Βάτραχοι όλων των χωρών ενωθείτε!
"Τα έθνη εμπνέουν αγάπη, γράφει ο Άντερσον, διαφωνώντας με εκείνους που θεωρούσαν το έθνος αιτία του φασισμού ή του ρατσισμού. Ο ρατσισμός βασίζεται στην έννοια του αίματος και στον φόβο της μόλυνσης. Αντίθετα, ο εθνικισμός, στην έννοια του κοινού πεπρωμένου και της γλώσσας. Ο ρατσισμός αποκλείει. Ο εθνικισμός ενσωματώνει. Ο πρώτος απορρέει από τον επίσημο εθνικισμό των κυρίαρχων δυναστικών και αριστοκρατικών ελίτ. Είναι διαφορετικός από τον λαϊκό εθνικισμό που απορρέει από την αίσθηση του συνανήκειν". [1]
Το να πεθαίνει κανείς για την πατρίδα του, την οποία συνήθως δεν έχει επιλέξει, περικλείει ένα ηθικό μεγαλείο που δεν έχει το αντίστοιχό του. [2]
Ήταν μια προσέγγιση του φαινομένου διαφορετική από όσες είχαν επιχειρηθεί μέχρι τότε και εστίαζε στον μετα-αποικιακό κόσμο -στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική- δίνοντας έμφαση στην τυπογραφία και τον έντυπο καπιταλισμό, μεταβολές που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση των εθνικισμών. Στόχος του συγγραφέα ήταν αφενός να "παγκοσμιοποιήσει" το φαινόμενο και αφετέρου να το διαχωρίσει από όλους τους άλλους -ισμούς του 20ού αιώνα, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα την ανθεκτικότητά του.
Ο Άντερσον είχε αγγλο-ιρλανδική καταγωγή, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ, στην Ινδονησία, στην Ταϊλάνδη και στις Φιλιππίνες. Στην αυτοβιογραφία του, που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από την Έφη Καλλιφατίδη, ολοκληρώθηκε από την Ζωή Σιάπαντα, και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροπή, το πρώτο που αναφέρει γι' αυτές τις χώρες είναι μια κοινή τους παράδοση: τη μοιρολατρική εικόνα ενός βατράχου που ζει όλη του τη ζωή κάτω από το καβούκι μιας καρύδας. Καθισμένος ήσυχα κάτω από το τσόφλι, σύντομα ο βάτραχος αρχίζει να νιώθει ότι η γαβάθα του περιέχει ολόκληρο το σύμπαν. Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι ο βάτραχος είναι στενόμυαλος, χωριάτης, περιορισμένος σε όσα ξέρει και ικανοποιημένος με τον εαυτό του, χωρίς να το αξίζει.
Σε όλη του τη ζωή ο Άντερσον προσπάθησε να μη μοιάσει στον βάτραχο του παραμυθιού, να μη ριζώσει, να μην επαναπαυθεί, να μην αισθανθεί πως το ταξίδι τελείωσε, να μη νιώσει ικανοποιημένος από τον εαυτό του όταν δεν συντρέχει λόγος. Ο ίδιος, άλλωστε, επισημαίνει στην εισαγωγή του πως:
Αυτό το μάλλον περιπλανώμενο βιβλίο έχει δύο βασικά θέματα. Το πρώτο είναι η σπουδαιότητα της μετάφρασης τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινωνίες. Το δεύτερο είναι ο κίνδυνος του υπεροπτικού επαρχιωτισμού.
Η πρώτη εμπειρία του Άντερσον από το σχολείο ήταν μάλλον αρνητική. Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο περιβάλλον του Country School, ενός αυστηρού οικοτροφείου στο Σίλικον Βάλεϊ. Του έλειπαν οι γονείς του, κατουρούσε το κρεβάτι του και έχανε κάθε μέρα μία ώρα από τα μαθήματα για να πλένει τα σεντόνια του. Χώρια η κοροϊδία, οι σωματικές τιμωρίες, η κακομεταχείριση. "Δεν θυμάμαι να έμαθα τίποτα εκεί", λέει χαρακτηριστικά. Στα μέσα της δεκαετίας του 1940, συνέχισε τη μαθητική του ζωή σ' ένα εκκλησιαστικό ιρλανδέζικο δημοτικό σχολείο Κουακέρων.
Όταν εμείς τα αγόρια αποκτήσαμε ποδήλατα για να πηγαίνουμε στο σχολείο, γνωρίσαμε την πάλη των τάξεων και τις θρησκευτικές συγκρούσεις. Έπρεπε να διασχίζουμε μια γειτονιά καθολικών και σχετικά φτωχών ανθρώπων. Τα παιδιά της γειτονιάς μάς είχαν για σνομπ, μισοεγγλέζους και προτεστάντες, κι ήταν συνήθως έτοιμα για καβγά. Η κατηφόρα δεν ήταν πολύ δύσκολη, γιατί μπορούσαμε να τρέξουμε και ήμασταν οπλισμένοι με μπαστούνια του χόκεϊ. Αλλά όταν ανηφορίζαμε για το σπίτι, τις τρώγαμε από αυτά τα παιδιά. Εκείνη την εποχή, δεν καταλάβαινα γιατί μας μισούσαν, αλλά ήταν ένα χρήσιμο μάθημα για τα αποτελέσματα της θρησκευτικής, ταξικής και φυλετικής μισαλλοδοξίας.
Μετά το ιρλανδέζικο Country συνέχισε σε οικοτροφείο της Αγγλίας, για να καταλήξει υπότροφος του Ήτον όπου την πλειοψηφία του μαθητικού πληθυσμού αποτελούσαν γόνοι της αγγλικής αριστοκρατίας, παιδιά από πάμπλουτες οικογένειες τραπεζιτών, πρίγκιπες από τις πρώην αποικίες και τα προτεκτοράτα της εποχής.
Μόνο για ένα πράγμα από όσα έκανα στο Ήτον είμαι ακόμα περήφανος. Οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά τη σωματική τιμωρία, η οποία υποτίθεται ότι μας σκληραγωγούσε. Και το χειρότερο ήταν ότι τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων μπορούσαν να δέρνουν τα μικρότερα. Με τη βοήθεια μερικών καλών φίλων έπεισα τους συμμαθητές μου να σπάσουμε αυτή την παράδοση. Όταν φτάσαμε στην τελευταία τάξη, υποσχεθήκαμε σε όλους τους μικρούς ότι δεν θα γίνονταν άλλοι ξυλοδαρμοί και φυσικά, για ένα διάστημα, ήμασταν πολύ δημοφιλείς.
Στο Ήτον ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή και αμερικανική κλασική λογοτεχνία, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στη φοιτητική λέσχη του Κέμπριτζ, ανακάλυψε την τέχνη του κινηματογράφου και μέσα από αυτήν σφυρηλατήθηκε, με ομολογουμένως ανορθόδοξο τρόπο, η πολιτική του συνείδηση:
Εκείνη την εποχή, μετά από κάθε ταινία, το κοινό έπρεπε να στέκεται προσοχή ενώ παιζόταν ο εθνικός ύμνος με φόντο τεχνικολόρ εικόνες της καημένης της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ πάνω στο άλογο. Αυτό ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Με δάκρυα στα μάτια μετά το "Ταξίδι στο Τόκιο" ή με το αίμα μου να βράζει μετά το "Θωρηκτό Ποτέμκιν", ήταν σωστό μαρτύριο να υφίσταμαι αυτές τις απολυταρχικές μοναρχικές ανοησίες.
Πολιτικοποιημένος φοιτητής του Κέμπριτζ, ο Άντερσον πληροφορήθηκε την εισβολή βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο, στην προσπάθεια να εμποδιστεί η εθνικοποίηση του σώματος που ρύθμιζε την κυκλοφορία στη διώρυγα του Σουέζ από τον στρατηγό Νάσερ. Οι ξυλοδαρμοί των Αιγύπτιων φοιτητών του Κέμπριτζ από Βρετανούς "μεγαλόσωμους νταήδες" τον βοήθησαν να συνειδητοποιήσει τη ρατσιστική και ιμπεριαλιστική πολιτική της πατρίδας του και, χρόνια αργότερα, θα εκφράσει την οργή του γι' αυτήν στις Φαντασιακές κοινότητες.
Ο Άντερσον, από την παιδική του ηλικία κιόλας, ήταν προετοιμασμένος για μια κοσμοπολίτικη και συγκριτική στάση απέναντι στη ζωή. Στην αρχή της εφηβείας του είχε ζήσει ήδη στην Κίνα, την Καλιφόρνια, το Κολοράντο, την ανεξάρτητη Ιρλανδία και την Αγγλία. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη τη θέση βοηθού καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κορνέλ στη Νέα Υόρκη και πολλές φορές υπενθύμιζε στους άλλους και στον εαυτό του ότι τίποτα δεν ωφέλησε την ακαδημαϊκή του καριέρα τόσο όσο η αίσθηση πως ήταν περιθωριακός. Ως μαθητής του Τζορτζ Καχίν, παρακολούθησε τις διαλέξεις του για την Ινδονησία, τη Νοτιοανατολική Ασία και την αμερικανική πολιτική και εγκαινίασε τις "μελέτες περιοχής" στο συγκεκριμένο πεδίο, σε μια εποχή που η Λατινική Αμερική, η Ανατολική Ευρώπη, η Αφρική και η Μέση Ανατολή δεν αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας και μελέτης στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η άνοδος των μελετών περιοχής στις μεταπολεμικές ΗΠΑ αντανακλούσε άμεσα τη νέα ηγεμονική θέση της χώρας.
Οι "Σπουδές της Νοτιοανατολικής Ασίας" στις ΗΠΑ ξεκίνησαν από πρωτοβουλίες των ιδρυμάτων Φορντ και Ροκφέλερ, ώστε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος θεσμικός χώρος για εξειδικευμένο ακαδημαϊκό έργο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1940 δύο πανεπιστήμια, το Γέιλ και το Κορνέλ, έλαβαν σημαντικά κονδύλια και θεσμική υποστήριξη προκειμένου να θεσπίσουν διεπιστημονικά προγράμματα για τη Νοτιοανατολική Ασία, να δημιουργήσουν νέες καθηγητικές έδρες, να στελεχώσουν βιβλιοθήκες, να στήσουν επαγγελματικά σεμινάρια διδασκαλίας γλωσσών και να δώσουν χορηγίες και υποτροφίες για εργασίες πεδίου.
Ο Άντερσον συμμετείχε ενεργά στις αλλαγές αυτές, επωφελήθηκε από το νέο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και κινδύνεψε λόγω των αρχών του. Την εποχή του μακαρθισμού δεν ήταν εύκολο να υποστηρίζει κανείς τον ινδονησιακό κομμουνισμό. Ενώ μελετούσε και εργαζόταν για τη διδακτορική του διατριβή στην Ινδονησία, απελάθηκε από το καθεστώς του δικτάτορα Σουχάρτο επειδή αποκάλυψε ότι πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος του 1965 -η οποία έγινε αφορμή αντιποίνων και επέφερε τη δολοφονία περίπου ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών και συμπαθούντων- βρισκόταν ο στρατός. Αργότερα, για να υπερβεί "την προοπτική της μίας μόνο χώρας" στις μελέτες του, ασχολήθηκε με την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες. Ο ίδιος υποστήριζε χαριτολογώντας πως, αν δεν είχε απελαθεί, δε θα είχε γράψει ποτέ τις Φαντασιακές Κοινότητες.
Τα εφηβικά μου χρόνια τα είχα περάσει μέσα στην ταξική, ιεραρχική κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Μπορούσες αμέσως να καταλάβεις σε ποια τάξη ανήκε ένα άνθρωπος απλώς ακούγοντας την προφορά του. Ο σνομπισμός διαπότιζε τα πάντα και υπήρχε ξεκάθαρη διάκριση στην κουλτούρα της αριστοκρατικής, της ανώτερης και της κατώτερης μεσαίας και της εργατικής τάξης. Στην Ιρλανδία δεν ήταν τόσο άσχημα, αλλά και εκεί η ταξική δομή εξακολουθούσε να επηρεάζει έντονα την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή. Για τον λόγο αυτό, η Ινδονησία μού φάνηκε ένα είδος κοινωνικού παραδείσου.
Πέρα από όλα τα άλλα, όμως, στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του ο Άντερσον δεν παραλείπει να υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως οι ατέλειωτες ώρες μελέτης και ακαδημαϊκής έρευνας μπορούν να συνυπάρξουν με όλα όσα χαρίζει στον άνθρωπο μια γλυκιά και περιπετειώδης φοιτητική ζωή: την αλληλεγγύη μεταξύ των φοιτητών, τις νεανικές αγωνίες, τα κοινά άγχη, τα αδέξια φλερτ στα μπαρ, τις κουβέντες στα στενά δωμάτια της φοιτητικής εστίας. Η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά από ευκαιρίες και πρέπει να είμαστε αρκετά τολμηροί, ή αρκετά απερίσκεπτοι, ώστε να τις αδράξουμε την κατάλληλη στιγμή. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, οι φιλίες είναι ασύγκριτα πολυτιμότερες από τις ώρες μοναχικής μελέτης σε μια βιβλιοθήκη.
Διαβάζοντας κανείς τη Ζωή πέρα από τα σύνορα γοητεύεται από τη διαπολιτισμική και διαγλωσσική δημιουργικότητα του συγγραφέα, θυμάται ξανά πως το ταξίδι για την αναζήτηση της γνώσης είναι όμορφο ακριβώς γιατί, όπως και όλα τα ταξίδια, έχει μέσα του το στοιχείο της έκπληξης. Κυρίως, όμως, συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει για τον άνθρωπο μεγαλύτερη αρετή από το θάρρος.
Στους αγώνες για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία θα νικήσουμε τους βατράχους που ζουν ζαρωμένοι στον πάτο της γαβάθας τους μόνο αν φανούμε θαρραλέοι: "Βάτραχοι όλων των χωρών ενωθείτε!".
Ήταν μια προσέγγιση του φαινομένου διαφορετική από όσες είχαν επιχειρηθεί μέχρι τότε και εστίαζε στον μετα-αποικιακό κόσμο -στη Νοτιοανατολική Ασία και τη Λατινική Αμερική- δίνοντας έμφαση στην τυπογραφία και τον έντυπο καπιταλισμό, μεταβολές που διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο στη συγκρότηση των εθνικισμών. Στόχος του συγγραφέα ήταν αφενός να "παγκοσμιοποιήσει" το φαινόμενο και αφετέρου να το διαχωρίσει από όλους τους άλλους -ισμούς του 20ού αιώνα, ερμηνεύοντας ταυτόχρονα την ανθεκτικότητά του.
Ο Άντερσον είχε αγγλο-ιρλανδική καταγωγή, αλλά έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στις ΗΠΑ, στην Ινδονησία, στην Ταϊλάνδη και στις Φιλιππίνες. Στην αυτοβιογραφία του, που είχε μεταφραστεί στα ελληνικά από την Έφη Καλλιφατίδη, ολοκληρώθηκε από την Ζωή Σιάπαντα, και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ροπή, το πρώτο που αναφέρει γι' αυτές τις χώρες είναι μια κοινή τους παράδοση: τη μοιρολατρική εικόνα ενός βατράχου που ζει όλη του τη ζωή κάτω από το καβούκι μιας καρύδας. Καθισμένος ήσυχα κάτω από το τσόφλι, σύντομα ο βάτραχος αρχίζει να νιώθει ότι η γαβάθα του περιέχει ολόκληρο το σύμπαν. Το ηθικό δίδαγμα της ιστορίας είναι ότι ο βάτραχος είναι στενόμυαλος, χωριάτης, περιορισμένος σε όσα ξέρει και ικανοποιημένος με τον εαυτό του, χωρίς να το αξίζει.
Σε όλη του τη ζωή ο Άντερσον προσπάθησε να μη μοιάσει στον βάτραχο του παραμυθιού, να μη ριζώσει, να μην επαναπαυθεί, να μην αισθανθεί πως το ταξίδι τελείωσε, να μη νιώσει ικανοποιημένος από τον εαυτό του όταν δεν συντρέχει λόγος. Ο ίδιος, άλλωστε, επισημαίνει στην εισαγωγή του πως:
Αυτό το μάλλον περιπλανώμενο βιβλίο έχει δύο βασικά θέματα. Το πρώτο είναι η σπουδαιότητα της μετάφρασης τόσο για τα άτομα όσο και για τις κοινωνίες. Το δεύτερο είναι ο κίνδυνος του υπεροπτικού επαρχιωτισμού.
Όταν εμείς τα αγόρια αποκτήσαμε ποδήλατα για να πηγαίνουμε στο σχολείο, γνωρίσαμε την πάλη των τάξεων και τις θρησκευτικές συγκρούσεις. Έπρεπε να διασχίζουμε μια γειτονιά καθολικών και σχετικά φτωχών ανθρώπων. Τα παιδιά της γειτονιάς μάς είχαν για σνομπ, μισοεγγλέζους και προτεστάντες, κι ήταν συνήθως έτοιμα για καβγά. Η κατηφόρα δεν ήταν πολύ δύσκολη, γιατί μπορούσαμε να τρέξουμε και ήμασταν οπλισμένοι με μπαστούνια του χόκεϊ. Αλλά όταν ανηφορίζαμε για το σπίτι, τις τρώγαμε από αυτά τα παιδιά. Εκείνη την εποχή, δεν καταλάβαινα γιατί μας μισούσαν, αλλά ήταν ένα χρήσιμο μάθημα για τα αποτελέσματα της θρησκευτικής, ταξικής και φυλετικής μισαλλοδοξίας.
Μετά το ιρλανδέζικο Country συνέχισε σε οικοτροφείο της Αγγλίας, για να καταλήξει υπότροφος του Ήτον όπου την πλειοψηφία του μαθητικού πληθυσμού αποτελούσαν γόνοι της αγγλικής αριστοκρατίας, παιδιά από πάμπλουτες οικογένειες τραπεζιτών, πρίγκιπες από τις πρώην αποικίες και τα προτεκτοράτα της εποχής.
Μόνο για ένα πράγμα από όσα έκανα στο Ήτον είμαι ακόμα περήφανος. Οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν συστηματικά τη σωματική τιμωρία, η οποία υποτίθεται ότι μας σκληραγωγούσε. Και το χειρότερο ήταν ότι τα παιδιά των μεγαλύτερων τάξεων μπορούσαν να δέρνουν τα μικρότερα. Με τη βοήθεια μερικών καλών φίλων έπεισα τους συμμαθητές μου να σπάσουμε αυτή την παράδοση. Όταν φτάσαμε στην τελευταία τάξη, υποσχεθήκαμε σε όλους τους μικρούς ότι δεν θα γίνονταν άλλοι ξυλοδαρμοί και φυσικά, για ένα διάστημα, ήμασταν πολύ δημοφιλείς.
Στο Ήτον ήρθε σε επαφή με την ευρωπαϊκή και αμερικανική κλασική λογοτεχνία, ενώ λίγα χρόνια αργότερα, στη φοιτητική λέσχη του Κέμπριτζ, ανακάλυψε την τέχνη του κινηματογράφου και μέσα από αυτήν σφυρηλατήθηκε, με ομολογουμένως ανορθόδοξο τρόπο, η πολιτική του συνείδηση:
Εκείνη την εποχή, μετά από κάθε ταινία, το κοινό έπρεπε να στέκεται προσοχή ενώ παιζόταν ο εθνικός ύμνος με φόντο τεχνικολόρ εικόνες της καημένης της νεαρής βασίλισσας Ελισάβετ πάνω στο άλογο. Αυτό ήταν μια πραγματική δοκιμασία. Με δάκρυα στα μάτια μετά το "Ταξίδι στο Τόκιο" ή με το αίμα μου να βράζει μετά το "Θωρηκτό Ποτέμκιν", ήταν σωστό μαρτύριο να υφίσταμαι αυτές τις απολυταρχικές μοναρχικές ανοησίες.
Πολιτικοποιημένος φοιτητής του Κέμπριτζ, ο Άντερσον πληροφορήθηκε την εισβολή βρετανικών και γαλλικών στρατευμάτων στην Αίγυπτο, στην προσπάθεια να εμποδιστεί η εθνικοποίηση του σώματος που ρύθμιζε την κυκλοφορία στη διώρυγα του Σουέζ από τον στρατηγό Νάσερ. Οι ξυλοδαρμοί των Αιγύπτιων φοιτητών του Κέμπριτζ από Βρετανούς "μεγαλόσωμους νταήδες" τον βοήθησαν να συνειδητοποιήσει τη ρατσιστική και ιμπεριαλιστική πολιτική της πατρίδας του και, χρόνια αργότερα, θα εκφράσει την οργή του γι' αυτήν στις Φαντασιακές κοινότητες.
Ο Άντερσον, από την παιδική του ηλικία κιόλας, ήταν προετοιμασμένος για μια κοσμοπολίτικη και συγκριτική στάση απέναντι στη ζωή. Στην αρχή της εφηβείας του είχε ζήσει ήδη στην Κίνα, την Καλιφόρνια, το Κολοράντο, την ανεξάρτητη Ιρλανδία και την Αγγλία. Δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη τη θέση βοηθού καθηγητή στο τμήμα Πολιτικής Επιστήμης του πανεπιστημίου Κορνέλ στη Νέα Υόρκη και πολλές φορές υπενθύμιζε στους άλλους και στον εαυτό του ότι τίποτα δεν ωφέλησε την ακαδημαϊκή του καριέρα τόσο όσο η αίσθηση πως ήταν περιθωριακός. Ως μαθητής του Τζορτζ Καχίν, παρακολούθησε τις διαλέξεις του για την Ινδονησία, τη Νοτιοανατολική Ασία και την αμερικανική πολιτική και εγκαινίασε τις "μελέτες περιοχής" στο συγκεκριμένο πεδίο, σε μια εποχή που η Λατινική Αμερική, η Ανατολική Ευρώπη, η Αφρική και η Μέση Ανατολή δεν αποτελούσαν αντικείμενο διδασκαλίας και μελέτης στα αμερικανικά πανεπιστήμια. Η άνοδος των μελετών περιοχής στις μεταπολεμικές ΗΠΑ αντανακλούσε άμεσα τη νέα ηγεμονική θέση της χώρας.
Οι "Σπουδές της Νοτιοανατολικής Ασίας" στις ΗΠΑ ξεκίνησαν από πρωτοβουλίες των ιδρυμάτων Φορντ και Ροκφέλερ, ώστε να δημιουργηθεί ο απαραίτητος θεσμικός χώρος για εξειδικευμένο ακαδημαϊκό έργο. Στο τέλος της δεκαετίας του 1940 δύο πανεπιστήμια, το Γέιλ και το Κορνέλ, έλαβαν σημαντικά κονδύλια και θεσμική υποστήριξη προκειμένου να θεσπίσουν διεπιστημονικά προγράμματα για τη Νοτιοανατολική Ασία, να δημιουργήσουν νέες καθηγητικές έδρες, να στελεχώσουν βιβλιοθήκες, να στήσουν επαγγελματικά σεμινάρια διδασκαλίας γλωσσών και να δώσουν χορηγίες και υποτροφίες για εργασίες πεδίου.
Ο Άντερσον συμμετείχε ενεργά στις αλλαγές αυτές, επωφελήθηκε από το νέο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και κινδύνεψε λόγω των αρχών του. Την εποχή του μακαρθισμού δεν ήταν εύκολο να υποστηρίζει κανείς τον ινδονησιακό κομμουνισμό. Ενώ μελετούσε και εργαζόταν για τη διδακτορική του διατριβή στην Ινδονησία, απελάθηκε από το καθεστώς του δικτάτορα Σουχάρτο επειδή αποκάλυψε ότι πίσω από την απόπειρα πραξικοπήματος του 1965 -η οποία έγινε αφορμή αντιποίνων και επέφερε τη δολοφονία περίπου ενός εκατομμυρίου κομμουνιστών και συμπαθούντων- βρισκόταν ο στρατός. Αργότερα, για να υπερβεί "την προοπτική της μίας μόνο χώρας" στις μελέτες του, ασχολήθηκε με την Ταϊλάνδη και τις Φιλιππίνες. Ο ίδιος υποστήριζε χαριτολογώντας πως, αν δεν είχε απελαθεί, δε θα είχε γράψει ποτέ τις Φαντασιακές Κοινότητες.
Τα εφηβικά μου χρόνια τα είχα περάσει μέσα στην ταξική, ιεραρχική κοινωνία του Ηνωμένου Βασιλείου. Μπορούσες αμέσως να καταλάβεις σε ποια τάξη ανήκε ένα άνθρωπος απλώς ακούγοντας την προφορά του. Ο σνομπισμός διαπότιζε τα πάντα και υπήρχε ξεκάθαρη διάκριση στην κουλτούρα της αριστοκρατικής, της ανώτερης και της κατώτερης μεσαίας και της εργατικής τάξης. Στην Ιρλανδία δεν ήταν τόσο άσχημα, αλλά και εκεί η ταξική δομή εξακολουθούσε να επηρεάζει έντονα την κουλτούρα και την καθημερινή ζωή. Για τον λόγο αυτό, η Ινδονησία μού φάνηκε ένα είδος κοινωνικού παραδείσου.
Πέρα από όλα τα άλλα, όμως, στη συγκλονιστική αυτοβιογραφία του ο Άντερσον δεν παραλείπει να υπενθυμίζει στον αναγνώστη πως οι ατέλειωτες ώρες μελέτης και ακαδημαϊκής έρευνας μπορούν να συνυπάρξουν με όλα όσα χαρίζει στον άνθρωπο μια γλυκιά και περιπετειώδης φοιτητική ζωή: την αλληλεγγύη μεταξύ των φοιτητών, τις νεανικές αγωνίες, τα κοινά άγχη, τα αδέξια φλερτ στα μπαρ, τις κουβέντες στα στενά δωμάτια της φοιτητικής εστίας. Η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά από ευκαιρίες και πρέπει να είμαστε αρκετά τολμηροί, ή αρκετά απερίσκεπτοι, ώστε να τις αδράξουμε την κατάλληλη στιγμή. Κατά τη διάρκεια αυτής της πορείας, οι φιλίες είναι ασύγκριτα πολυτιμότερες από τις ώρες μοναχικής μελέτης σε μια βιβλιοθήκη.
Διαβάζοντας κανείς τη Ζωή πέρα από τα σύνορα γοητεύεται από τη διαπολιτισμική και διαγλωσσική δημιουργικότητα του συγγραφέα, θυμάται ξανά πως το ταξίδι για την αναζήτηση της γνώσης είναι όμορφο ακριβώς γιατί, όπως και όλα τα ταξίδια, έχει μέσα του το στοιχείο της έκπληξης. Κυρίως, όμως, συνειδητοποιεί πως δεν υπάρχει για τον άνθρωπο μεγαλύτερη αρετή από το θάρρος.
Στους αγώνες για τη δικαιοσύνη και την ελευθερία θα νικήσουμε τους βατράχους που ζουν ζαρωμένοι στον πάτο της γαβάθας τους μόνο αν φανούμε θαρραλέοι: "Βάτραχοι όλων των χωρών ενωθείτε!".
***
[1] Αντώνης Λιάκος, Πώς στοχάστηκαν το έθνος αυτοί που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο;, Πόλις, Αθήνα 2005.
[2] Μπένεντικτ Άντερσον, Φαντασιακές κοινότητες, Νεφέλη, Αθήνα 1997.
[3] Μπένεντικτ Άντερσον, Ζωή πέρα από τα σύνορα: μια αυτοβιογραφία (Μτφρ. Έφη Καλλιφατίδη-Ζωή Σιάπαντα), Ροπή, Θεσσαλονίκη 2018.