Την περασμένη βδομάδα άρχισε να προβάλλεται στους κινηματογράφους μια διαφορετική διασκευή του "Εγωιστή γίγαντα", της γνωστής ιστορίας του Όσκαρ Ουάιλντ. Στο κινηματογραφικό "παραμύθι" της Βρετανίδας Κλίο Μπάρναρντ πρωταγωνιστές είναι δυο έφηβοι, ο Άρμπορ και ο Σουίφτι, που μεγαλώνουν σε μια επαρχιακή πόλη του αγγλικού βορρά. Ο Άρμπορ, υπερκινητικός και ατίθασος, ζει με τη μητέρα του και το μεγαλύτερο αδερφό του. Από τα παιδιά εκείνα που το σχολείο "ξεβράζει" από νωρίς, αποφασίζει να παρατήσει την τάξη και να τα βγάλει πέρα μόνος του. Καλύτερός του φίλος είναι ο Σούφτι. Πιο αργός, πιο ευαίσθητος, μεγαλώνει σε μια πολυμελή οικογένεια όπου ο πατέρας είναι άνεργος, η μητέρα αντιμετωπίζεται σαν αντικείμενο και τα παιδιά μοιράζονται στρώματα και κρεβάτια στον ασφυκτικό χώρο του σπιτιού. Τα δυο παιδιά είναι αποφασισμένα να επιβιώσουν μαζεύοντας παλιοσίδερα και πουλώντας καλώδια σ' έναν επαγγελματία ρακοσυλλέκτη, τον Κίτεν.
Άτομα του περιθωρίου, απόκληροι της ζωής που δεν τους προσδίδεται κανένα πρόσημο. Ούτε θετικό ούτε αρνητικό. Ο Άρμπορ μπαλατζάρει ανάμεσα στην απανθρωπιά και την ευαισθησία. Το ίδιο παιδί που θα σκοτώσει ένα πουλαράκι, μόνο και μόνο για να επιβεβαιωθεί ότι απ' το καλώδιο που βρήκε περνάει ρεύμα, αγκαλιάζει τη μάνα του σφιχτά και της υπόσχεται πως θα τη ζήσει με τα λεφτά που θα βγάζει, ενώ εκείνη κλαίει γοερά στην αγκαλιά του. Ο νέος που κλέβει τον άνθρωπο που του δίνει δουλειά, ταπεινώνεται ζητώντας εξιλέωση από τους γονείς του Σουίφτι στο τέλος της ταινίας.
Ο Σουίφτι, από την άλλη, διαφέρει. Το βλέμμα του είναι αθώο, οι κινήσεις του νωχελικές, στο μεγαλόσωμο κορμί του κατοικεί η αγνότητα. Αγαπά τον Άρμπορ, του συμπαραστέκεται, είναι ο μόνος που καταλαβαίνει τις εκρήξεις του, τις κραυγές, την επιθετικότητα και την οργή του. Αγαπά τα άλογα. Επικοινωνεί με τα ζώα με μια τρυφερότητα που γητεύει το θεατή. Ο Σουίφτι, στην προσπάθειά του να βοηθήσει το φίλο του στην πιο επικίνδυνη αποστολή του, γίνεται κάρβουνο. Μια εκτυφλωτική λάμψη κι αυτό ήταν.
Κι ο Κίττεν, ένας απατεώνας που εκμεταλλεύεται τα παιδιά για να βγάλει χρήματα, αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σκληρός, άγριος, με βλέμμα που θυμίζει άνθρωπο του υποκόσμου, ενσαρκώνει τελικά μια φιγούρα πατρική. Είναι ο πατέρας που οι δυο έφηβοι δε γνώρισαν. Και στο τέλος αναλαμβάνει την ευθύνη.
Το τοπίο και η σκηνοθετική ματιά θυμίζουν τις καλές στιγμές κορυφαίων Άγγλων σκηνοθετών, όπως ο Μάικ Λι και ο Κεν Λόουτς. Θαμπά χρώματα, σε μια παλέτα που δεν επιτρέπει στο φως να εισχωρήσει από πουθενά. Αποχρώσεις του γκρι σ' ένα τοπίο υγρό και ομιχλώδες. Μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης ιδωμένη με ευαισθησία, ειλικρίνεια και ρεαλισμό. Μια κάμερα-καθρέφτης που είναι διαρκώς γυρισμένη προς τα κάτω. Δείχνει λασπόνερα και τρύπια παπούτσια και ούτε μια φορά δεν ατενίζει τον ουρανό.
Παροπλισμένοι άνθρωποι, θυμίζουν τους ήρωες των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη. Άνθρωποι της εργατικής τάξης, άνθρωποι του λαϊκού περιθωρίου, άνθρωποι νεκροζώντανοι. Άνθρωποι που έχουμε το θράσος να υποκρινόμαστε ότι συμπονούμε. Άνθρωποι με παπούτσια βουτηγμένα στη λάσπη, στο χώμα, στον ασβέστη, παπούτσια χωρίς κορδόνια, παπούτσια φθαρμένα, παπούτσια τρύπια, διαλυμένα, σαν εκείνα στον πίνακα του Βαν Γκονγκ. Άνθρωποι που περιμένουν. Περιμένουν κάτι να γίνει και τελικά δε γίνεται ποτέ τίποτα. Παραμένουν άνεργοι, ζουν με επιδόματα, θυσιάζονται σε εργατικά ατυχήματα υπηρετώντας την πλεονεξία των εργοδοτών τους, φεύγουν μετανάστες, οπλίζουν το χέρι τους, χτυπούν.
Άνθρωποι σαν τον Πέτρο και τον Γιάννη στο "Πλακάτ από σκουπόξυλο" του Χρήστου Οικονόμου:
Ανήμερα μεγάλη Πέμπτη ο Πέτρος Φράγκος, ο καλύτερος φίλος του ο μοναδικός του φίλος, σκοτώθηκε σ' ένα γιαπί στην Παπαδιαμάντη, δυο βήματα απ' το παλιό νεκροταφείο της Νίκαιας. Ηλεκτροπληξία. Δεν έμεινε στον τόπο. Πέθανε δυο μέρες μετά, το μεγάλο σαββατόβραδο, στο νοσοκομείο στην εντατική του Κρατικού.
Κι ο Κίττεν, ένας απατεώνας που εκμεταλλεύεται τα παιδιά για να βγάλει χρήματα, αποτελεί την πιο αμφιλεγόμενη προσωπικότητα. Σκληρός, άγριος, με βλέμμα που θυμίζει άνθρωπο του υποκόσμου, ενσαρκώνει τελικά μια φιγούρα πατρική. Είναι ο πατέρας που οι δυο έφηβοι δε γνώρισαν. Και στο τέλος αναλαμβάνει την ευθύνη.
Το τοπίο και η σκηνοθετική ματιά θυμίζουν τις καλές στιγμές κορυφαίων Άγγλων σκηνοθετών, όπως ο Μάικ Λι και ο Κεν Λόουτς. Θαμπά χρώματα, σε μια παλέτα που δεν επιτρέπει στο φως να εισχωρήσει από πουθενά. Αποχρώσεις του γκρι σ' ένα τοπίο υγρό και ομιχλώδες. Μια επώδυνη ιστορία ενηλικίωσης ιδωμένη με ευαισθησία, ειλικρίνεια και ρεαλισμό. Μια κάμερα-καθρέφτης που είναι διαρκώς γυρισμένη προς τα κάτω. Δείχνει λασπόνερα και τρύπια παπούτσια και ούτε μια φορά δεν ατενίζει τον ουρανό.
Παροπλισμένοι άνθρωποι, θυμίζουν τους ήρωες των ταινιών του Γιάννη Οικονομίδη. Άνθρωποι της εργατικής τάξης, άνθρωποι του λαϊκού περιθωρίου, άνθρωποι νεκροζώντανοι. Άνθρωποι που έχουμε το θράσος να υποκρινόμαστε ότι συμπονούμε. Άνθρωποι με παπούτσια βουτηγμένα στη λάσπη, στο χώμα, στον ασβέστη, παπούτσια χωρίς κορδόνια, παπούτσια φθαρμένα, παπούτσια τρύπια, διαλυμένα, σαν εκείνα στον πίνακα του Βαν Γκονγκ. Άνθρωποι που περιμένουν. Περιμένουν κάτι να γίνει και τελικά δε γίνεται ποτέ τίποτα. Παραμένουν άνεργοι, ζουν με επιδόματα, θυσιάζονται σε εργατικά ατυχήματα υπηρετώντας την πλεονεξία των εργοδοτών τους, φεύγουν μετανάστες, οπλίζουν το χέρι τους, χτυπούν.
Ανήμερα μεγάλη Πέμπτη ο Πέτρος Φράγκος, ο καλύτερος φίλος του ο μοναδικός του φίλος, σκοτώθηκε σ' ένα γιαπί στην Παπαδιαμάντη, δυο βήματα απ' το παλιό νεκροταφείο της Νίκαιας. Ηλεκτροπληξία. Δεν έμεινε στον τόπο. Πέθανε δυο μέρες μετά, το μεγάλο σαββατόβραδο, στο νοσοκομείο στην εντατική του Κρατικού.
[...] Κάηκαν όλα μέσα του, είπαν οι γιατροί. Το δέρμα είχε ξεκολλήσει από
τις πατούσες του κι έμοιαζαν λέει τα πόδια του σαν παπούτσια χωρίς
σόλες. Εκείνες τις δυο μέρες ο Γιάννης μπήκε στην εντατική τρεις ή
τέσσερις φορές και κάθε φορά φορούσε μάσκα, γάντια και πλαστικά καλύμματα
στις μπότες του -καινούργιες μπότες και ζεστές, με σόλες γερές κι
απείραχτες- και κάθε φορά στεκόταν πλάι στο κρεβάτι και έβλεπε το χέρι
του Πέτρου ή το πόδι του να τινάζονται ξαφνικά, δυο και τρεις φορές
απανωτά και κάθε φορά ο Γιάννης βούρκωνε και για να πάρει θάρρος έλεγε
από μέσα του μισόλογα από τίποτα παλιές προσευχές που τις είχε ξεχάσει.
Αλλά δεν ήταν δουλειά του Θεού τα τινάγματα. Ήταν το ρεύμα που τίναζε το
κορμί του Πέτρου -τόσο πολύ ρεύμα είχε μείνει μέσα στο κορμί του.
[...] Βρήκε ένα χοντρό μαύρο μαρκαδόρο και γονάτισε στο χαλί και
αναρωτήθηκε τι έπρεπε να γράψει στο χαρτόνι. Να γράψει κάτι που δείχνει
θυμό ανείπωτο και μίσος και αγάπη και απόγνωση, όλα μαζί. Ή να γράψει
ένα σύνθημα στεγνό, απ' αυτά που γράφουν για τα εργατικά ατυχήματα, για
τους ανθρώπους που πεθαίνουν στη δουλειά. Ή να γράψει κάτι σαν αυτά που
γράφουν πάνω στους τάφους των αδικοχαμένων ή εκείνων που πεθαίνουν νέοι.
Κάτι για το Θεό και την ψυχή κάτι για τους αγγέλους και την άλλη ζωή.
Ο Πέτρος έφτιαξε ένα πλακάτ, το στήριξε σ' ένα σκουπόξυλο και στήθηκε στην οικοδομή. Μ' ένα πλακάτ στο χέρι. Στο σημείο που σκοτώθηκε ο καλύτερός του φίλος. Μ' ένα πλακάτ που δεν έλεγε τίποτα. Ήταν ολόλευκο.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, ΠΟΛΙΣ 2011
Ο Πέτρος έφτιαξε ένα πλακάτ, το στήριξε σ' ένα σκουπόξυλο και στήθηκε στην οικοδομή. Μ' ένα πλακάτ στο χέρι. Στο σημείο που σκοτώθηκε ο καλύτερός του φίλος. Μ' ένα πλακάτ που δεν έλεγε τίποτα. Ήταν ολόλευκο.
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο του Χρήστου Οικονόμου, Κάτι θα γίνει, θα δεις, ΠΟΛΙΣ 2011