Στις 23 Νοέμβρη ο Ηλίας γύρισε στο χωριό του, το Δελβινάκι, στο Πωγώνι ψηλά στην Ήπειρο, δεκαεφτά χιλιόμετρα από την Κακαβιά, στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Πενήντα τριών χρονών, γύρισε να μείνει ξανά με τη μάνα του.
Τόσο λιτή στην αρχή της, κι όμως η νουβέλα του Μιχάλη Μακρόπουλου γίνεται πέτρα στο λαιμό από την πρώτη αράδα. Κελαριστή η γλώσσα, αλλά μεγάλο το βάρος. Λες κι ο λόγος αντηχεί το λίθινο τοπίο και την τραχύτητα της ηπειρώτικης γης.
Ο
Ηλίας επιστρέφει από την Αθήνα στο χωριό του. Επιστρέφει από την
οικογένεια που δημιούργησε στην οικογένεια που άφησε, από τη
δουλειά και τις υποχρεώσεις, στην ανεργία και τη νωχελικότητα μιας απομακρυσμένης επαρχίας. Η θλιμμένη και βουβή όψη της μάνας του του
υπενθυμίζει καθημερινά τον προδομένο γάμο και τη ναυαγισμένη ζωή του, και
μετατρέπει τη λατρεία του για κείνη σε πρόσκαιρο μίσος για τον εαυτό του πρώτα, κι
ύστερα για το καταφύγιο που βρίσκει στην αγκαλιά της. "Δεν ήθελε την παρηγοριά της, μονάχα το φαΐ της και τα πλυμένα ασπρόρουχά του".
Ο Ηλίας προσπαθεί να προσαρμοστεί στη ζωή του χωριού. Χωρίς οικογένεια, χωρίς χρήματα, χωρίς δουλειά, χωρίς μεταφορικό μέσο. Συμπαραστάτης του στέκεται ο Κωτσομεντής, παλιός φίλος, αστυνόμος και διευθυντής του Τμήματος
Συνοριακής Φύλαξης στο Δελβινάκι. Δεν μπορεί να κάνει και πολύ μαζί
του. Δεν μπορεί να κάνει με κανέναν στο χωριό. Απλά τον Κωτσομεντή τον
νιώθει αδερφό. Ανασαίνει τον καθαρό αέρα, βολοδέρνει, δέχεται πού και πού κάνα πεσκέσι.
Διέσχισε την έρημη πλατεία, βαδίζοντας πάνω στα ξερά φύλλα από τον μεγάλο πλάτανο. Σαν
να 'ταν τα πόδια του κάτι ξέχωρο από τον ίδιο, τα παρατηρούσε με
περιέργεια πώς σκορπούσαν στο πέρασμά τους τα φύλλα και τα θρυμμάτιζαν.
Το κείμενο ισορροπεί ανάμεσα στις περιγραφές του χωριού, των ανθρώπων του, του χνωτισμένου καφενείου από τη μια, και το ψυχογράφημα του πρωταγωνιστή από την άλλη. Η απόγνωση του Ηλία αποτυπώνεται περισσότερο στις τηλεφωνικές συνομιλίες με τις κόρες που άφησε στην Αθήνα, παρά στον συγχρωτισμό του με όσους -αναγκαστικά και σε μεγάλη ηλικία- γειτoνεύει.
Καληνύχτισε και βγήκε στη χιονοθύελλα. Για μια στιγμή στάθηκε και κοίταξε πίσω. Το "Στέκι του Καρντάση", το μαγαζί του Τόμου, έμοιαζε με καραβοφάναρο μέσα στο σκοτάδι και στο χιόνι, με θολές και μοναχικές μέσα, πίσω από το πλαστικό κι από το τζάμι, τις φιγούρες του Τακημπίλλη και της κυρα-Σοφίας, που 'σκυβε ν' αφήσει στο τραπέζι της πιπεριές που τηγάνιζε πρωτύτερα.
Θέλησε τότε να ξαναμπεί. Το μαγαζί, με τους δυο ανθρώπους μέσα, ήταν Κιβωτός σε τούτη την ερημιά. Αλλά έπειτα γύρισε την πλάτη κι άνοιξε την πόρτα του αυτοκινήτου.
Ο Ηλίας αρνείται να ταξιδέψει στην Αθήνα και αλλάζει τον χρόνο με τους συγχωριανούς του στο Δελβινάκι. Μαζί με τον χρόνο στην ιστορία, αλλάζει και το ύφος στην αφήγηση. Η δολοφονία μιας Αλβανής ιερόδουλης δίνει στη νουβέλα ύφος αστυνομικής ιστορίας. Ο πρωταγωνιστής επιμένει να βοηθήσει στην εξιχνίαση του εγκλήματος. Σε κάθε τραπέζι του καφενείου, σε κάθε σημείο του χωριού τον καταδιώκει η εικόνα της δολοφονημένης και κατακρεουργημένης γυναίκας που ζητά δικαίωση. Δύο αυτοχειρίες περιπλέκουν την υπόθεση και δικαιώνουν τον τίτλο του αφηγήματος.
Δύο άνθρωποι βρίσκονται κρεμασμένοι, αν και κανείς τους δεν φαίνεται να είναι ο εγκληματίας. Αν κάτι ήταν έτοιμοι να προδώσουν, αυτό θα ήταν η εκκωφαντική σιωπή στην οποία φαίνεται να συναινεί με τη βουβαμάρα της -ή τη συνενοχή της- μια ολόκληρη κοινωνία.
Φορώντας το "γαμπριάτικο κοστούμι" του, όπως τιτλοφορείται το πιο κομβικό από τα κεφάλαια του αφηγήματος, ο Ηλίας γυρίζει σελίδες και κλείνει τα κεφάλαια της ζωής του, έχοντας γνώμονα μια αίσθηση του δίκιου καθαρή, αιχμηρή και βαριά σαν τον κρύσταλλο.
***
Μιχάλης Μακρόπουλος, Το δέντρο του Ιούδα, Κίχλη, Αθήνα 2014.