Στη "Γραμμή του ορίζοντα" του Αντόνιο Ταμπούκι ένας άνθρωπος έρχεται αντιμέτωπος με ένα πτώμα. Το μυθιστόρημα ξεκινά με τη σκηνή του νεκροτομείου και τελειώνει με τη σκηνή του νεκροταφείου, όπου θάβεται ο νεκρός, χωρίς να έχει διευκρινιστεί η αιτία του θανάτου του. Ποιο είναι το θύμα και γιατί δεν το αναζητά κανείς; Ο νεκρός δεν ανησυχεί κανέναν, "άλλος ένας μικρός θάνατος στη μεγάλη κοιλιά του κόσμου, ένα ασήμαντο πτώμα, χωρίς όνομα και ιστορία, ένα θραύσμα της αρχιτεκτονικής των πραγμάτων, ένα απομεινάρι".
"Μα αυτός τι είναι για σένα"; ρώτησε σιγά, "είναι ένας άγνωστος δεν μετράει τίποτα στη ζωή σου". Μιλούσε ψιθυριστά, ήταν ταραγμένος και τα χέρια του έμοιαζαν νευρικά.
"Κι εσύ"; του είπε ο Σπίνο, "εσύ ποιος είσαι για τον εαυτό σου; Το ξέρεις πως αν μια μέρα αποφάσιζες να μάθεις, θα αναγκαζόσουν να ψάξεις τον εαυτό σου παντού...";
Η λύση θυμίζει τη γραμμή του ορίζοντα, που όσο την πλησιάζεις τόσο ξεμακραίνει. Καθώς ξεμακραίνει, όμως, η πόλη ζωντανεύει. Νιώθεις το γαλάζιο δειλινό της, την υγρασία της να ποτίζει τα ρούχα, τη μελαγχολία του λιμανιού της, τα παλιοσίδερα και τον θόρυβο των ναυπηγείων της.
Υπάρχουν μέρες που η ζηλιάρικη ομορφιά αυτής της πόλης μοιάζει να αποκαλύπτεται: τις ημέρες, για παράδειγμα, που ο άνεμος καθαρίζει την πόλη, όταν ο μπάτης προαναγγέλλει τον λίβα και σκουπίζει τους δρόμους πλαταγίζοντας σαν τεντωμένο πανί. Τότε τα σπίτια και τα καμπαναριά αποκτούν μια φωτεινότητα υπερβολικά ρεαλιστική, με περιγράμματα διαυγή, ενώ το φως και η σκιά συγκρούονται με λύσσα, χωρίς να παντρεύονται, και σχεδιάζουν λευκές και μαύρες σκακιέρες από σκιερές και λαμπερές κηλίδες, από στενοσόκακα και από μικρές πλατείες.
Σ΄αυτή την πόλη, που δεν ξέρεις ποια είναι, και δε χρειάζεται και να μάθεις, ζει ένα παράνομο ζευγάρι, η Σάρα και ο Σπίνο. Σε κάθε πόλη πρέπει να υπάρχει ένα τέτοιο ζευγάρι. Δυο άνθρωποι που ονειρεύονται να φύγουν. Μια γυναίκα που κάθε βράδυ βλέπει στον ύπνο της ένα μεγάλο υπερωκεάνιο να πλησιάζει φωταγωγημένο στο λιμάνι. Βλέπει τα αναπαυτικά καθίσματα του καταστρώματος, τους άντρες με τα λευκά παντελόνια, την κουβέρτα που θα σκεπάζει τα πόδια της και θα την προστατεύει από τη θαλάσσια αύρα. Βλέπει τον εαυτό της να περιμένει στην αποβάθρα, με τις βαλίτσες αραγμένες μπροστά της.
Η Σάρα μαζεύει τα πόδια της και σκεπάζει τους ώμους με ένα σάλι ακόμη κι όταν κάνει ζέστη, διότι η νυχτερινή υγρασία τής προκαλεί προβλήματα στην αρθρίτιδά της. Κοιτάζει προς τη θάλασσα, μια σκοτεινή μάζα που θα μπορούσε να είναι απλώς η νύχτα αν τα ακίνητα φώτα των πλοίων που περιμένουν τη σειρά τους για να μπουν στο λιμάνι δεν υπογράμμιζαν τη θαλάσσια φύση της. "Δεν θα ήταν ωραίο να φεύγαμε;", λέει. Είναι δέκα χρόνια που η Σάρα λέει ότι θα ήταν ωραίο αν φεύγανε, κι εκείνος απαντάει ότι, αργά ή γρήγορα, μια μέρα θα το κάνουν. Από μια σιωπηρή συμφωνία η συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα δεν προχώρησε ποτέ πάνω από αυτές τις δύο κοινότοπες φράσεις: κι όμως εκείνος ξέρει καλά πόσο η Σάρα ονειρεύεται την ανέφικτη αναχώρησή τους.
Η Σάρα και ο Σπίνο κουβαλούν τη μελαγχολία της πόλης τους, το υγρό κλίμα, τη μουντάδα του λιμανιού. Ζουν την αναζήτηση μια κοινής ευτυχίας, που κι αυτή ξεμακραίνει όπως η γραμμή του ορίζοντα. Περιμένουν το ρεπό τους, για να μαγειρέψουν μαζί ένα κοινό γεύμα, να ξαπλώσουν μαζί στο ίδιο κρεβάτι. Μετά εκείνη θα του ψιθυρίσει πως είναι κρίμα που γνωρίστηκαν τόσο αργά, όταν ήδη είχαν παιχτεί όλα τα παιχνίδια, πως είναι σίγουρη ότι μαζί του θα ήταν ευτυχισμένη. Εκείνος θα της δώσει κουράγιο, θα της πει πως είναι καλύτερα έτσι, θα της μιλήσει για την καθημερινότητα και τον έρωτα. Και θα εξακολουθήσουν να ψιθυρίζουν τα ραντεβού τους στα πιο σκοτεινά τραπέζια των καφέ του λιμανιού.
Ο ιδιοκτήτης της καφετέριας έχει ήδη κατεβάσει τα ρολά και μουρμουρίζει μέσα από τα δόντια του μια καληνύχτα.
Τα φώτα σβήνουν. Ξεκινά ο κινηματογράφος. Κι εκεί ζωντανεύει ένα άλλο ζευγάρι, μιας άλλης πόλης. Οι μορφές της Σάρας και του Σπίνο παίρνουν σταδιακά τις μορφές των δύο ηθοποιών, που επίσης παρανομούν, σε μια τόσο διαφορετική, μα εξίσου θλιβερή ιστορία.
***
Αντόνιο Ταμπούκι, Η γραμμή του ορίζοντα (μτφρ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), Άγρα, Αθήνα 1998.
Οι φωτογραφίες είναι από την ταινία "Κολαστήριο" του Μπέλα Ταρ.