Στο όνειρο, άντρες έκοβαν ξύλα στις όχθες ενός ποταμού. Κανείς δεν κόβει ξύλα τέτοια εποχή. Ήθελαν να προετοιμαστούν από νωρίς για το χειμώνα που, έτσι κι αλλιώς, σε λίγους μήνες θα ξανάρθει. Φορούσαν χειμωνιάτικα ρούχα και κρατούσαν τσεκούρια. Μεγάλοι κορμοί δέντρων ήταν πεσμένοι μπροστά τους. Τους τεμάχιζαν σε ροδέλες και τις ροδέλες σε μικρότερα κομμάτια. Κάθε φορά που έπαιρναν μια φέτα, τη στερέωναν καλά στα πόδια τους. Μόλις ο πέλεκυς έπεφτε πάνω στο ξύλο, αυτό γινόταν ζώο και έτρεχε μακριά μουγκανίζοντας. Τις πιο πολλές φορές τα ζώα ήταν βοοειδή. Οι αγελάδες βέβαια δεν τρέχουν. Είναι υπέρβαρες και αργοκίνητες. Αλλά ήταν όνειρο.
Η ατμόσφαιρα θύμιζε λίγο τις "Αγελάδες" του Ε.Χ. Γονατά. Εκεί, οι φιλάργυροι βουκόλοι ενός χωριού φράζουν τον πρωκτό των αγελάδων μ' ένα φελλό και δεν τους επιτρέπουν να αφοδεύουν, παρά μόνο κάθε είκοσι - εικοσιπέντε μέρες, νομίζοντας πως έτσι θα τις παχύνουν γρηγορότερα. Τους φοράνε σφιχτές ζώνες και τις αφήνουν μέσα στις στέρνες να μασουλήσουν το χορτάρι. Η κοιλιά τους τουμπανιάζει, κάποιες δεν αντέχουν και σκάνε, αλλά οι βουκόλοι δεν το βάζουν κάτω. Είναι πολύ σίγουροι για την πατέντα τους.
Στον κόσμο του Ε.Χ. Γονατά πουλιά κοιτάζονται σε καθρέφτες κρεμασμένους σε κλαδιά δέντρων, φρούτα χορεύουν απειλητικά, λουλούδια γαβγίζουν και δαγκώνουν, ζευγάρια κάλτσες βελάζουν όποτε τις φοράς στα πόδια σου, οι χυμοί της φύσης τραγουδούν και μπορείς να τους ακούσεις. Κλαδιά, στέρνες, αστέρια, πουλιά. Ένας κόσμος που μοιάζει πραγματικός μέχρι να μετατραπεί σε ονειρικό, ανοίκειο, κάποιες φορές εφιαλτικό.
Μέσα στ' ἀνοιχτά λιονταρίσια στόματα τῶν μπρούτζινων πομόλων τοῦ κρεββατιοῦ εἶχε φυτέψει γαρύφαλλα γιά ν' ἀκούει στόν ὕπνο της τό βουητό τῆς μέλισσας που θά πετάει διψασμένη.
(Από την "Κρύπτη")
Η φύση είναι ένας ολόκληρος κόσμος και κανένας κόσμος δεν είναι ιδεατός. Μπορεί να γίνει σκληρός, να επιβάλει μια επίπονη ενηλικίωση, να μας φέρει αντιμέτωπους με το θάνατο. Στο ντοκιμαντέρ της Εύας Στεφανή, "Επισκέψεις στο σπίτι του Ε.Χ. Γονατά", ο συγγραφέας μάς ξεναγούσε στον κήπο του και επέμενε να τονίζει πως ο κήπος δεν έχει τίποτα το γραφικό. Ο κήπος είναι ένας κόσμος, έχει οργανικότητα, έχει μέσα του ζωή, έχει και θάνατο. Είναι γεμάτος τάφους.
Μέσα στά μῆλα εἶναι μωρά εὐχαριστημένα που γελάνε.
***
Ἀφοῦ τό χάιδεψε ὥρα πολλή μέ τό ἐρωτικό της βλέμμα, ἅπλωσε τή φούχτα της νά τό τσακώσει. Τό ἀχλάδι, ὅμως ὀργισμένο, χτυπώντας την ἀπό τό χέρι, ξέφυγε, στήθηκε ὀρθό στήν οὐρά του καί ἄρχισε νά χορεύει πάνω στό τραπεζομάντηλο ἕναν ἄγριο, ἀπειλητικό χορό.
***
Τά κλειδιά τοῦ φεγγαροφράχτη σπαρταρᾶνε στή ζώνη σου σάν ἀσημένια ψάρια.
(Από την "Κρύπτη")
(Ο φυλακισμένος, από το "Βάραθρο")
Ο Γονατάς υπήρξε από εκείνους τους λογοτέχνες που κατόρθωσαν να αποτυπώσουν στο χαρτί, άλλοτε σε ποιητικό, άλλοτε σε πεζό και άλλοτε σε ανένταχτο λόγο, την αρχετυπικότητα των ονείρων. Μπόρεσε να εκφράσει με εξαιρετική συντομία το ανείπωτο. Η οικονομία του λόγου του, όμως, είναι αντιστρόφως ανάλογη με την πληθώρα των εικόνων και των συμβόλων. "Έχω στο μυαλό μου χίλια και γράφω μια σελίδα. Γιατί πιστεύω ότι με λιγότερα έχεις την πιθανότητα να εκφράσεις κάτι περισσότερο" έλεγε. Τα βιβλία του, κρύπτες "ευρηματικών εικόνων και συμβόλων" [1], αποτελούν βάραθρα μεταξύ του συνειδητού και του ασυνείδητου, για να παίξουμε και λίγο με τους τίτλους. Και δεν είναι απλά βιβλία. "Είναι σαν μικρά αντικείμενα, στα οποία συγκεντρώνονται σε μικρογραφία ή υπαινικτικά διάφορες τέχνες, της γλώσσας και του ματιού: η ποίηση, η πεζογραφία, η ζωγραφική, η φωτογραφία και φυσικά η ίδια η τέχνη της τυπογραφίας [...] κι επειδή είναι φιλοτεχνημένα με ασύγκριτη λεπταισθησία, μοιάζουν πολύ με κοσμήματα. [2]
Φυλακισμένος μες στό γυαλί, δέν ἔβλεπα παρά τά παχουλά χέρια τῆς μητέρας μου, που ξαναβούλωνε σφιχτά τό καπάκι. Ὕστερά κόλλησε μια ἐτικέτα στό μπουκάλι καί μ' ἀπόθεσε ψηλά, σ' ἕνα ράφι τῆς κουζίνας ἀνάνεσα στά ἄλλα βάζα μέ τίς μαρμελάδες της.
(Ο φυλακισμένος, από το "Βάραθρο")
Μια δισυπόστατη φύση, μια δεύτερη ζωή που επισκέπτεται τα πράγματα κατά τη διάρκεια της νύχτας - όταν μας επισκέπτονται και τα όνειρα - αποκαλύπτεται μέσα από το έργο του Γονατά. Ζωτικοί χυμοί κυλούν στα νεύρα των φύλλων, όπως το αίμα κυλάει στις φλέβες του ανθρώπινου οργανισμού. Η φύση είναι η μεγάλη Μητέρα, η γονιμοποιός δύναμη. Όταν το σκοτάδι βαθαίνει και οι άνθρωποι κουρνιάζουν κάτω από κόκκινες βελέτζες, το τραγούδι της δυναμώνει...
[1] Γιάννης Δάλλας, Συνεκδοχές, Ίκαρος 2010
[2] Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, "Ε.Χ. Γονατάς: μια εξαιρετική περίπτωση στα γράμματά μας", Διαβάζω, 444, Αφιέρωμα στον Ε.Χ. Γονατά, 2010.
Τα αποσπάσματα είναι από τα βιβλία:
Ε.Χ. Γονατάς, Η κρύπτη, Στιγμή, Αθήνα 1991
Ε.Χ. Γονατάς, Το βάραθρο, Στιγμή, Αθήνα 1992
Η πρώτη φωτογραφία κυκλοφορεί αδέσποτη στο διαδίκτυο. Οι υπόλοιπες είναι της Marte Marie Forsberg.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου