Θυμάμαι ένα διήγημα της Καίης Τσιτσέλη που περιέγραφε με πολύ ρεαλιστικό τρόπο ένα ταξίδι της με το τρένο: ταξίδευε από τη Ναβάμπσα, χωριό του Πακιστάν, για το Καράτσι. Η θερμοκρασία ξεπερνούσε τους 47 βαθμούς, δεν υπήρχε κλιματισμός, ταλαιπωρημένοι και λασπωμένοι επιβάτες στριμώχνονταν στα βαγόνια.
Σε εντελώς διαφορετικό κλίμα, αλλά πιστός στη ρεαλιστική γραφή, ο Ντέιβιντ Λοτζ πρόσφατα μου περιέγραφε το συνωστισμό στο βρετανικό σιδηροδρομικό δίκτυο τις ημέρες των γιορτών:
[...] υπήρχε πάντα η πιθανότητα, όταν φτάναμε στο σταθμό, το τρένο να μην ήταν έτοιμο προς επιβίβαση, επειδή μπορεί να είχε καθυστέρηση η άφιξή του, ή το δρομολόγιο να είχε ακυρωθεί, οπότε δε θα είχαμε κρατημένες θέσεις, και άρα θα έπρεπε να ορμήσουμε στο επόμενο τρένο, μαζί με όλο το μπουλούκι των αλαλιασμένων επιβατών, σαν το κοπάδι των δαιμονισμένων χοίρων των Γαδαρηνών, προσπαθώντας να εξασφαλίσουμε κάθισμα.
Λέω τρένο και σκέφτομαι την Άννα Καρένινα να πέφτει στις ράγες, τον Ηρακλή Πουαρό να ανακρίνει υπόπτους στα βαγόνια της πρώτης θέσης, το τρένο στα έργα του Χίτσκοκ, τον Ηλίθιο να ταξιδεύει γεμάτος απορία, τον σταθμάρχη που έβλεπε να τρένα να περνούν ώσπου ήρθε το τέλος του.
Τι σημασία έχουν οι ρεαλιστικές αφηγήσεις μπροστά στα εφηβικά μας όνειρα; Μακρινές διαφυγές, βαγόνια που στέγασαν αδιέξοδους έρωτες μιας Σύντομης συνάντησης, σταθμοί που φιλοξένησαν τραγικούς αποχωρισμούς και ανεξιχνίαστα εγκλήματα, ζωές που έλαβαν τέλος στις ράγες.
Σκέφτομαι εκείνο το βαγόνι που έφερε στο Σταθμό Λαρίσης την πραμάτεια μας κλεισμένη σε ξύλινες καρφωμένες κασέλες. Ρουμάνικα έπιπλα αγορασμένα με το δελτίο, κρύσταλλα και κινέζικες πορσελάνες, πολωνικά κεραμικά, σεντόνια, δίσκοι, ένα πιάνο. "Είδη πολυτελείας" προς πώληση, για να βγουν οι πρώτοι μήνες. Ένα τρένο έρχεται από τον Βορρά και μέσα στα βαγόνια του κοιμούνται τα παιχνίδια μας.
Ποιο παιχνίδι καταλάμβανε μεγαλύτερο χώρο στο παιδικό δωμάτιο, δηλαδή τον κόσμο όλο, από το τρενάκι; Έφτανε από τη μια άκρη του χαλιού στην άλλη, σαν να διέσχιζε την υφήλιο. Κάθε εφηβικό όνειρο είχε ένα τρένο: το σαλόνι του, το μπαρ, τα κουπέ, το σφύριγμά του, το ρολόι σε κάθε σταθμό, την παγωμένη πινακίδα με το άγνωστο όνομα.
Και μια μέρα εμφανίστηκε εκείνη η μαγική διαδρομή που δεν θα έμοιαζε με καμία άλλη. Ένα ταξίδι εννέα χιλιάδων χιλιομέτρων, ένα τρένο διασχίζει την τεράστια χώρα, επτά μέρες στις στέπες της ρωσικής υπαίθρου, από τη Μόσχα ως το Βλαδιβοστόκ.
Ο Υπερσιβηρικός. Ένας μύθος. Το όνειρο των ονείρων. Κανένα ταξίδι δεν θα έμοιαζε με κείνο. Ξεκινά από το σταθμό μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας και στο τέλος τους ταξιδιού κοντεύει να βουτήξει στον Ειρηνικό. Μεσολαβούν αναρίθμητοι σταθμοί, το τρένο περνά από τους πρόποδες των Ουραλίων, αφήνει πίσω του την Ευρώπη, σαν να αφήνει πίσω του την πραγματικότητα. Οι ράγες του τέμνουν την ασιατική ήπειρο, εισβάλλουν στη Σιβηρία, περνούν μέσα από δάση κωνοφόρων στις παρυφές της αρκτικής τούνδρας. Όσο oι ρυθμικές κινήσεις του συνεχίζονται, οι σημύδες πληθαίνουν και το τοπίο ντύνεται στα λευκά. Οι επιβάτες φορούν ουσάνκας, θυμίζουν κοζάκους, μυρίζουν βότκα.
Η συντροφιά των απραγματοποίητων ονείρων είναι γλυκιά. Δεν χάνουν ποτέ τη γοητεία τους, δεν προδίδουν ποτέ προσδοκίες. Ο Υπερσιβηρικός κάνει το ταξίδι του εδώ και έναν αιώνα. Διασχίζει τη μεγαλύτερη χώρα του πλανήτη. Ένας τεράστιος σιδηρόδρομος χαράσσει τη γη στο μεγαλύτερο γεωγραφικό πλάτος που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Οκτώ ζώνες αλλαγής ώρας, δύο ήπειροι, σχεδόν δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα, για να φτάσει στο τελευταίο λιμάνι.
Αν εξακολουθεί να υπάρχει, θα μεταφέρει δεκάδες χιλιάδες κοντέινερ με ρωσικά είδη προς εξαγωγή. Αν όχι, θα βρίσκεται κάπου κάτασπρος, παροπλισμένος και εκατοντάδες υπερσιβηρικοί ταξιδιώτες θα τον θυμούνται και θα τον ονειρεύονται. Τόσα ανεκπλήρωτα εγκαθίστανται στις ζωές μας. Ο Υπερσιβηρικός θα πάρει θέση πλάι τους. Και θα είναι πάντα η "Λοκομοτίβα του ονείρου".
***
[1] David Lodge, Ανήκουστος βλάβη (μτφρ. Έφη Τσιρώνη), Εκδόσεις BELL, Αθήνα 2009.
[2] Ο τίτλος της
ανάρτησης είναι παρμένος από αφιέρωμα του περιοδικού της Ελευθεροτυπίας
"Γεωτρόπιο" στον Υπερσιβηρικό. Το αφιέρωμα είχε επιμεληθεί η Κατερίνα
Καρόγιαννη και οι φωτογραφίες ήταν του Βασίλη Κολτούκη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου