εικόνων στο σάουντρακ της ανάγνωσης. Όπως κάθε φορά, περισσότερο με συγκίνησε η τρυφερότητα με την οποία ο Κόου συμπαρίσταται στα αδιέξοδα των ηρώων του, το χιούμορ και η σατιρική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει τα λάθη τους, η αναζήτηση αυτού του ψυχογεωγραφικού φαινομένου που οι ήρωές του ονομάζουν "βρετανικότητα" -άλλοι την ταυτίζουν με τις ένδοξες εποχές της βρετανικής βιομηχανίας και άλλοι με την αχυρένια οροφή μιας τοπικής παμπ, τον κόκκινο τηλεφωνικό θάλαμο, το κρίκετ, τους Μόντι Πάιθον, ένα hot toddy. Νοσταλγοί μιας γαλήνης που δεν έζησαν ποτέ, οι ήρωες συν-κλονίζονται από την πολιτική ορθότητα, ενίοτε γίνονται θύματά της, και καταφεύγουν στον ρατσισμό και την ξενοφοβία προδίδοντας τους ανθρώπους από τους οποίους εξαρτάται η ίδια τους η φροντίδα. Κι αυτοί δεν είναι ποτέ Βρετανοί. Το 2017 η Βρετανία ψήφισε και ύστερα επέστρεψε στις καθημερινές της ασχολίες πιστεύοντας πως δεν έχει τίποτα να χάσει. Μένει να δούμε κατά πόσο θα διαψευστεί.
***
Τζόναθαν Κόου, Μέση Αγγλία (μτφρ. Άλκηστις Τριμπέρη), Πόλις, Αθήνα 2019.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου