Ο Ναπολέων Λαπαθιώτης από πολύ μικρή ηλικία ένιωσε τρυφερότητα και αγάπη για τα ζώα. Στην αυτοβιογραφία του ωστόσο θυμάται στιγμές παιδικής αναλγησίας, που συχνά δείχνουν οι πιτσιρίκοι στα ανήμπορα ζωάκια γιατί πρέπει κάπου να φανούν δυνατοί. Και δεν φαίνονται δυνατοί ποτέ, παρά μόνο κλοτσώντας τα παιχνίδια τους και βασανίζοντας κατοικίδια. Η ανάμνηση αυτών των πράξεων είναι "κηλίδα σκοτεινή μες στην ψυχή μου", λέει ο Λαπαθιώτης όταν θυμάται τα πρώτα του οικόσιτα.
Είχα και δυο χαριτωμένα κουνελάκια -τό ΄να σταχτί και τ' άλλο κοκκινόλευκο- μες στο σπίτι κι έπαιζα μαζί τους. Αλλά θαρρώ πως ώρες-ώρες τα βασάνιζα κυλώντας τα στη σκάλα, τα καημένα! Μια φορά μάλιστα, που ΄ριξα τό ΄να, το κοκκινόλευκο, απάνω από ένα τεντωμένο σκοινί, για να πηδήσει τάχα, κι εκείνο έπεσε και χτύπησε, κι έμπηξε μια ψιλή φωνούλα, κι είδα μια τσαγγρουνιά στο χειλάκι του, ένιωσα έναν τέτοιο πόνο και μια τέτοια τύψη, που κρατάει ακόμα μέχρι σήμερα.
Και θυμάμαι ακόμα την απαρηγόρητή μου λύπη για ένα πουλάκι -σπουργιτάκι- που το 'χαν βρει στον κήπο, πεσμένο ίσως από τη φωλιά του και με το ποδαράκι πληγωμένο, και το 'βανa για να το περιποιηθώ στο κούφωμα μιας μικρής ντουλάπας, μ' ένα βιβλίο μπροστά για να μη φύγει, κι αφήνοντάς του ένα μικρό άνοιγμα για να παίρνει αναπνοή, και που το βρήκα νεκρό τ' άλλο πρωί, σαν ένα κουρελάκι, το καημένο.
Η μεγάλη του αγάπη, όμως, ήταν οι γάτες. Τις αγαπούσε "σαν καλλιτέχνης και σαν άνθρωπος" και θεωρούσε την αγάπη του προς εκείνες "λυδία λίθο πραγματικής ευαισθησίας και ευγένειας αισθημάτων". Η μητέρα του, μάλιστα, παραπονιόταν πως, αντί να νταντεύει εγγόνια, την είχε βάλει να προσέχει και να ταΐζει τα γατάκια του.
Εκεί, σ' αυτό το σπίτι μας, δοκίμασα και την πρώτη μου πραγματική οδύνη: Είχα εν' άσπρο, συμπαθέστατο γατάκι, και τ' αγαπούσα μ' όλη την καρδιά μου. Κάποιο απόγευμα, τα δυο μου ξαδερφάκια που 'παιζαν μόνο στην κρεβατοκάμαρα, το πέταξαν απ΄ το παράθυρο, για να πηδήσει τάχα στο μπαλκόνι, κι εκείνο έπεσε κάτω, στο πεζοδρόμιο, κι έμεινε, καθώς φάνηκε, στον τόπο. Το σπίτι μου αναστατώθηκε, έγινε φασαρία, και ποτέ δε θα ξεχάσω το βαθύ μου σπαραγμό όταν τ' ανέβασαν από τη σκάλα και μου τό 'φεραν, σαν ένα πουπουλένιο κουρελάκι, τεντωμένο κι άψυχο, κι ακίνητο.
Κάνοντας στην αυτοβιογραφία του την προσωπική του ενδοσκόπηση, ο Λαπαθιώτης διαπιστώνει πως εκείνο που περισσότερο τον χαρακτηρίζει ως άνθρωπο είναι η αγανάκτηση απέναντι σε οποιαδήποτε μορφή αδικίας, και ειδικά σ' εκείνη που στοχεύει τους αδύναμους και απροστάτευτους.
Κι ένα φυσικό και συνεπές αισθηματικό παρακλάδι η βαθειά, βαθύτατη, ανέκαθεν, αφοσίωση κι αγάπη μου στα ζώα. Τα ζώα, με την όψη που μας δείχνονται, είναι οι πιο αδικημένοι σύντροφοί μας -τόσο αδικημένα απ΄ τη φύση τους, όσο κι απ' τους ίδιους τους ανθρώπους: αδικημένα απ΄ τη φύση τους πρώτα γιατί τους λείπουν τα απαραίτητα εφόδια -τα ηθικά και υλικά μαζί- να αντιμετωπίσουν τους ανθρώπους. Αδικημένα κι από τους ανθρώπους, που τα τυραννούν, τα κατατρέχουν και τα εκμεταλλεύονται σκληρά. Είναι πολύ ελάχιστοι οι άνθρωποι που τα συμπαθούν πραγματικά και που τα σέβονται αυτά καθ' αυτά, χωρίς ιδιοτέλειες και υπολογισμούς. Ένας απ' αυτούς είμαι κι εγώ.
Ο Λαπαθιώτης αποκαλεί τα ζωάκια του "καημένα", τους απευθύνεται σχεδόν αποκλειστικά με υποκοριστικά, τα νιώθει ανήμπορα μπροστά στον άνθρωπο, σαν "πουπουλένια κουρελάκια". Μα τα ζώα είναι ανθεκτικά και δυνατά. Αντέχουν πολύ περισσότερο από τον άνθρωπο στη στέρηση και τις κακουχίες. Είναι μαθημένα να στερούνται την τροφή, το νερό, τη στέγη, την αγάπη. Πουπουλένιο και μαδημένο κουρελάκι ήταν φαίνεται η ψυχή του ίδιου του ποιητή.
***
Ναπολέων Λαπαθιώτης, Η Ζωή μου, Απόπειρα συνοπτικής αυτοβιογραφίας (φιλολογική επιμέλεια: Γιάννης Παπακώστας), Κέδρος, Αθήνα 2009.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου