Εκείνο τον καιρό ήταν συνέχεια γιορτή. Αρκούσε να βγούνε απ´ το σπίτι στο δρόμο για να παλαβώσουνε. [...] Ακόμη κι εκείνη, η Τίνα, που είχε βγει κουτσή απ´ το νοσοκομείο και που στο σπίτι της δεν είχαν ούτε να φάνε, ακόμη κι εκείνη γελούσε με το τίποτα, κι ένα βράδυ, καθώς έτρεχε πίσω από τους άλλους να τους προλάβει, σταμάτησε ξαφνικά κι έβαλε τα κλάματα, γιατί το να πηγαίνεις σπίτι για ύπνο είναι βλακεία που σου 'κλεβε τη διασκέδαση.
Aρχές
της δεκαετίας του '40, ο
πόλεμος έχει τελειώσει και το Τορίνο
εξελίσσεται σταδιακά σε μεγάλη βιομηχανική
πόλη. Εκεί εκτυλίσσεται η υπόθεση της
νουβέλας του Τσέζαρε Παβέζε "Το ωραίο
καλοκαίρι". Η
πόλη δεν κατονομάζεται πουθενά, αλλά
περιγράφεται το τοπίο της, αναφέρονται
τα εργοστάσια, οι βιοτεχνίες και τα
ραφτάδικα στα οποία εργάζονται τα νεαρά
κορίτσια που πρωταγωνιστούν. Στο κέντρο
της ιστορίας τοποθετούνται δυο κοπέλες:
η Τζίνια, που δουλεύει σ' ένα μοδιστράδικο
και ζει με τον αδερφό της, και η Αμέλια
–λίγο μεγαλύτερη σε ηλικία–, που βγάζει
ψίχουλα κάνοντας το μοντέλο σε ανερχόμενους
ζωγράφους. Κορίτσια που έχουν στερηθεί
τους γονείς τους –τους έχασαν στον
πόλεμο ή μεγάλωσαν χωρίς την ορμήνια
τους– προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα
όπως όπως, ανακαλύπτουν το σώμα τους
και τον έρωτα, πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης
ή κοροϊδίας, τσαλαβουτούν απροστάτευτα
σε θάλασσες ευτυχίας, σε νεανικές
αυταπάτες, όνειρα και ψευδαισθήσεις.
Αλλά όταν βρισκόταν με την Aμέλια δεν έλεγε τίποτα, γιατί χαιρόταν που εκείνη έβγαζε πλέον λεφτά κι έτσι ερχόταν με μεγαλύτερη προθυμία στο σινεμά. Έπειτα η Αμέλια αγόρασε κάλτσες, χτενιζόταν καλύτερα, κι η Τζίνια περπατούσε δίπλα της με αληθινή ευχαρίστηση, γιατί η Αμέλια έκανε εντύπωση και πολλοί γύριζαν και την κοιτούσαν.
Ο κόσμος της νύχτας, των εκκολαπτόμενων καλλιτεχνών, των φλερτ και του σινεμά μοιάζει ελκυστικός, αλλά πώς είναι δυνατόν να τον περπατήσουν με ασφάλεια δυο κορίτσια της βιοπάλης που δεν έχουν κανέναν να συμβουλευτούν; Πόσο πρέπει να υποκριθούν για να τις πάρουν στα σοβαρά, τι είναι αυτό που θα τις κάνει να δείχνουν έξυπνες και πεπειραμένες, πώς θα χειριστούν τον έρωτα και την ελευθερία τους, πώς θα αποφύγουν τους κινδύνους; Είναι ποτέ δυνατό μια νεαρή εργάτρια της φάμπρικας ή μια μοδιστρούλα σε ραφτάδικο να αλλάξουν τη θέση τους στον κόσμο ή να ονειρευτούν έναν κόσμο διαφορετικό;
Μερικές στιγμές, στο δρόμο, η Τζίνια στεκόταν γιατί ένιωθε τη μυρωδιά που είχαν τα απογεύματα του καλοκαιριού και τα χρώματα κι οι ήχοι κι η σκιά των πλατανιών. Τα σκεφτόταν όλ' αυτά μες στη λάσπη και στο χιόνι και σταματούσε στις γωνίες των δρόμων με την επιθυμία στα χείλη. "Θα ξανάρθει το καλοκαίρι, οι εποχές ξαναγυρίζουν πάντα", αλλά της φαινόταν απίστευτο που είχε μείνει μόνη.
Το "Ωραίο καλοκαίρι" είναι
μια γλυκιά ιστορία για τα νιάτα, για τα
λάθη που όλοι οι νέοι επαναλαμβάνουν
γιατί αγαπούν πολύ τον κόσμο αλλά
ελάχιστα τον εαυτό τους, γραμμένη από
έναν ευαίσθητο συγγραφέα που επηρέασε
πολύ τη μεταπολεμική πεζογραφία της
Ιταλίας.
Ο Παβέζε αφηγείται υπενθυμίζοντας πως για μερικούς η ευτυχία διαρκεί όσο ένα καλοκαίρι.
***
[1] Το βιβλίο (ξανα)διαβάστηκε με αφορμή την πρόσκληση της "Cocooning Cat" να προτείνουμε αναγνώσματα για το φετινό καλοκαίρι. Η σχετική ανάρτηση εδώ.
[2] Cesare Pavese, Το ωραίο καλοκαίρι (μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου), Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου