Στην κόλαση και στον παράδεισο της άγριας Δύσης
"Δούλευα γι' αυτά τα καθίκια. Καουμποϊλίκια έκανα, μέρευα άλογα, ροντέο, σε πετρέλαια έκανα, πρόβατα βόσκησα, νταλίκες οδήγησα, ό,τι βάλει ο νους σου το 'κανα", είπε. "Και κατέληξα αδέκαρος".
Φαίνεται πως η κόλαση που θα γνωρίσουμε μετά θάνατον δεν είναι τίποτα μπροστά σε αυτή που ζούσαν ραντζέρηδες, κυνηγοί, γελαδάρηδες και λοιποί μεροκαμιατιάρηδες της Δύσης.
Η συλλογή της Άννυ Πρου "Μια χαρά είναι κι έτσι" αποτελείται από εννιά διηγήματα που λαμβάνουν χώρα σε τόπους λίγο πολύ κοινούς: Ντακότα, Κονέκτικατ, Μοντάνα, Οκλαχόμα, Αλάσκα, Ντένβερ, Γουαϊόμινγκ. Μόνο δύο από αυτά τοποθετούνται στην κόλαση και, προς έκπληξη του αναγνώστη, είναι πολύ πιο ανάλαφρα και χιουμοριστικά σε σχέση με όλα τα άλλα. Βασική διαφορά τους η εξής αυτονόητη: στην κόλαση δεν καραδοκεί ο θάνατος. Στην πραγματική ζώη, μας την έχει στημένη στη γωνία κάθε λεπτό.
Η συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να αποτυπώνει στα διηγήματά της τον κόσμο της αμερικανικής Δύσης, τόσο οικείο από τα κινηματογραφικά γουέστερν και ταυτόχρονα τόσο μακρινό, τόσο ξένο.
Στον πυρήνα των διηγημάτων "Εκείνα τα παλιά τραγούδια, τα καουμπόικα", "το Φασκομηλόπαιδο", "το Χάσμα" και "το Κατηγορώ του γαϊδάρου" τοποθετούνται νεαρά ζευγάρια που αγοράζουν στη Δύση ένα κομμάτι γης και ονειρεύονται να ευτυχήσουν δουλεύοντάς το. Η δουλειά στα ορυχεία είναι σκληρή και επικίνδυνη, τα άλογα δεν τα δαμάζεις εύκολα και η ζωή στο ράντζο μοιάζει ανυπόφορη. Η γη, νομίζουν, υπόσχεται να φέρει καρπούς αν την σπείρεις και την φροντίσεις όπως πρέπει. Αμ δε.
Το πρώτο από τα τέσσερα διηγήματα τελειώνει με τη γυναίκα να μπουσουλάει για να θάψει το παιδί που μόνη της γέννησε σε μια αυτοσχέδια καλύβα, και να λιώνει στις παραισθήσεις της όσο τα κογιότ εξαφανίζουν κάθε ίχνος της βρεφικής ύπαρξης. Ο άντρας της πεθαίνει από πνευμονία προτού καταφέρουν να επικοινωνήσουν. Οι λεκέδες που άφησε η αιμορραγία της εγκυμοσύνης και το πτώμα της αποδόθηκαν από τους γείτονες -μήνες αργότερα- σε βίαιη επίθεση Ινδιάνων.
Αυτός πάλι γύρναγε μετά από μέρες που κυνήγαγε τα γελάδια του Πεκ ή άλογα αδάμαστα μες στις ερημιές, με το μούτρο μες στην αξυρισιά, το σβέρκο κατατσιμπημένο απ' τα κουνούπια και τα λερά του χέρια μακελεμένα, νύχια ραγισμένα και ποδάρια που 'ζεχναν. Εκείνη του 'βγαζε τις μπότες και του 'πλενε τα πόδια στην εμαγιέ λεκάνη, στεγνώνοντάς τα μ' ένα καθαρό κομμάτι τσουβάλι.
Σ' ένα σαλούν στο δρόμο της Σαγιέν τίγκα στ' αποστακτήρια ουίσκι και τις λέσχες, έμαθε για ένα ρατντσέρη βόρεια, προς Λασκ, που γύρευε γελαδάρηδες για το ανοιξιάτικο μάζωμα.
Στο διήγημα "το Φασκομηλόπαιδο" πρωταγωνιστεί πάλι ένα νεαρό ζευγάρι. Εφτά χρόνια παντρεμένοι, αποφασίζουν να στεγάσουν τη ζωή τους πλάι στις γραμμές του διηπειρωτικού σιδηρόδρομου την εποχή που το Γουαϊόμινγκ ήταν ακόμη μια αχαρτογράφητη περιοχή. Ο Θεός δεν χαρίζει παιδιά στον Μπιλ και την Μίζπα Φερ κι εκείνη εναποθέτει όλη τη στοργή της σε ένα γουρουνάκι που τυλίγει με φασκιές. Το γουρουνάκι το αρπάζει αετός και σύντομα αντικαθίσταται από ένα κοτόπουλο για το οποίο η Μίζπα ράβει δερμάτινα γιλεκάκια και πλέκει όμορφα σκουφιά. Κι αυτό όμως γίνεται βορά για τα κογιότ.
Η Μίζπα Φερ με την καρδιά συντρίμμι και τυραννισμένη από τη μοναξιά, εστίασε κατόπιν τη στοργή της σ' 'ενα άψυχο σύθαμνο φασκομηλιάς, το οποίο στο ημίφως του δειλινού έπαιρνε όψη παιδιού με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά.
Η φασκομηλιά ολοένα και φουντώνει, το ζευγάρι εγαταλείπει την περιοχή, αλλά γύρω από το "φασκομηλόπαιδο" παρατηρούνται πολλές μυστηριώδεις εξαφανίσεις...
Στο "Χάσμα", η Έλεν και ο Χάι προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην αλλά είναι αδύνατον. Εκείνος γίνεται δαμαστής αλόγων που αλυχτούνε από οργή στα χείλη των παγίδων που τους στήνουν. Ένα ατίθασο πληγωμένο πουλαράκι τού δίνει μια και τον αφήνει στον τόπο.
Στο "Κατηγορώ του γαϊδάρου" ο Μαρκ και η Κεϊτλίν χωρίζουν ύστερα από άσχημο καβγά και εκείνη θα βρει τον θάνατο σφηνωμένη στον βράχο, σε μια ανάβαση που επιχείρησε μόνη. Φαίνεται πως από τύχη τη βγάζουν καθαρή όλοι εκεί πέρα. Η φύση δεν συγχωρεί εύκολα την ανθρώπινη αγριότητα, που εκφράζεται πάντοτε στο όνομα της επιβίωσης, αλλά και του κέρδους. Γελαδάρηδες, αυγοσυλλέκτες και χρυσοθήρες ονειρεύονται το χρήμα σε μια γη που πέρα από καλαμπόκι, σιτάρι και πατάτα δεν έχει τίποτε να δώσει. Οι βίσονες και τα κογιότ απειλούν άλλα ζωντανά, ενώ το τραγούδι των κορυδαλλών γλυκαίνει τις υγρές νύχτες.
Το πιο συναρπαστικό από τα διηγήματα της συλλογής ("Βαθια-λιγδερή-αιμάτινη γαβάθα") τοποθετείται στα βάθη ενός αρχέγονου παρελθόντος. Στα τέλη του φθινοπώρου, ένας σαμάνος αισθάνεται τον βρυχηθμό των βισόνων στα έγκατα της γης. Προμηνύεται η κάθοδός τους σε κατοικημένη περιοχή μετά από χρόνια. Ζευγάρια αετών λειτουργούν ως οιωνοί και με το πέταγμα τους μεταφέρουν στα πνεύματα ευχές για καλό κυνήγι. Σε έναν παρόχθιο βιότοπο που ειρηνικά συνυπάρχουν κάστορες, ερμίνες, αντιλόπες και πρόβατα ο άνθρωπος...
Ονειρευόταν πίδακες από αίμα ολόλαμπρο, γλιστερό και ζωογόνο, να κυλά στα σαγόνια των παιδιών του, τη ζουμερή πρόκληση του φρέσκου συκωτιού από κτήνος που λίγες στιγμές πιο πριν έτρεχε να σώσει τη ζωή του.
Το ζώο δεν είναι παρά ένα κομμάτι κρέας που προορίζεται για να θρέψει. Το κυνήγι του μια ιεροτελεστία που απαιτεί άριστη τεχνική, προετοιμασία, οιωνοσκοπία, θετικά προμηνύματα, εξευγενισμό των πνευμάτων. Η φλογέρα του σαμάνου προσκαλεί το κοπάδι και ύστερα στριγγλιές κι αγριεμένες ιαχές εκστασιασμένων γυναικών ανακατώνονται με τα επιθανάτια μουγκρητά των γιγαντιαίων θηλαστικών που προσπαθούν μάταια να σώσουν τη ζωή τους. Οι αετοί διεκδικούν το μερίδιό τους. Ο αιφνίδιος θάνατος ενός ανθρώπου βαραίνει περισσότερο από τις σφαγιασμένες σάρκες δεκάδων ζώων.
Στα διηγήματα της Πρού ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιβιώσει πληγώνοντας τη φύση, εκείνη επουλώνει αδιάκοπα τις πληγές της, και ο θάνατος καραδοκεί παντού.
Άννυ Πρου, Μια χαρά είναι κι έτσι (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014.
Η συλλογή της Άννυ Πρου "Μια χαρά είναι κι έτσι" αποτελείται από εννιά διηγήματα που λαμβάνουν χώρα σε τόπους λίγο πολύ κοινούς: Ντακότα, Κονέκτικατ, Μοντάνα, Οκλαχόμα, Αλάσκα, Ντένβερ, Γουαϊόμινγκ. Μόνο δύο από αυτά τοποθετούνται στην κόλαση και, προς έκπληξη του αναγνώστη, είναι πολύ πιο ανάλαφρα και χιουμοριστικά σε σχέση με όλα τα άλλα. Βασική διαφορά τους η εξής αυτονόητη: στην κόλαση δεν καραδοκεί ο θάνατος. Στην πραγματική ζώη, μας την έχει στημένη στη γωνία κάθε λεπτό.
Η συγγραφέας ξέρει πολύ καλά να αποτυπώνει στα διηγήματά της τον κόσμο της αμερικανικής Δύσης, τόσο οικείο από τα κινηματογραφικά γουέστερν και ταυτόχρονα τόσο μακρινό, τόσο ξένο.
Στον πυρήνα των διηγημάτων "Εκείνα τα παλιά τραγούδια, τα καουμπόικα", "το Φασκομηλόπαιδο", "το Χάσμα" και "το Κατηγορώ του γαϊδάρου" τοποθετούνται νεαρά ζευγάρια που αγοράζουν στη Δύση ένα κομμάτι γης και ονειρεύονται να ευτυχήσουν δουλεύοντάς το. Η δουλειά στα ορυχεία είναι σκληρή και επικίνδυνη, τα άλογα δεν τα δαμάζεις εύκολα και η ζωή στο ράντζο μοιάζει ανυπόφορη. Η γη, νομίζουν, υπόσχεται να φέρει καρπούς αν την σπείρεις και την φροντίσεις όπως πρέπει. Αμ δε.
Το πρώτο από τα τέσσερα διηγήματα τελειώνει με τη γυναίκα να μπουσουλάει για να θάψει το παιδί που μόνη της γέννησε σε μια αυτοσχέδια καλύβα, και να λιώνει στις παραισθήσεις της όσο τα κογιότ εξαφανίζουν κάθε ίχνος της βρεφικής ύπαρξης. Ο άντρας της πεθαίνει από πνευμονία προτού καταφέρουν να επικοινωνήσουν. Οι λεκέδες που άφησε η αιμορραγία της εγκυμοσύνης και το πτώμα της αποδόθηκαν από τους γείτονες -μήνες αργότερα- σε βίαιη επίθεση Ινδιάνων.
Αυτός πάλι γύρναγε μετά από μέρες που κυνήγαγε τα γελάδια του Πεκ ή άλογα αδάμαστα μες στις ερημιές, με το μούτρο μες στην αξυρισιά, το σβέρκο κατατσιμπημένο απ' τα κουνούπια και τα λερά του χέρια μακελεμένα, νύχια ραγισμένα και ποδάρια που 'ζεχναν. Εκείνη του 'βγαζε τις μπότες και του 'πλενε τα πόδια στην εμαγιέ λεκάνη, στεγνώνοντάς τα μ' ένα καθαρό κομμάτι τσουβάλι.
Σ' ένα σαλούν στο δρόμο της Σαγιέν τίγκα στ' αποστακτήρια ουίσκι και τις λέσχες, έμαθε για ένα ρατντσέρη βόρεια, προς Λασκ, που γύρευε γελαδάρηδες για το ανοιξιάτικο μάζωμα.
Στο διήγημα "το Φασκομηλόπαιδο" πρωταγωνιστεί πάλι ένα νεαρό ζευγάρι. Εφτά χρόνια παντρεμένοι, αποφασίζουν να στεγάσουν τη ζωή τους πλάι στις γραμμές του διηπειρωτικού σιδηρόδρομου την εποχή που το Γουαϊόμινγκ ήταν ακόμη μια αχαρτογράφητη περιοχή. Ο Θεός δεν χαρίζει παιδιά στον Μπιλ και την Μίζπα Φερ κι εκείνη εναποθέτει όλη τη στοργή της σε ένα γουρουνάκι που τυλίγει με φασκιές. Το γουρουνάκι το αρπάζει αετός και σύντομα αντικαθίσταται από ένα κοτόπουλο για το οποίο η Μίζπα ράβει δερμάτινα γιλεκάκια και πλέκει όμορφα σκουφιά. Κι αυτό όμως γίνεται βορά για τα κογιότ.
Η Μίζπα Φερ με την καρδιά συντρίμμι και τυραννισμένη από τη μοναξιά, εστίασε κατόπιν τη στοργή της σ' 'ενα άψυχο σύθαμνο φασκομηλιάς, το οποίο στο ημίφως του δειλινού έπαιρνε όψη παιδιού με τα χέρια υψωμένα ικετευτικά.
Η φασκομηλιά ολοένα και φουντώνει, το ζευγάρι εγαταλείπει την περιοχή, αλλά γύρω από το "φασκομηλόπαιδο" παρατηρούνται πολλές μυστηριώδεις εξαφανίσεις...
Στο "Χάσμα", η Έλεν και ο Χάι προσπαθούν να βγάλουν τα προς το ζην αλλά είναι αδύνατον. Εκείνος γίνεται δαμαστής αλόγων που αλυχτούνε από οργή στα χείλη των παγίδων που τους στήνουν. Ένα ατίθασο πληγωμένο πουλαράκι τού δίνει μια και τον αφήνει στον τόπο.
Στο "Κατηγορώ του γαϊδάρου" ο Μαρκ και η Κεϊτλίν χωρίζουν ύστερα από άσχημο καβγά και εκείνη θα βρει τον θάνατο σφηνωμένη στον βράχο, σε μια ανάβαση που επιχείρησε μόνη. Φαίνεται πως από τύχη τη βγάζουν καθαρή όλοι εκεί πέρα. Η φύση δεν συγχωρεί εύκολα την ανθρώπινη αγριότητα, που εκφράζεται πάντοτε στο όνομα της επιβίωσης, αλλά και του κέρδους. Γελαδάρηδες, αυγοσυλλέκτες και χρυσοθήρες ονειρεύονται το χρήμα σε μια γη που πέρα από καλαμπόκι, σιτάρι και πατάτα δεν έχει τίποτε να δώσει. Οι βίσονες και τα κογιότ απειλούν άλλα ζωντανά, ενώ το τραγούδι των κορυδαλλών γλυκαίνει τις υγρές νύχτες.
Το πιο συναρπαστικό από τα διηγήματα της συλλογής ("Βαθια-λιγδερή-αιμάτινη γαβάθα") τοποθετείται στα βάθη ενός αρχέγονου παρελθόντος. Στα τέλη του φθινοπώρου, ένας σαμάνος αισθάνεται τον βρυχηθμό των βισόνων στα έγκατα της γης. Προμηνύεται η κάθοδός τους σε κατοικημένη περιοχή μετά από χρόνια. Ζευγάρια αετών λειτουργούν ως οιωνοί και με το πέταγμα τους μεταφέρουν στα πνεύματα ευχές για καλό κυνήγι. Σε έναν παρόχθιο βιότοπο που ειρηνικά συνυπάρχουν κάστορες, ερμίνες, αντιλόπες και πρόβατα ο άνθρωπος...
Ονειρευόταν πίδακες από αίμα ολόλαμπρο, γλιστερό και ζωογόνο, να κυλά στα σαγόνια των παιδιών του, τη ζουμερή πρόκληση του φρέσκου συκωτιού από κτήνος που λίγες στιγμές πιο πριν έτρεχε να σώσει τη ζωή του.
Στα διηγήματα της Πρού ο άνθρωπος αγωνίζεται να επιβιώσει πληγώνοντας τη φύση, εκείνη επουλώνει αδιάκοπα τις πληγές της, και ο θάνατος καραδοκεί παντού.
***
Άννυ Πρου, Μια χαρά είναι κι έτσι (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ), Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2014.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου